Γυρνά μαυροντυμένη απ΄ το χωράφι,
κοιτάζει γύρω μήπως και χαθεί.
Να μην ξεχάσει, έβαλε στο ράφι,
λίγο ψωμί που έχει ξεραθεί.
κάτω απ΄ το φως του άδειου φεγγαριού!
Στο στήθος της μια πεθυμιά ανάβει
χαμένου έρωτα και παραμυθιού.
Φίλος της μονάχα είν΄ ο πόνος!
μονολογεί κι η μοίρα την γροικά.
Στον ουρανό της κάνει μία στάση,
μα το ταβάνι πέφτει την νικά.
ρίχνει το δίχτυ στον αποσπερίτη!
κι άλλοτε στάχτες ρίχνει στην αυλή.
Ρίχνει στις γάτες φαγητό που καίει.
Ζει στον παράδεισο της μοναχή.
Έρχεται – φεύγει η ρότα του σβησμένη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου