Οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο χωριό στα πλαίσια της πρώτης ανταλλαγής πληθυσμών και ήταν όλοι πρόσφυγες. Η πρώτοι του ονομασία ήταν Τρόιτσα. Έτσι ονόμασαν το χωριό οι Βούλγαροι, οι πρώτοι κάτοικοι και όταν αργότερα ήρθαν οι Τούρκοι το ονόμασαν Τούριτσα για να διευκολύνονται στην προφορά του ονόματος του χωριού. Το όνομα Τούριτσα διατηρήθηκε μέχρι το 1922 από τους ίδιους τους Έλληνες που είχαν έρθει στο χωριό το 1914. Στη διάρκεια όμως 6 χρόνων από το 1922-28 που το χωριό υπαγόταν στην κοινότητα του Ζευγολατιού είχε την ονομασία Αγία Τριάδα. Όταν πια το 1928 χτίστηκε κοινότητα αποφασίστηκε και δόθηκε στο χωριό το όνομα Τριάδα που διατηρείται μέχρι και σήμερα.
Οι πρώτοι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στο Χωριό ήταν από την Ανατολική Θράκη, οι Θρακιώτες, όπως τους λένε, το 1914 περίπου 20 οικογένειες. Όταν ήρθαν το χωριό βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, υπήρχαν 40-45 σπίτια τα οποία ήταν εγκαταλειμμένα και μερικά από αυτά μισογκρεμισμένα και ετοιμόρροπα. Νερό δεν υπήρχε παρά μόνο στις ρεματιές, που βρισκόταν 200-250 μέτρα έξω από το χωριό, όπου ήταν αναγκασμένες να πηγαίνουν οι γυναίκες, και να κουβαλούν νερό με τις στάμνες στα σπίτια τους.
Το 1916 οι οικογένειες αυτές έφυγαν από το χωριό και πήγαν στο Λαχανά γιατί στην εδώ πλευρά του Στρυμόνα ήταν το συμμαχικό μέτωπο.
Το 1918 ξαναγύρισαν και το 19221 ήρθαν κι άλλοι πρόσφυγες από τον πόντο. Έτσι λοιπόν το χωριό μεγάλωσε και αριθμούσε 80 οικογένειες. Όσοι βρήκαν άδεια σπίτια κατοίκησαν εκεί και οι άλλοι έφτιαξαν καλύβες για προσωρινή κατοικία. Αφού το χωριό μεγάλωσε με τον ερχομό των Ποντίων, ήρθε παπάς και δάσκαλος και επειδή ούτε εκκλησία ούτε και σχολείο υπήρχε αποφάσισαν όλοι οι κάτοικοι και έκαναν τούρκικο σχολείο εκκλησία και το τζαμί των Τούρκων που υπήρχε από παλιά στο χωριό σχολείο.
Το Σεπτέμβριο του 1924 ήρθαν κι άλλοι πρόσφυγες στο χωριό από το Σάιμπεν Καραισαρετ, οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τους έλεγαν Καρασαριώτες. Η ονομασία τους αυτή είχε επικρατήσει μέχρι και σήμερα. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν στην ίδια πλευρά του χωριού. Όταν ήρθαν, είχαν μαζί τους εικόνες του Αγίου Γεωργίου, γι αυτό και όταν μετά δύο ή τρία χρόνια χτίστηκε εκκλησία, ( το 1926-27) ονομάστηκε Άγιος Γεώργιος. Τον ίδιο χρόνο έχτισαν καινούργιο σχολείο και το 1928 κοινότητα.
Από το 1928-40 οι κάτοικοι του χωριού ζούσαν αρμονικά. Στον πόλεμο που κηρύχτηκε το 1940 ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού επιστρατεύτηκε. Το 1941-42 ιδρύθηκε μία οργάνωση, το ΕΑΜ, στην οποία συμμετείχαν ως ενεργά μέλη κάτοικοι του χωριού.
Μία ημέρα ειδοποίησαν τους άνδρες του χωριού ότι το βράδυ θα ερχόταν να τους μιλήσουν Άγγλοι αξιωματικοί σχετικά με την κατάσταση που επικρατούσε με τους κατακτητές. Το βράδυ όμως, όταν οι άνδρες μαζεύτηκαν σε μέρος από το χωριό, όπως είχαν συμφωνήσει, είδαν πως δεν υπήρχε κανένας Άγγλος αξιωματικός παρά μόνο ένας Έλληνας πολίτης, ο οποίος οργάνωσε την τοπική αυτοδιοίκηση, τοποθετώντας στα αξιώματα πρόσφυγες από την άλλη όχθη το Στρυμόνα. Μετά από μερικές ημέρες ορισμένοι κάτοικοι του χωριού αντιδρώντας στην ίδρυση του ΕΑΜ, πήγαν στην οργάνωση του ΠΑΟ που είχε την έδρα της στη Θεσσαλονίκη.
Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε ένας άνδρας ο οποίος οπλοφορούσε και συνέλαβε έναν κάτοικο του χωριού με σκοπό να τον πάει για εκτέλεση γιατί ήταν μέλος της οργάνωσης του ΕΑΜ και αργότερα πήγε στην οργάνωση ΠΑΟ. Όταν οι κάτοικοι του χωριού κατάλαβαν τη σύλληψη του έτρεξαν για να τον γλιτώσουν (και τον γλίτωσαν). Εν τω μεταξύ υπήρχαν στο βουνό αντάρτες οι οποίοι παρακολούθησαν αυτό το συμβάν και μόλις είδαν την επίθεση των χωριανών σε3 έναν δικό τους άνδρα άρχισαν να πυροβολούν τους κατοίκους, αμέσως όμως οι κάτοικοι ανταπέδωσαν τους πυροβολισμούς αυτους.
Το γεγονός αυτό ήταν η αρχή για έναν πόλεμο ανάμεσα στους αντάρτες και τους κατοίκους της Τριάδας. Ο πόλεμος αυτός κράτησε περίπου 2 χρόνια. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών το χωριό δέχτηκε 10 φορές επίθεση , οι κάτοικοι όμως τις αντίκρουαν πάντοτε με ηρωικό τρόπο.
Στις 8 Νοεμβρίου 1944 ήρθαν οπλίτες από το Κιλκίς και ανακοίνωσαν στους άνδρες του χωριού και τους συμμάχους ότι το Κιλκίς το κατέβαλαν οι αντάρτες. Τότε οι χωριανοί και οι σύμμαχοι συνεδρίασαν και πήραν απόφαση να φύγουν από το χωριό με κατεύθυνση τη Δοϊράνη από πού θα περνούσαν μέσα από Σέρβικο έδαφος για να καταλήξουν στην Ήπειρο όπου βρισκόταν ο Ζέρβας. Στο δρόμο που πήγαιναν δέχτηκαν στης 9 Νοεμβρίου το 1944 επίθεση από αντάρτες και απεκόπη ένα τμήμα οπλιτών οι οποίοι πήραν το δρόμο προς το χωριό με σκοπό να γλιτώσουν, οι αντάρτες όμως τους ακολούθησαν. Όλα αυτά συνέβησαν κατά τη διάρκεια 2 ημερών
Στις 10 Νοεμβρίου 1944 επέστρεψε στο χωριό η μικρή δύναμη των οπλιτών που είχε αποκοπεί από τους άλλους στην επίθεση που δέχτηκαν από τους αντάρτες. Στις 11 Νοεμβρίου το χωριό δέχτηκε επίθεση από τους αντάρτες. Η μάχη συνεχίστηκε όλη μέρα και το ξημέρωμα της 12ης Νοεμβρίου 1944, η μικρή δύναμη των οπλιτών δε μπόρεσε πια να αντισταθεί στη μεγάλη δύναμη των πολυάριθμων ανταρτών με αποτέλεσμα να μπορέσουν να μπουν οι αντάρτες στο χωριό και να το πυρπολήσουν. Μερικοί από τους οπλίτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι ενώ άλλοι κατάφεραν να ξεφύγουν από το βουνό. Το πρωί οι αντάρτες έκαναν εξερεύνηση στο βουνό και όσους βρήκαν τους έπιασαν και τους έφεραν στο σχολείο του χωριού. Από το σχολείο τους έπαιρναν ομάδες ομάδες, τους έβγαζαν έξω από το χωριό, τους πήγαιναν στη χαράδρα και εκεί τους εκτελούσαν. Μερικούς τους εκτέλεσαν στο σχολείο και πέταξαν τα πτώματα τους στη φωτιά.
Θύματα των ανταρτών ήταν πάντα μόνο άνδρες. Την ημέρα όμως εκείνη σκότωσαν και μία γυναίκα, την Αναστασία Μαβίδου, η οποία έβγαινε από το σπίτι της.
Μετά την καταστροφή του χωριού, τα γυναικόπαιδα πήραν ότι μπορούσαν μαζί τους και ξεκίνησαν να πάνε στα γειτονικά χωριά.
Στην πλατεία υπήρχε κρεμασμένη μια ελληνική σημαία, οι αντάρτες όμως την κατέβασαν και έβαλαν στη θέση της τη δική τους σημαία και την ελληνική την άπλωσαν στη μέση του δρόμου με σκοπό να υποχρεώσουν τις γυναίκες και τα παιδιά που περνούσαν από κει για να πάνε στο γειτονικό χωριό ( το Ζευγολατιό), να την πατήσουν. Τα γυναικόπαιδα αρνούνταν να πατήσουν κάτι που το θεωρούσαν ιερό και οι αντάρτες τους χτυπούσαν. Στη διάρκεια των ημερών αυτών το υπόλοιπο τμήμα των οπλιτών, εφόσον δε του επιτράπει η είσοδος σε ξένο έδαφος για να μπορέσει να πάει να συμπτυχθεί με τμήμα του Ναπολέοντα Ζέρβα, αναγκάστηκε να κατευθυνθεί προς το Μπελλες με σκοπό να συναντήσει τα τμήματα της οργάνωσης ΕΣΕΑ με οπλαρχηγό τον Αντών Τσάους. Στην κατεύθυνση τους προς το Μπελες, δέχθηκαν επίθεση από τους αντάρτες και μη γνωρίζοντας την περιοχή μπήκαν χωρίς να το ξέρουν σε βουλγάρικο έδαφος, με αποτέλεσμα να τους πιάσουν οι Βούλγαροι και μετά από αρκετές μέρες να τους παραδώσουν στους αντάρτες, (ΕΑΜ). Μαζί με τους άνδρες του χωριού, υπήρχαν και παιδιά ηλικίας 15-18 χρονών. Όταν οι αντάρτες τους παρέλαβαν από τους Βούλγαρους, ο δάσκαλος του χωριού λέγεται ότι είπε στους αντάρτες ¨μην πειράξετε τα παιδιά γιατί αυτά είναι μικρά όπως και τα κλαδιά των δέντρων, τα οποία όπου φυσήξει ο άνεμος εκεί γυρίζουν¨. Οι αντάρτες δε σκότωσαν τα παιδιά και τα οδήγησαν με συνοδεία στο Πετρίτσι. Αργότερα όμως το μετάνιωσαν και έστειλαν άνδρες να τα μεταφέρουν πίσω. Όταν γύρισαν όμως δε τα βρήκαν γιατί οι κάτοικοι του Πετριτσίου τα είχαν κρύψει. Ρώτησαν τότε τον πρόεδρο αν ξέρει που είναι, αυτός όμως τους είπε ψέματα και έτσι τα παιδιά σώθηκαν και τη νύχτα έφυγαν κρυφά και γύρισαν στο χωριό. Οι αντάρτες αφού άφησαν τα παιδιά ελεύθερα πήραν τους υπόλοιπους που είχαν πιάσει και τους οδήγησαν στον Προμαχώνα όπου τους εκτέλεσαν μέσα σε ένα αχυρώνα. Μετά την εκτέλεση φώναξαν οι αντάρτες ¨όποιος είναι ζωντανός να σηκωθεί και θα τον αφήσουμε ελεύθερο ¨. Τότε κάποιος που ήταν ζωντανός σηκώθηκε και οι αντάρτες τον σκότωσαν. Όμως υπήρχαν άλλοι τρεις οι οποίοι ζούσαν και δε σηκώθηκαν γιατί φοβήθηκαν πως θα τους σκοτώσουν, έτσι σώθηκαν και ζουν μέχρι σήμερα. Τα άτομα που εκτελέστηκαν ήταν συνολικά68 από την Τριάδα και από άλλα χωριά. Το πρωί της 12ης Νοεμβρίου 1944 το χωριό ήταν τελείως κατεστραμμένο. Όλοι οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να φεύγουν σε γειτονικά χωριά και έζησαν εκεί μέχρι το 1945. στα χρόνια 1945-46 υπήρχε ηρεμία. Υπήρχαν σπίτια που δεν είχαν καταστραφεί τελείως με αποτέλεσμα να γυρίζουν ορισμένοι κάτοικοι και να μείνουν σ'αυτά. Το 1946 οι αντάρτες γύρισαν στα βουνά και κατέβαιναν καθημερινά και το λεηλατούσαν καθώς και το χωριό Χείμαρο και Ζευγολατιό, με αποτέλεσμα να αγανακτήσουν οι κάτοικοι και να φύγουν από τα χωριά τους και να πάνε στα χωριά του κάμπου. Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1948 ώσπου το ίδιο έτος οι κάτοικοι των χωριών Τριάδας, Ζευγολατιού, Χειμάρρου, αποφάσισαν να συγκεντρωθούν και να κατοικήσουν στο Χείμαρο, έτσι ώστε να μπορούν να πηγαίνουν να καλλιεργούν τα χωράφια τους και το βράδυ να φυλάνε όλοι οι άνδρες το χωριό από τυχόν επιδρομές των ανταρτών. Το 1950 όλοι οι κάτοικοι γύρισαν ο καθένας στο χωριό τους, γιατί δεν υπήρχαν πλέον αντάρτες. Αφού οι κάτοικοι της Τριάδας γύρισαν στο χωριό το κράτος φρόντισε για το χτίσιμο των σπιτιών. Όταν κάηκε το χωριό είχε καεί και ένα μέρος του σχολείου για το οποίο αργότερα το 1952-53 το κράτος φρόντισε να επιδιορθωθεί.
Κάθε χρόνο τη δεύτερη Κυριακή του Νοεμβρίου γίνεται μνημόσυνο προς τιμήν των ανδρών του χωριού και των συμμάχων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο με τους αντάρτες.
Οι κάτοικοι της Τριάδας είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό γεωργοί. Οι κύριες καλλιέργειες του χωριού είναι ο καπνός, το σιτάρι και το καλαμπόκι. Ένα μικρό ποσοστό ασχολείται με την κτηνοτροφία. Το χωριό αποτελείτε από ένα ποσοστό 85% περίπου Ποντίων και 15% Θρακιωτών