Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

121 λέξεις σε έναν αποχαιρετισμό




Όταν κλείνεις τα μάτια για  τον αιώνιο ύπνο, δεν μπορεί να δεις τα έδρανα της εκκλησιάς που έχουν κατακλυσθεί από ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που πιθανόν να μη σου έδειξαν οι άνθρωποι σαν είχες ανοικτά. Παραλύουν και νεκρώνονται οι αισθήσεις σου. Δεν μπορείς να διαβάσεις τα χείλη τους. Εκείνα τα χείλη που μπορεί και να ξεστόμισαν άλογες λέξεις, δριμύτατες αναφορές και τώρα σου λένε το ύστατο αντίο. Δεν μπορείς να ακούσεις τους συγκινητικούς επικήδειους, τα όμορφα λόγια των συγγενών σου, το γλυκό ψιθύρισμα στο νεκρικό αντίο, τους ύμνους, την θαυμάσια εξόδιο ακολουθία, το στερνό τραγούδι των χορωδών.
Δεν μπορείς να γευτείς το δάκρυ των αγαπημένων σου, που πέφτει σαν στάλα βροχής στο μάγουλό σου. Γίνεσαι μνήμη πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.

Ο αλήτης του χωριού / Δημήτριος Γκόγκας



Ήταν ατίθασο παιδί και απροσάρμοστο. Αλήτη τον φώναζαν στις γειτονιές. Το δάκτυλο τους πάντα σημάδευε στην καρδιά του. Τον ακολουθούσε η φήμη ότι μιλούσε με αγριομέλισσες. Λάτρευε τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο ξωκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου. Μάζευε κάλυκες, τους έλιωνε και έφτιαχνε καλάι.  

Τα βράδια στο χωριό, ήταν μοναχικά. Καθότανε παράμερα, πάνω στο πετρόχτιστο περίβολο του Δημοτικού Σχολείου και παρατηρούσε τους χωριανούς να πηγαινοέρχονται στη μεγάλη βόλτα της πλατείας. Πάντα του σφυρίζανε και κείνος κρυβόταν πίσω από τα πεύκα.

Ένα καλοκαιρινό μεσονύχτι, παρατεταμένο φρενάρισμα σταμάτησε τους παλμούς του χωριού. Η δημοσιά γέμισε με αίμα. Οι επί του καθήκοντος κούνησαν υποτιμητικά το κεφάλι. «Ο αλήτης είναι» είπαν. Από τις τσέπες κύλησαν κάλυκες και λιγοστό καλάι. Τα πήραν για τεκμήρια και αποδεικτικά στοιχεία.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Η μικρή ιστορία του / Δημήτριος Γκόγκας



Είχε μάθει να ζει χωρίς πατέρα από μικρός, μέχρι που τον έχασε ξαφνικά στα είκοσι δύο του χρόνια. Και τότε έκλαψε διπλά. Όχι γιατί ήταν ένας άυλος πατέρας. Πριν πατήσει τα επτά του χρόνια, τον άφησε για την ξενιτειά. Εκεί όπου η πληρωμή του βασάνου και της πίκρας θα έδινε ψωμί στο τραπέζι της οικογένειας. Τον είδε δίπλα  του γύρω στα δεκαπέντε. Χαμογελούσαν μαζί. Κόπιαζε ματώνοντας τα χέρια στη βασανισμένη γη, μπήγοντας τα δάκτυλα στο κατράμι. Πάντα ένα άσπρο μαντήλι σκούπιζε τα δάκρυ από τα μάτια του. Κι ύστερα πάλι χτύπησε την πόρτα της ξενιτιάς. Μέχρι που η επιστροφή στην πατρίδα, του δώρισε το εισιτήριο του θανάτου. Εκείνος τηρώντας την παράδοση έγινε μετανάστης στην ίδια του την πατρίδα, αποχαιρετώντας τον πατέρα.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η Λίζα του κ. Απόστολου



     H Λίζα καθότανε κουλουριασμένη στην άκρη του μπαλκονιού με ακίνητη τη μικρή της ουρά καθώς το μοιρολόι από τα χείλη των μαυροντυμένων γυναικών πίκραναν την καρδιά της. Ο κύριός της είχε πεθάνει και δεν πρόκαμε ούτε τα χέρια του να φιλήσει. Ακολούθησε με το δικό της βήμα την πομπή και σκάλισε κάποια κιτρινόχρωμα με τα ποδαράκια της. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το ελαφρύ χώμα που σκέπασε τον Απόστολο. Κατάλαβε πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
      Γύρισε στο σπίτι κουρασμένη και μόνη. Η ψυχούλα της ραγισμένη κυλίστηκε μέσα στις αναμνήσεις και αναρίγησε. Κλωθογύρισε γύρω από τον εαυτό της, πουθενά ηρεμία. Πόνος. Κάτω από το μπαλκόνι βρήκε ένα πουκάμισό του. Ξάπλωσε πάνω του κι άφησε το πνεύμα της ελεύθερο στον ουρανό.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ο Ποιητής και το κάδρο / Δημήτριος Γκόγκας






Τις μέρες περνούσε στο πρόχειρο ραφείο της μάνας, στη χωμάτινη αυλή του πατρικού του. Έραβε, ξήλωνε  τον κόσμο του στο πολύχρωμο πουλόβερ. Κόκκινοι κεραυνοί σ΄ ένα απέραντο πράσινο με κίτρινες ανταύγειες. Τα μοναχικά βράδια, πετούσε μια κλωστή, δεμένη σ΄ ένα γάντζο και σκαρφάλωνε στο παμπάλαιο κάδρο του τοίχου. Μια σχισμάδα ήταν η μυστική πόρτα για να φυγαδεύσει την καταδικασμένη ονειροπόληση του.

Κάποιες φορές σκούπιζε μ΄ ένα ιδρωμένο στίχο το αίμα που έσταζε, ως μια ακίδα, μολυσμένη βελόνα, τρύπαγε τα άκρα του. Στο κάδρο βημάτιζε στους λόφους και τα πέτρινα γιοφύρια, κολυμπούσε στους καταρράκτες, έκαμε παρέα τα πουλιά στα δένδρα κι έβλεπε την μάνα του αιώνια να μπαλώνει τα ρούχα του. Κάθε πρωί, ένα διάφανο δάκρυ τον ξέβραζε στο πάτωμα του ραφείου. 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η καρατόμηση της υπαλλήλου




Είχανε χαθεί μέσα στο βαθύτατο πόνο της απώλειας μιας δραχμής. Τα διοικητικά στελέχη, εμφανώς ανάστατα. Συνεχείς έλεγχοι επί ελέγχων κατέδειξαν ότι η δραχμή κλάπηκε και  έπρεπε να αποκατασταθεί το έλλειμμα και να βρεθεί ο ένοχος της καταδικαστέας πράξης.

Το πόρισμα δεν έδειξε κανέναν ένοχο, τουλάχιστον στο σκαλί των υψηλόβαθμων υπαλλήλων. Η απόφαση κόλαφος. Θα έπρεπε παραμονές των εορτών να πράξουν το σωστό. Να απολύσουν για παραδειγματισμό μια ταμία. Το Νούμερο  25 φάνταζε ιδανική περίπτωση. Πενήντα χρονών, προβλήματα υγείας, τρία παιδιά. Κανένα οίκτος!

Την κάλεσε στο γραφείο ο εκπαιδευόμενος νεαρός διευθυντής. Την κατηγόρησε για ολιγωρία και ανεπάρκεια. Κάτι πήγε να ψελλίσει… Της κούνησε το δάκτυλο. Από το βάθος ακούστηκαν τα χειροκροτήματα των υπολοίπων στελεχών. Αποκαταστάθηκε η τιμή της εταιρείας! Τηρήθηκε η τάξη.