H Λίζα καθότανε κουλουριασμένη στην άκρη του μπαλκονιού με
ακίνητη τη μικρή της ουρά καθώς το μοιρολόι από τα χείλη των μαυροντυμένων
γυναικών πίκραναν την καρδιά της. Ο κύριός της είχε πεθάνει και δεν πρόκαμε
ούτε τα χέρια του να φιλήσει. Ακολούθησε με το δικό της βήμα την πομπή και
σκάλισε κάποια κιτρινόχρωμα με τα ποδαράκια της. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το
ελαφρύ χώμα που σκέπασε τον Απόστολο. Κατάλαβε πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
Γύρισε στο σπίτι κουρασμένη και
μόνη. Η ψυχούλα της ραγισμένη κυλίστηκε μέσα στις αναμνήσεις και αναρίγησε. Κλωθογύρισε
γύρω από τον εαυτό της, πουθενά ηρεμία. Πόνος. Κάτω από το μπαλκόνι βρήκε ένα
πουκάμισό του. Ξάπλωσε πάνω του κι άφησε το πνεύμα της ελεύθερο στον ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου