Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Σημείο Συνάντησης : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα και της Ρούλας Τριανταφύλλου ( e-book)

 


Η Ερημιά της Αγάπης

 του Δημητρίου Γκόγκα


[1]

Της Στρατούλας

 

      Ημέρα πρώτη, με τα μάτια κλειστά κι ένα αόρατο βλέμμα αφήνω να χαθεί πάνω από τους παιδικούς λόφους γεμάτους από ανεμώνες και άσπρα κρινάκια, ακολουθώντας τα βήματά μου ανάμεσα στα πουρνάρια που πλήγωναν τα ασθενικά άκρα. Παρακολουθώ το μικρό μυρμήγκι και το πατώ για να κατανοήσω τη δύναμη μου κι αφήνω την αγάπη μου εκεί σιμά, δίπλα από το νερόλακκο. Εξάλλου οι αγάπες πρώτα μαθαίνουνε να κολυμπούν σε νερόλακκους με το φόβο της βδέλλας και την αποστράγγιση της καρδιάς κι ύστερα παρέα με τα δελφίνια και τις αχιβάδες του πελάγους.

 

     Ημέρα δεύτερη κι ένα στεναγμός βαθιά μέσα στα στήθη μου σκάει. Το πρώτο αηδόνι της μέρας γλυκά που κελαηδάει καλή μου για τον κεραυνό που καίει κατάσαρκα μέσα στον πόθο. Χειμώνας είναι, μια ώρα παγωμένης εποχής στην Άνοιξη και το δάκρυ σου λιώνει τις νιφάδες στο πρόσωπό σου. Ψάχνω το δενδρολίβανο και στην αγκαλιά σου το άρωμα της Πασχαλιάς.

 

     Ημέρα τρίτη κι ένα κρύο νερό κυλά στα καμπυλωτά χείλη σου. Διάφανο ως είναι στο ζητώ, εκλιπαρώ, να ξεδιψάσω. Κάνω να πιάσω τα σύννεφα και πέφτω κοιτώντας  τον αγέρα να γλιστρά από τις μεμβράνες ων δακτύλων. Καλή μου, σαν βρεθώ στ΄ ακρογιάλι, να είσαι σίγουρη σαν την μοίρα,  πως θα ΄ρθει η θάλασσα γλυφή κι αδέσποτη, μέσα μου να κυλήσει. Πίστεψέ με έχω το δενδρολίβανο και πλέκω στην αγκαλιά σου τα στέφανα. Μετά καμιά θνητή ώρα δεν θα μας ορίζει,  παρά εμείς.  Θα είμαστε οι ώρες, οι μέρες, οι χρόνοι.


[2]

 

Είμαι η Νήσος

 

Είμαι της λησμονιάς η κουρσεμένη νήσος.

Πορεύομαι στο πέλαγος

με τις πεθυμιές των ηλιοκαμένων κυμάτων.

Τα βράδια, ξιπασμένες σκέψεις με συντροφεύουν

στις σκιές των ναρκωμένων πετρών.

 

Πάνω μου δεν κουβαλώ δένδρα

και κρεμαστούς κήπους, δεν ζυγοσταθμίζω υάκινθους

πλην, είπαν ευτυχώς, κάτι άνυδρους λόφους

και ανεμοδαρμένα βουνά

από τον κακό Ζέφυρο και την Τραμουντάνα.

 

Και πορεύομαι Αριστερά και Δεξιά.

Αριστερά και πάλι.

 

Όταν βρέχομαι βυθίζομαι

στις λαξευμένες από το φεγγάρι, σπηλιές

που σμιλεύτηκαν ανάκατα,

και στις νοτισμένες πλαγιές των ουρανών,

των αυλακωμένων προσώπων απ΄ την γήρανση.

 

Και πορεύομαι.

 

Είμαι μια νήσος, μ΄ ακατέργαστη πέτρα, ατελείωτη γλώσσα

και αιώνιο πένθος στο δεξί μου χέρι.

Σηκώνω, κάπου- κάπου, να δω και πάλι, το δασωμένο φρύδι,

σαν πληγώνει το βλέμμα, στη γραμμή  του ορίζοντα.

Τούτη η γραμμή δεν είναι πια ίδια, δεν είναι πια ίση.

 

 Κι έτσι καθώς, καταμεσής, πορεύομαι,

ο ήλιος ποτέ δεν πηγάζει σαν χθες,

βελάζει ανάμεσα στα σύννεφα και τα βότσαλα,

ακόμα πιο λίγος σήμερα.

 

Κι είμαι μια νήσος, παντέρημη στο πέλαγος,

μ΄ αγριοκάτσικα παρέα και με φίδια

με μουχλιασμένα ριζώματα, με  αλμυρά ραδίκια

και τους μίσχους των θάμνων και των τραγουδιών έρημους

όπως και τους ανθρώπους.

Τ΄  αρμυρίκια, εργόχειρο στην πλάτη βράχων της παραλίας

και αφήνουν στο αγέρι, σημαίες τα φυλλώματα,

στην γλύκα της σήψης και της μνήμης. 

 

Και πορεύομαι στην γραμμή του ορίζοντα.

Και πορεύομαι στην γραμμή του θανάτου.

 

 


 

Θραύσματα της Ξενιτιάς

 της Ρούλας Τριανταφύλλου 


[1]

 

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

 

 Και να

ένα μικρό πουλί σε κλουβί κατάμονο.

Και να

ένα ολόγιομο φεγγάρι σε σύννεφα κρυμμένο.

Και να

μία πολιτεία σε αναγκαστική απραξία.

 

Δοκιμάζουμε τα φτερά μας.

               Μα να

Σκουριασμένα κλουβιά,

κλειδωμένα παράθυρα,

γκρεμισμένες γέφυρες,

ο σύντροφος που αγρυπνά

Να και το πέτρινο  σπίτι σιωπηλό

κάτω από τον ίσκιο τ’ ουρανού.

             Και να

τα ερείπια, μέσα μας η μοίρα μας,

ανώνυμη σε ξύλινους χρόνους

            και να

το άγνωστο κι

η τελική δοκιμασία,

            και να

το πρωινό άστρο, το εμβατήριο της θάλασσας.

            Και να

η ανυπόταχτη  έρημος.

           Και να

πάλι το πουλί δοκιμάζει τα φτερά του.

           Και να

πάλι στο έρημο κλουβί αποκοιμιέται ...

 

 [2]

 

ΨΗΓΜΑΤΑ

 

1 

Ξανά και ξανά επιστρέφουμε, 
σαν βροχή σε ξένα σώματα.


2

Ο κόσμος μας είναι η μοναξιά μας.
Στα δάκρυα μας φωλιάζει ο αναστεναγμός της θάλασσας.


3

Μέσα μας η έρημος.
Φωτιά και χαλάσματα.
Βοή ενός πολέμου.

 4

Με το βλέμμα καταγής,
βαδίζουμε σκιές του εαυτού μας.
Σαν σε εξορία.

5

Έρημος ο ουρανός.

Ταξιδεύουμε χωρίς χάρτες.

Στον δρόμο μας ούτε ένα περιστέρι,

ούτε ένα κλαδί ελιάς.

6


Πότε ζήσαμε;
Πότε πονέσαμε;
Πότε αγαπήσαμε;

Το κενό της λήθης.

7

Μάταια αναζητούμε το χαμένο πρόσωπό μας.
Πριν πέσουν αλώβητα οι μάσκες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Η ταφόπλακα του Κυπριακού Προβλήματος

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας



      Κοντεύουμε να φτάσουμε τα χρόνια του μισού αιώνα και η πολυπόθητη λύση , ένα κράτος στο νησί της Αφροδίτης, ακόμα και με διάφορες τραγικές μορφές όπως αυτή της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας ή οποιασδήποτε άλλης ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας, δεν έχει βρεθεί ακόμα. Η πεποίθηση ότι η Κύπρος ολόκληρη μπορεί να αποτελέσει ένα ολόκληρο κράτος κάτω από το πρίσμα των αρχών μιας πλήρους Δημοκρατίας, όπως τουλάχιστον αυτή εννοούν οι δυτικότερες  χώρες της Υφηλίου , αρχίζει και εκλείπει πλέον έντονα και εξασθενεί κάθε δυνατή προσπάθεια να καθίσουν στο λεγόμενο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι ενδιαφερόμενες δυνάμεις για την εύρεση κοινών συντεταγμένων.

   Ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, που κάποια στιγμή θα έπρεπε να αντιληφθούμε ότι μόνο γραμματέας είναι, ταυτίζεται υπογείως με την τελευταία θέση και τις πρόσφατες προτάσεις της Τουρκίας. Δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις ανώτερων αξιωματούχων της Κυβέρνησης ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ θα πρέπει να είναι πιο συγκεκριμένος όταν αναφέρεται στο Κυπριακό πρόβλημα Η στάση του δεν αντικατοπτρίζει παρά την κούραση της Διεθνούς Κοινότητας και την πλήρης αποδοχής της Παγκόσμιας Πραγματικότητας ότι τελικά το δίκαιο είναι του ισχυρότερου. Και στο πρόβλημά μας, παρά τα εν ζωή ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ,  η ισχυρή χώρα είναι η Τουρκία. Ο ΟΗΕ με τους απεσταλμένους της δείχνει μια απίστευτη νηφαλιότητα στις προτάσεις της Ε/Κ πλευράς και μια υποχωρητικότητα, δεκτικότητα στις απαιτήσεις της Τ/Κ, της Τουρκίας δηλαδή, που διαρκώς αυξάνονται τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα.

  Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει το υποκριτικό της έργο αξιοποιώντας το ιδιαίτερο ταλέντο της να ευλογεί τα γένια των μεγάλων δυνάμεων. Γερμανία, Ολλανδία και οι πλείστες των Σκανδιναβικό χωρών που η πολιτική τους επηρεάζεται από τα εκατομμύρια των Τούρκων ή Τουρκογενών ή Μουσουλμάνων μεταναστών, σιγοντάρουν εμμέσως πλην σαφώς στις θέσεις της γείτονα χώρας. Χρόνια τώρα λένε ότι θα επιβάλλον κυρώσεις στη Τουρκία αλλά πάντοτε τις αναβάλλουν διότι λαμβάνουν σοβαρά τις υποσχέσεις της ότι θα σταματήσει επιτέλους τις προκλήσεις. Ανιστόρητοι λαοί βουτηγμένοι στο χρήμα και το συμφέρον. Ο κάθε σκεπτόμενος πολίτης μπορεί να καταλάβει το παιχνίδι της υποκρισίας, όταν μάλιστα απροκάλυπτα η ΕΕ επιβάλλει κυρώσεις μέσα σε μία νύχτα σε χώρες όπως η Ρωσία ή η Λευκορωσία για παραβιάσεις που θέτουν σε κίνδυνο τρίτες χώρες ή τα πολιτεύματά τους. Εμείς πάλι ούτε που διανοούμαστε να χρησιμοποιήσουμε το δικαίωμα του βέτο, φοβούμενοι προφανώς μια οργισμένη αντίδραση των κεφαλών της Ευρώπης. Της Ευρώπης της αλληλεγγύης (στο σημείο αυτό το γέλιο να μην ακουστεί παρακαλώ) Ούτε φυσικά και η μάνα (αχ βρε μάνα) Ελλάδα που πλέον μετά το 2010 και με την επιβολή των μνημονίων που είναι σε διαρκή ισχύ, έχει καταντήσει υπόδουλη και βολοδέρνει μεταξύ της φθοράς και της αφθαρσίας. Υπερήφανη μεν αλλά «όλα τα έχει η Μαριορή, ο φερετζές της έλειπε»

  Ύστερα λοιπόν από συζητήσεις, συνεδριάσεις, απορρίψεις σχεδίων, χωριστά δημοψηφίσματα και δείπνα σε στρογγυλές τράπεζες, ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου να χορεύουμε στο ρυθμό των Τούρκων ηγητόρων και να αναφωνούμε «Ηττηθήκαμε» Και αναρωτιέται κανείς, δικαίως και ευλόγως, πως είναι δυνατόν μετά από τόσους διπλωματικούς ελιγμούς του αντιπάλου, τις συνεχείς οπισθοχωρήσεις, σημαντικό ποσοστό του πολιτικού μας κόσμου να πιστεύει ακόμα στην αγαστή σύμπραξη σε ένα νησί με μια διεθνή ταυτότητα,  Ιθαγένεια,  κτλ [ωραίο εκείνο το ποιηματάκι] με τους Τουρκοκυπρίους, που αλήθεια που βρίσκονται επιτέλους ή δεν υπάρχουν καθώς έχουν εξαφανιστεί κάτω από τη μπότα του Δυνάστη. Πόσοι έποικοι υπάρχουν μετά την πάροδο 3-4 γενεών από την Τουρκική Εισβολή του 1974.

   Πρέπει η κάθε εξουσία στο πολύπαθο νησί μας να έχει την δύναμη να δει κατάματα την πραγματικότητα. Στη σφαίρα της πολιτικής δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας, ας διαφυλάξουμε τα εναπομείναντα. Δεν είναι ντροπή να δέχεσαι την ήττα, ντροπή είναι να πουλάς αξίες και ιδεώδη κυνηγώντας μια ουτοπία.  Ενδεχομένως να υπάρχει ένας ανάμεσα σε τόσους άριστους (βεβαίως- βεβαίως)  που θα ξεστομίσει κάποια χρονική στιγμή πως είμαστε στο τέλος της κηδείας, όπου το μάρμαρο θα τεθεί επί του μνήματος και πως το σκήνωμα ήδη σαπίζει.

  Ψηλά το κεφάλι λοιπόν, ψηλά να χαιρετούμε τη σημαία μας και αν πρέπει να κλάψουμε διότι στο τραπέζι του ακολουθεί και μοιράζουν καφέ και κουλουράκι εμείς παρευρισκόμαστε, ας το κάνουμε με όλη τη δυνατή αξιοπρέπεια που μας έχει απομείνει. Και θα δείτε πως εκείνη τη στιγμή ακόμα και από τους διεθνείς υποκριτές θα λάβουμε το χειροκρότημα, διότι «είμαστε ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή»

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Στη Μάνα του Θανάση

 



 
 
Παρακολουθώντας αυτές τις μέρες την υπόθεση της χαροκαμένης μάνας που 16 χρόνια μετά δικαιώθηκε όσο αφορά στο θάνατο του παιδιού της που δεν ήταν αυτοκτονία αλλά δολοφονία, ήρθαν στο νου μου κάποιοι αυθόρμητοι απλοϊκοί στίχοι ως ένδειξη συμπαράστασης στον αγώνα της για πλήρη δικαίωση και ανάπαυση της ψυχής του παιδιού της.
Δημήτριος Γκόγκας
 
Χρόνια με μια θηλιά γύρω απ΄ το λαιμό της
που ανθοστόλισε σεπτά την χωματένια μέρα.
Εκείνη ανέλπιδη κραυγή για τ΄ αρχοντόπουλό της
που χάθηκε στο σκιερό σαν έγειρε η εσπέρα.
 
Κόχλαζε και η βουή χανότανε μαζί της,
σαν το ξερόφυλλο πλανιόταν στον αγέρα.
Αγέλαστη ξεφούσκωνε στην έρημη πνοή της
κι ο κόσμος ήταν διαρκώς βόλι από φοβέρα.
 
Πέρασαν λυγερόκορμες οι Άνοιξες. Τα χιόνια
λιώσανε και γίνανε ποτάμια στις πεδιάδες.
Θα γλυκο-νανούριζε στα χέρια της αηδόνια.
Τον Μάη, τον Ιούλιο του χρόνου τις λιακάδες.
 
Πουρνό. Πικρο-κυλούν τα δάκρυα, χείμαρροι καταράκτες,
σπάνε τις πέτρες μα η καρδιά τ΄ ανθρώπου παγωμένη.
Τα αμπελοπούλια σιωπηλά ανάμεσα στους φράκτες
 κι η πολιτεία πιο βουβή λιώνει. Σαν πληγωμένη
 
η φάρα της ψάχνει να βρει μια λέξη
παρηγοριάς. Μα τι να πει. Ποιος φόρο θα πληρώσει.
 Αφού προδόθηκε αυτός και τώρα πριν να φέξει,
ο υποκριτής στο Δικαστή τ΄ αργύρια θα δώσει.
 
Κι η μάνα ματαίως καρτερά κρατώντας την εικόνα
του γιόκα της .Μονάκριβος. Πως χάθηκε απ΄ την κρίση
αλόγων, άνοων μικρών και ασήμαντων 
που όλο προσμένουν γελαστοί τη μέρα τους να δύσει.

Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

Δεν έχει υπομονή μερικές φορές ο θεός ...

 


Είναι πολλές φορές που έχω εκνευριστεί με τον θεό. Τον έναν και μοναδικό. Και υπήρχαν πολλοί λόγοι που δικαιολογούσαν ή έλεγα εγω ως δικαιολογίες  από την καθημερινότητά μου και υποστήριζα: να έχω δίκαιο.  Ο μεγαλύτερος όμως λόγος είναι, που επιτρέπει -παρά το γεγονός ότι στις προσευχές μου του το έχω επισημάνει- να επιτρέπει να σκοτώνονται άδικα άνθρωποι και ειδικότερα μικρά παιδιά, αθώες ψυχές. Δεν μου αρκεί η πολύ εύκολη και βολική απάντηση ότι τους αγάπησε ο κύριος και τους ήθελε κοντά του. Θα μπορούσε να περιμένει να ολοκληρώσουν το έργο τους στη γη - διότι ένα μικρό παιδί είναι αστείο να υποστηρίζουμε ότι ολοκλήρωσε αυτά που έπρεπε να κάνει- και ύστερα όταν θα φτάσει το λεγόμενο πλήρωμα του χρόνου, να ανέβουν στην βάρκα με βαρκάρη εκείνον τον χάροντα που δεν ξέρω εάν κρατά κουπί η δρεπάνι και να πηγαίνουν κοντά του, όχι στον κάτω κόσμο αλλά στους ουρανούς. Και εκεί ας τους κάνει ότι θέλει! Αγγέλους, διαόλους! Αλλά άφησε τους να ζήσουν. Δεν έχει υπομονή μερικές φορές ο θεός και αναρωτιέμαι εάν αυτός δεν έχει, πως μπορώ να έχω εγώ; 

   Το βιβλίο του, την Αγία Γραφή την διαβάζω τακτικά. Εντάξει μου, έχω απορίες που δεν λύνονται, όπως αυτή των θαυμάτων. Δεν ξέρω γιατί θα έπρεπε να κάνει θαύματα ο μονάκριβος γυιός του για να πεισθούν οι άνθρωποι ότι είναι ο απόγονός του επί της γης. Εμένα μου αρκούσε ο λόγος του, που όπως λέχτηκε όπως διδάχτηκε με εξέπληξε και με εκπλήττει συνεχώς. Πως να μην σταθώ στο "Αγαπάτε αλλήλους" διότι ακόμα και τώρα δεν μπορώ να το τηρήσω ή στο " Γύρνα και το άλλο μάγουλό σου σε αυτό που σε χτύπησε" Δηλαδή και να τις φάω και να τον αγαπήσω. Δεν γίνονται θεέ αυτά. Συγνώμη που το λέω και σου το γράφω αλλά πολλές φορές ζητάς δύσκολα. Θα μου πεις για να έρθει κάποιος κοντά σου πρέπει να περάσει από τα δύσκολα. Θα επανέλθω γιατί έχω και άλλα να σου πω.


Δημήτριος Γκόγκας

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Α. Γκόγκα εκδοθείσα το έτος 2020 (απόσπασμα)

ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Θάνατος είναι, ότι

δεν έδωσες ενώ μπορούσες

ΠΟΙΗΣΗ

Λάρνακα 2020




**
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΓΚΟΓΚΑ
Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες
ISBN 978-9925-7392-0-2
© Δημήτριος Γκόγκας

Τίτλος Συλλογής: Θάνατος είναι, ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες
Επιμέλεια: Στρατούλα Τραμουντάνη, Δημοσιογράφος
Εικαστική δημιουργία- Πίνακας: Ιωάννα Φιλίππου, Ζωγράφος

Σελιδοποίηση: Δημήτριος Γκόγκας

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις της Κυπριακής Νομοθεσίας (Ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976 (Ν. 59/1976, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι και σήμερα)και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του βιβλίου χωρίς την έγγραφη συναίνεση από τον συγγραφέα και τον εκδότη.

**


Αφιερώνεται
στην σύζυγό μου Στρατούλα
και στο γιο μου Αντώνη

**


Πρόλογος

 του Στέφανου Ζυμπουλάκη
Ποιητή και Μουσικού

Ο ορισμός των λέξεων μαζί με τον ΚΥΚΝΟ του ΔΗΜΗΤΡΗ

    Ο Δημιουργός ποιητής Δημήτριος Γκόγκας φωτίζει με τις ΛΕΞΕΙΣ της ποίησης του την Άνοιξη της αγάπης και της περηφάνιας. Δυνατός και αυτοδύναμος χρωματίζει την ανθρωπιά με ομορφιά και αγάπη και στέλνει με αρμονική αλυσίδα το μήνυμα της Ειρήνης και της πολύμορφης ομορφιάς. Ο άνθρωπος γι αυτόν είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ, στα δεδομένα της Χριστιανικής πίστης και του Θεού. Η πατρίδα γι αυτόν είναι θυσία και αγώνας και ένας καθρέφτης που δοξάζεται με τη δίδυμη προσευχή στο κερί του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ για να υπάρχει πάντοτε με τη δύναμη στην ανθρώπινη υπόσταση για επιβίωση και λευτεριά του Ελληνικού Ορίζοντα.
Με την ακολουθία του Δημήτρη με το γνήσιο γάλα των εκ γενετής των Λέξεων και του ρυθμού εκφράζουν ανελέητα το πριν, το τώρα και το μέλλον της ανθρώπινης φωνής και του Ελληνικού Γαλάζιου Πνεύματος.

**


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ

Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.

Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;

Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.

Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.

Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.

Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.

Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

**


ΦΟΒΟΣ


Λέω πως ζω                                                                                                              
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά - σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;

Ζω σπίτι; 


**
ΟΡΑΣΗ

Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.


 **


…ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ ΑΝΕΧΕΙΑΣ

Ο κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι.
Ποτέ άλλοτε.
Οι  γέρικες πόρτες ακόμα πιο σφαλιστές.
Εξέλειπε το φως των κεριών.

Η μυρωδιά της πείνας,
το απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
και κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.

Άνοιγε το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε τις χούφτες με δύναμη,
ίσα να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι ύστερα,  βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των δακρύων.

Πήρε ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα έγκατα τους, χάνονταν
άνυδρες οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς να τις μιλήσει!
Τις αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.

Φόβος.
Αόρατη λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.

Θεέ μου.
Βρέξε αντάμα με τη στείρα μου ποίηση.
Βρέξε ελπίδα.
Κάμε το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του, 
βασιλικό και μέντα.




ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ

Με τον απρόσμενο θάνατό του
Άλλαξε με μιας και τις καθημερινές συνήθειες του.
Δεν λαχταρά το φαγητό που του έδινες
Δεν ξεδιψά στο νερό που έχυνες στο πήλινο
Δεν κλωθογυρίζει από χαρά σαν έφτανες στη ξώπορτα
Δεν μυρίζει τις οσμές του κόσμου από την αγκαλιά σου
Δεν ψάχνει άλλο σκαμμένο πρόσωπο να δίνει το φίλημά του

Μέρα και νύχτα κάθεται πάνω από το μνήμα σου
Σέρνεται στο χώμα να σε γευτεί
Μ΄ ακούσει τη φωνή σου
Ψάχνει τα δάκτυλά σου
Χώνεται κάτω από τα λουλούδια και τα στεφάνια
Και σιωπά.
Η σιωπή τώρα
Είναι ο πιστότερος φίλος του.

Μόνο κάπου – κάπου βαθιά μέσα στην άμπωτη της λύπης
Ξεφεύγει ένα αλύχτισμα σαν στεναγμός θανάτου.


**


ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Λυπάμαι τα ποιήματα,
που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,
ένα κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο.

Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα
που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες
στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,
κάμουν τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
γεμίζουν με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους
σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.

Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;
Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,
διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών
σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη, 
των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων.

Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί,
να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
ένα μαύρο χελιδόνι,
ένα μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω από την φωλιά των ποιημάτων, 
παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές. 
Παίζει με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.
Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.

Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα.

Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.

Τέλος,
ύστερα από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος
η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.




**

ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ

Α

Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων. 
Αλήθεια!
Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους, 
κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες, 
τους Κύκλωπες στους δρόμους. 

Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί, 
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού!

B

Ο κύριος μου μόνος πια, 
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.  
Έξυνε το αριστερό πόδι,  τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες, 
ένα θραύσμα πολέμου. 
Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες! 
Αγαπούσε την ειρήνη, 
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.

Μια μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του. 
Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο 
Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες.
Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.

Γ.

Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο
Του κυρίου μου αρνούμαι  το πένθος!






 **

ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ

Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι
Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη
 Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας

 Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
 Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους
 Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
 Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος
 Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
 Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας

Είναι μια απέραντη σιωπή
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες
το κλαδί που έσπασες
το πρώτο πουλί που σκότωσες
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους

πάνω στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα λες και δεν μοιράζονται

Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα
ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της.




**

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές

και τις τσακισμένες γλώσσες.

**


Η ΡΟΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΘΙΣΕ

Η μικρή Ροδιά πέρασαν τα χρόνια και γέρασε
Μεγάλωσε μαζί μας εμείς μέσα στο σπίτι στη ζεστασιά της σόμπας
Και κείνη στο περιβόλι
Μεγάλο το περιβόλι
Μεγαλύτερο από το σπίτι μας
Εμείς από τη στιγμή που περπατήσαμε σκεφτόμασταν να φύγουμε από τη λάσπη της αυλής
Αυτή έβγαλε ρίζες και έμπηγε τα πόδια της πιο πολύ στο κοκκινόχωμα, πιο βαθιά και στη καρδιά μας
Ποτέ της δεν άνθισε
Σαν τις ανύπαντρες γυναίκες που σβήνουν την ομορφιά τους μέσα σ΄ ένα καθρέφτη
Σαν φυσούσε
Εμείς κλινόμασταν στο δωμάτιο
Σαν έβρεχε το ίδιο
Σκεπαζόμασταν κι ακούγαμε τη βροχή στο τσίγκο
Η Ροδιά
Η δική μας ροδιά
Κρύωνε;
Έβηχε;
Πρέπει να κρύωνε
Τα φύλλα της έβγαζαν παράξενους ήχους;
Σαν του ανθρώπους που έχασαν δικούς τους
Και τώρα κυπαρίσσια στου  Αι Αντώνη τους λόφους
Στερνοί λόφοι που γυμνώσατε τη ψυχή μου
Ας γεμίζατε ροδιές κι όχι καιόμενους βάτους








Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Βασιλεία των Ουρανών / Δημήτριος Γκόγκας





Διαβάζω στην Αγία Γραφή πως για να μπει ο άνθρωπος στη Βασιλεία των ουρανών πρέπει να χαρίσει όλα τα υπάρχοντά του στους φτωχούς ως μία σοβαρή προυπόθεση. Πως να γίνει αυτό, πως να το χωρέσει ο στενός νους του ανθρώπου. Θ αργήσει πολύ μα πάρα πολύ η σωτηρία του.

Μεγαλώνεις με μια σπουδή. Να γίνεις καλύτερος από τους ανθρώπους που σε έφεραν στη ζωή, να κερδίσεις χρήματα να έχεις μια ζωή άνετη, εσύ και τα παιδιά σου, κι έρχεται αυτό ο κανόνας να σου ανατρέψει τα πάντα. Δικαιολογημένα εξοργίζεσαι που σε βάπτισαν Χρστιανό Ορθόδοξο, δηλαδή σωστό ακόλουθο του Ιησού, του Χριστού. Εξοργίζεσαι όχι τόσο με την τυπολατρεία αλλά γιατί είσαι τόσο μικρός και ανύμπορος να ακολουθήσεις βασικές αρχές του λόγου Του.

Παρ΄ όλες τις σκέψεις που δεν οδηγούν πουθενά, ως άνθρωπος παίρνει το σκυλάκι του που το έσωσε από την ευθανασία περίπατο, χαιρετά τον γείτονα, δίνει ελεημοσύνη όπου μπορεί, ταίζει τα αδέσποτα, κάνει και τον κρυφό σταυρό, μια προσευχή όποτε μπορεί, πίσω από τα δένδρα της δημοσιάς, στο σκοτεινό δρομάκο, ανάμεσα σε ότι τον βασανίζει και θωρεί τον ζεστό ήλιο στη χούφτα του. Αισθάνεται τότε πως πλησιάζει τον σκοπό του. Τη βασιλεία των Ουρανών, μα είναι άγνωστε οι βουλές του.