ΓΚΟΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Θάνατος είναι, ότι
δεν έδωσες ενώ μπορούσες
ΠΟΙΗΣΗ
Λάρνακα 2020
**
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Α. ΓΚΟΓΚΑ
Θάνατος είναι ότι δεν
έδωσες ενώ μπορούσες
ISBN 978-9925-7392-0-2
©
Δημήτριος Γκόγκας
Τίτλος Συλλογής:
Θάνατος είναι, ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες
Επιμέλεια:
Στρατούλα Τραμουντάνη, Δημοσιογράφος
Εικαστική
δημιουργία- Πίνακας: Ιωάννα Φιλίππου, Ζωγράφος
Σελιδοποίηση:
Δημήτριος Γκόγκας
Το παρόν έργο
πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις της Κυπριακής Νομοθεσίας (Ο περί του
Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976
(Ν. 59/1976, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι και σήμερα)και τις
διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση
μέρους ή ολόκληρου του βιβλίου χωρίς την έγγραφη συναίνεση από τον συγγραφέα
και τον εκδότη.
**
Αφιερώνεται
στην σύζυγό μου
Στρατούλα
και στο γιο μου
Αντώνη
Πρόλογος
του Στέφανου Ζυμπουλάκη
Ποιητή και
Μουσικού
Ο
ορισμός των λέξεων μαζί με τον ΚΥΚΝΟ του ΔΗΜΗΤΡΗ
Ο Δημιουργός ποιητής Δημήτριος Γκόγκας
φωτίζει με τις ΛΕΞΕΙΣ της ποίησης του την Άνοιξη της αγάπης και της περηφάνιας.
Δυνατός και αυτοδύναμος χρωματίζει την ανθρωπιά με ομορφιά και αγάπη και
στέλνει με αρμονική αλυσίδα το μήνυμα της Ειρήνης και της πολύμορφης ομορφιάς.
Ο άνθρωπος γι αυτόν είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ, στα δεδομένα της Χριστιανικής πίστης και
του Θεού. Η πατρίδα γι αυτόν είναι θυσία και αγώνας και ένας καθρέφτης που
δοξάζεται με τη δίδυμη προσευχή στο κερί του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ για να υπάρχει πάντοτε
με τη δύναμη στην ανθρώπινη υπόσταση για επιβίωση και λευτεριά του Ελληνικού
Ορίζοντα.
Με την ακολουθία του
Δημήτρη με το γνήσιο γάλα των εκ γενετής των Λέξεων και του ρυθμού εκφράζουν
ανελέητα το πριν, το τώρα και το μέλλον της ανθρώπινης φωνής και του Ελληνικού
Γαλάζιου Πνεύματος.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
Με
το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται
θάνατος
και
σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν
στοχάζεται πλην των άλλων
που
θα φωνάξουν με δύναμη
και
θα πούνε: Αθάνατος
καθώς
ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
Είναι
ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι
ανθίζει η Άνοιξη.
Η
προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα
στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι
το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και
εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
Κι
εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και
μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο
να στάζει.
Η
κραυγή σου πορεύεται
καθώς
το ατσάλι σπάει την σιωπή
και
το μαύρο την γεύεται.
Το
μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν
παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι
απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
Μέσα
στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε
διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην
κεφαλή.
Τότε
δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός
στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄
ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;
**
ΦΟΒΟΣ
Λέω
πως ζω
κι
όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι
- δουλειά
δουλειά
- σπίτι"
Κάθε
πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με
προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω
μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω
τον σκύλο που μισώ
δεν
ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν
μέσα του Κέρβεροι
κι
ένας Προκρούστης
που
θέλει δουλειά.
Αν
του την δώσω τι θα λέω
όταν
με ρωτούν αν ζω;
Ζω
σπίτι;
ΟΡΑΣΗ
Μέσα στην
ερημική πόλη που ζούσε
στο
καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα
έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα
φύλλα τους,
ένιωθε
την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε
τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα
πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να
μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι
το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι
στην άλλη φάση της πανσελήνου
με
τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ
χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε
βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα
φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του
άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του
άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα
στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και
κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς
η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η
μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε
στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια
αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η
όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε
τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
**
…ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΤΗΣ
ΑΝΕΧΕΙΑΣ
Ο
κόσμος του παντέρημος.
Βαθύ
μαύρο η νύχτα, πλημμυρισμένη από θλίψη.
Οι
αγκάλες σφιχτές, οι πέτρινοι τοίχοι αμίλητοι.
Ποτέ
άλλοτε.
Οι γέρικες πόρτες ακόμα πιο σφαλιστές.
Εξέλειπε
το φως των κεριών.
Η
μυρωδιά της πείνας,
το
απάνεμα της λύπης, μια στεναχώρια.
Το
χρώμα ενός ξεχασμένου ψίχουλου στην άκρη του δωματίου
και
κείνος σβολιασμένος μέσα στις συλλαβές της ανέχειας.
Άνοιγε
το ντουλάπι της ψυχής, δεν έβρισκε τίποτα.
Έκλεινε
τις χούφτες με δύναμη,
ίσα
να ματώσει των δακτύλων του το σύνορο
κι
ύστερα, βυθιζόταν άπλυτος στο βούρκο των
δακρύων.
Πήρε
ο καθρέφτης το πρόσωπο, άνεργο το μαράζωσε.
Γιόμισαν
οι βαθιές αυλακιές ερωτήματα.
Στα
έγκατα τους, χάνονταν
άνυδρες
οι λέξεις κι οι εναπομείναντες ελπίδες.
Πώς
να τις μιλήσει!
Τις
αποχαιρετά εραστής του ελάχιστου.
Φόβος.
Αόρατη
λύτρωση και σκόνη στο γύρω του.
Φόβος
και βρεγμένη σκόνη λύτρωναν τη πείνα.
Ρούχο
η ανέχεια, ουράνιος αδιέξοδος δρόμος.
Αστραπή
τ΄ ουρανού, σκότος, λειψυδρία της ζήσης.
Θεέ
μου.
Βρέξε
αντάμα με τη στείρα μου ποίηση.
Βρέξε
ελπίδα.
Κάμε
το τέλος κλωνάρι να μυρίσουν οι χρόνοι του,
βασιλικό
και μέντα.
ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Με
τον απρόσμενο θάνατό του
Άλλαξε
με μιας και τις καθημερινές συνήθειες του.
Δεν
λαχταρά το φαγητό που του έδινες
Δεν
ξεδιψά στο νερό που έχυνες στο πήλινο
Δεν
κλωθογυρίζει από χαρά σαν έφτανες στη ξώπορτα
Δεν
μυρίζει τις οσμές του κόσμου από την αγκαλιά σου
Δεν
ψάχνει άλλο σκαμμένο πρόσωπο να δίνει το φίλημά του
Μέρα
και νύχτα κάθεται πάνω από το μνήμα σου
Σέρνεται
στο χώμα να σε γευτεί
Μ΄
ακούσει τη φωνή σου
Ψάχνει
τα δάκτυλά σου
Χώνεται
κάτω από τα λουλούδια και τα στεφάνια
Και
σιωπά.
Η
σιωπή τώρα
Είναι
ο πιστότερος φίλος του.
Μόνο
κάπου – κάπου βαθιά μέσα στην άμπωτη της λύπης
Ξεφεύγει
ένα αλύχτισμα σαν στεναγμός θανάτου.
ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Λυπάμαι
τα ποιήματα,
που
κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
στα
βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
έξω
από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
γυρολόγοι
στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
με
τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
έναν
επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,
ένα
κόμμα, μία τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια
λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι ένα θάνατο.
Λυπάμαι
εκείνα τα ποιήματα
που
δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
δεν
ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες
στηρίζονται
σε ξύλινες πατερίτσες,
κάμουν
τους ανάπηρους, ακρωτηριασμένοι στην ψυχή
γεμίζουν
με συγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους
σαλιαρίζοντας
πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
Κέρβεροι
που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Τι
να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;
Ελεεινά
και τρισάθλια κουρέλια,
διπλά
πλυμένα, απλωμένα ρετάλια, στους ιστούς αραχνών
σκεβρωμένα
οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη,
των
ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων, των απροσάρμοστων ήχων.
Να
λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί,
να
μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
ένα
μαύρο χελιδόνι,
ένα
μαύρο χελιδόνι, είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω
από την φωλιά των ποιημάτων,
παίζει
με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
Παίζει
με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
Παίζει
με την θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
Παίζει
με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει
τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.
Ανοίγει
μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
Κι
ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα.
Λίγα
ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
ύστερα
από τη σταύρωση δεν ξέρω αν είναι λάθος
η
ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.
**
ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
Α
Προσπάθησα,
να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αλήθεια!
Κάθε
που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους,
κολλούσα
τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον
ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες,
τους
Κύκλωπες στους δρόμους.
Δεν
κατανοούσα,
πάλευαν
να γίνουν καλύτεροι, πιστοί,
μα
όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι
έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε
η αντωνυμία του εγώ
και
το ουσιαστικό του εγωισμού!
B
Ο
κύριος μου μόνος πια,
με
αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε
φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.
Έξυνε
το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με
τις υγρασίες,
ένα
θραύσμα πολέμου.
Έξυνε
και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ
του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες!
Αγαπούσε
την ειρήνη,
την
ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να
είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.
Μια
μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν
οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε
τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το
γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του.
Είχα
ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν
αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο
Κουλουριάστηκα
κάτω από τις σκάλες.
Δεν
γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.
Γ.
Μυρίζω
τη ζωή και το θάνατο
Του
κυρίου μου αρνούμαι το πένθος!
**
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ
Είναι
μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι
Τεράστιες
χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το
θρόισμά τους
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος
Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες
ομίχλες
Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε
τα πατρικά μας
Είναι
μια απέραντη σιωπή
το
σοκάκι που πρώτο περπάτησες
το
κλαδί που έσπασες
το
πρώτο πουλί που σκότωσες
κι
ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους
πάνω
στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα
σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση
Θες,
μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να
τους τα επιστρέψεις
μα
δώρα λες και δεν μοιράζονται
Κι
είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι
ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως
θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την
ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα
ολότελα,
αφέθηκες στην κατάρα της.
**
ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ
Προσπαθώ
να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία
αργά, ύστερα άλλη.
Μην
τις λαθέψω
και
μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις
λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το
τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το
σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το
παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το
ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν
θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην
αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος
θα τα ζυγιάσει
κι
ύστερα τα στοιβάξει
κάτω
από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα
τα χρώματα,
οι
μυρωδιές προσανάμματα,
οι
λέξεις σπίθες.
Κι
ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα
στα πευκόξυλα,
τις
κομμένες οξιές
και
τις τσακισμένες γλώσσες.
**
Η ΡΟΔΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΘΙΣΕ
Η
μικρή Ροδιά πέρασαν τα χρόνια και γέρασε
Μεγάλωσε
μαζί μας εμείς μέσα στο σπίτι στη ζεστασιά της σόμπας
Και
κείνη στο περιβόλι
Μεγάλο
το περιβόλι
Μεγαλύτερο
από το σπίτι μας
Εμείς
από τη στιγμή που περπατήσαμε σκεφτόμασταν να φύγουμε από τη λάσπη της αυλής
Αυτή
έβγαλε ρίζες και έμπηγε τα πόδια της πιο πολύ στο κοκκινόχωμα, πιο βαθιά και
στη καρδιά μας
Ποτέ
της δεν άνθισε
Σαν
τις ανύπαντρες γυναίκες που σβήνουν την ομορφιά τους μέσα σ΄ ένα καθρέφτη
Σαν
φυσούσε
Εμείς
κλινόμασταν στο δωμάτιο
Σαν
έβρεχε το ίδιο
Σκεπαζόμασταν
κι ακούγαμε τη βροχή στο τσίγκο
Η
Ροδιά
Η
δική μας ροδιά
Κρύωνε;
Έβηχε;
Πρέπει
να κρύωνε
Τα
φύλλα της έβγαζαν παράξενους ήχους;
Σαν
του ανθρώπους που έχασαν δικούς τους
Και
τώρα κυπαρίσσια στου Αι Αντώνη τους
λόφους
Στερνοί
λόφοι που γυμνώσατε τη ψυχή μου
Ας
γεμίζατε ροδιές κι όχι καιόμενους βάτους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου