Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

[… λάβα βασίλευσε στον Κάμπο] * του Δημητρίου Γκόγκα



 
 
Πριν έρθουν οι Τσέτες, διάβαζα για την έξοδο του Μεσολογγίου.
Ο Διονύσιος μιλούσε και μου έλεγε πως:
«Άκρα του τάφου σιωπή, στον κάμπο βασιλεύει…»
Πώς να τον πιστέψω με τόση χαρά Ελλάδας στα χώματα μας;
 
Ήθελα ν΄ ανοίξω ολοζώντανους δρόμους στη θάλασσα,
να τους στρώσω χαλίκια, κοχύλια και φύκια.
Με φτυάρι και αξίνα.
Να έσκαβα το νερό του Αιγαίου.
 
Μέρα παρά μέρα βρισκόμασταν,
όμορφες μέρες και κείνη η Τρίτη πιο όμορφη από ποτέ,
φώναξα τη γειτόνισσα: «Κυρά Σμυρνιά, κόπιασε να πιούμε το σέρτικο»
Με μια φθαρμένη βαλίτσα κι αρχοντιά,  μ΄ απάντησε στάζοντας σάλιο
και βαριά ανάσα : «Όρεξη την έχεις, πλησιάζουν κι ούτε που σκιάζεσαι.
 Βάζουν φωτιές… πάμε καημένε»
 
Μα που να πάω.
Πώς να αφήσω αυτά τα σύννεφα που όριζαν τον ουρανό μου.
Πως ν΄ αφήσω τις μυρωδιές της αυλής μου.
Όλο ψέματα έλεγα.
Έβαζα κέρινα φτερά κι όποτε σηκωνόμουν ένα Δαιδάλειος ήλιος μου τα έκαιγε.
 Κι ας μύριζαν Πασχαλιές στο πέλαγος, ας μύριζε Πατρίδα.
Πατρίδα μου ήταν η Σμύρνη, φωλιά μου.
 
Πήρα ακόμα ένα κλαράκι να την αρματώσω.
Κι ούτε που κατάλαβα πως ένα κύμα δροσιάς έφυγε
και μια λάβα βασίλευσε στον Κάμπο.





* Α΄βραβείο στον 22ο Ετήσιος Διεθνή Διαγωνισμός Ποίησης, του Λογοτεχνικού περιοδικού «Κελαινώ»  με Θέμα: Την Πατρίδα μ’ έχασα… [2022]

Χαικού / του Δημητρίου Γκόγκα (Έπαινος στην κατηγορία : Ποίηση Χαικού/ Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 





Απολογούμαι.
Εκλιπαρώ λύτρωση
στο σπαθί της γης.
 
Στην άβυσσό μου,
θα βρεις σταγόνες μελιού
και αίμα πικρό.
 
Στη λίμνη βουτά
το φεγγάρι. Η νύχτα
εξορίζεται.

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας

 


Συνήθιζα να της φέρνω λουλούδια.
Χρόνια τώρα το πουλί του παραδείσου.
Κι αν, εξέλειψε αυτή η τραγική συνήθεια,
κι αν μερικώς αποσιωπήθηκε από τη βαθύτατη εκτίμηση,
είναι γιατί πλην των θεατρικού τίτλου: 
«Ο έρωτας που έγινε αγάπη»
ο χρόνος γέμισε και υποχρεώσεις, αποχρώσεις δύσμορφες και αναιμικές.
Κάθε υποχρέωση και ένα λουλούδι, 
πιθανόν του πουλιού του παραδείσου.




έπαινος στον Ποιητικό Διαγωνισμό "«Νίκος Καζαντζάκης» των εκδόσεων Ραδάμανθυς  κατά το έτος 2020

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

ΠΟΡΕΙΑ του Δημητρίου Γκόγκα

 


Έτρεχε να προλάβει την ύστερη σφαίρα μην φτάσει στο στήθος.
«Θέλω να τη κρατήσω στη χούφτα μου» έλεγε «να αισθανθώ τη κάψα της,
την ορμή του θανάτου καθώς διαπερνά την ανάσα»
Έτρεχε να προλάβει ένα μπουκέτο λουλούδια στη ξώπορτα
κι ένα τελευταίο μαύρο χελιδόνι που έφευγε στα ξένα.
«Θέλω να γευτώ το αγνό αίμα της θυσίας» έλεγε
και μοίραζε τους καμένους ήλιους που κούρνιαζαν στα φυλλοκάρδια του.
 
Έφτασε, με τον άνεμο απρόσκλητος έξω από την μαρμαρωμένη μαρτυρία.
«Ποιος σκελετός» αναρωτήθηκε «κρατά το μυστικό στα δίχτυα του
και τούτο το αστέρι γιατί λαγοκοιμάται στην αυλή του σπιτιού μου;»
Δεν υπάρχει μαχαίρι που να σκορπά γλυκά τον θάνατο!
Έφτασε γυμνός και τα χέρια του τρέμουν καθώς σφουγγίζει την Άνοιξη
κι ένα γαρούφαλλο στολίζει στεφάνη τη μνήμη.
 
Έφυγε, μα η θύελλα που έσπειρε δεν φάνηκε στον κάμπο.
Πλάγιασε στις δασιές πλαγιές του Καραβά, ψηλά στον Πενταδάκτυλο.
Χαιρέτησε την αιώνιο θλίψη, τη σκιά της πολέμου που φοβότανε,
κι είπε: «έτρεξα, σώθηκα, έφτασα και τώρα φεύγω να ζήσω ακόμα πιο πέρα»

Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄ βραβείο στον 14ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του ΕΠΟΚ (2024)

Στερνός αποχαιρετισμός του Δημητρίου Γκόγκα

 
 Μάνα μην κλαις, δεν θ΄ αργήσω.
Έχω χρόνια μπροστά, να τρυγήσω.
 
Κι έχω πάρει μαζί,
τη ζακέτα τη γκρι,
μη κρυώσω.
Έρχομαι στις οκτώ,
ετοιμάσου κι εγώ,
φιλί θα σου δώσω.



 


Μάνα μην κλαις, δεν σ΄ αφήνω.
Είμαι μες στη φωτιά και νιώθω πως σβήνω.
 
Έχω πάρει μαζί,
τη δική σου ψυχή
και το χάδι.
Φίλησε ότι αγαπώ.
Σπείρε βασιλικό,
να μυρίζω στον Άδη.
 
Μάνα μην κλαις,
οι δικές μου εποχές
ποτέ δεν ανθήσαν.
Στο κουρνιαχτό,
λάβα και ουρλιαχτό,
μόνο αφήσαν.

Σημείωση: Το παραπάνω ποίημα (Κατηγορία Μουσικού Στίχου)  έλαβε ΑΡΙΣΤΕΙΟ στον 14ο παγκόσμιο λογοτεχνικό διαγωνισμό ποίησης του ΕΠΟΚ (2024)

Πολιτεία * του Δημητρίου Γκόγκα

 *Έλαβε Εύφημο Μνεία στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2024) και στην ενότητα : Ποίηση Ενηλίκων από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

* Το ποίημα γράφτηκε το έτος 1992, στη νήσο ΚΩ, κατά την υπηρέτησή μου εκεί ως στρατιωτικός, και είδε το φως της "δημοσιότητας" το έτος 2024!



 
Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία,
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο, κάτω στα αλώνια και πέρα,
που κλείνει την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες ορέξεις μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες,
στα καλλίγραμμα αυτιά της – ακόμα - κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας. 
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα
τους περαστικούς σκουρόχρωμους επισκέπτες,
της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα από ράβδους και πίνακες. 
Μα να, η νομιμόφρονα παράνοια
και εκείνων που έρχονται γονυπετείς με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και των υποταγμένων στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί στο κιτάπι, με το στερητικό πρώτο γράμμα.
 
Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ερωτικές ανάσες,
προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος,
γλυκόπικρους καρπούς αφήνει,
συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
«Να οι βηματισμοί των ανθρώπων,
να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας»
 
Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη,
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία, πιο πάνω,
ίσα με τον ουρανό.
 
Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται,
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.