Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Εξαφανίστε τις γριούλες …



Γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Εξαφανίστε τις άκακες γριούλες που κάθονται δίπλα από σκουπιδοτενεκέδες και πουλάνε πολύχρωμα τερλκίκια. Είναι άκρως επικίνδυνες για το εμπόριο των πολυκαταστημάτων, υπονομεύουν το ακμαίο οικονομικό σύστημα, πράττουν, δρουν ενάντια στις επιταγές της πολιτείας και του κράτους, φοροδιαφεύγουν.

Εξαφανίστε τες, γιατί καθίστανται ύποπτες, καθώς στο βάθος των τερλικιών, μπορεί να κρύβουν, ναρκωτικά, πυροκροτητές, βόμβες, μυστικά έγγραφα του κράτους, παράνομα πακέτα τσιγάρων, ποτά και προκηρύξεις εναντίον της κάθε κυβέρνησης.

Εξαφανίστε τες διότι φορούν τσεμπέρια, κασκόλ και κουκούλες, κρύβουν το πρόσωπό τους και δημιουργούν την αίσθηση ότι ανήκουν στην τάξη των κουκουλοφόρων. Φυσικά και δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό σας ότι μπορεί να ντρέπονται που αναγκάζονται  να βρίσκονται σε τούτη την κατάσταση.

Εξαφανίστε τις άκακες γριούλες. Αλυσοδέστε τες, οδηγήστε τες στα διάφορα αστυνομικά τμήματα, στα δημόσια ακροατήρια απονομής δικαιοσύνης, προσβάλετε τες, μειώστε τες, πάρτε δακτυλικά αποτυπώματα, δημιουργείστε φακέλους με τα στενόμυαλα πνεύματά σας και ύστερα διαμοιράστε το υλικό σας στις σελίδες των Κοινωνικών Δικτύων για να λάβετε ως εξουσία όλα τα μπράβο και τα «έτσι πρέπει» που σας αρμόζουν από τους όμοιούς σας. 

Εξαφανίστε τις γριούλες, γιατί μια λιγότερη σύνταξη, ένα επίδομα ή βοήθημα, ή όπως αλλιώς το ονομάζετε το πενιχρό ποσό που δίνετε, θα ενισχύσει την μικρόψυχη πολιτική σας και θα σώσει το απάνθρωπο σύστημά σας. Το σύστημα που δημιουργεί ανθρώπους σκουπίδια και ανθρώπους προσανάμματα. Την προσοχή σας όμως, διότι τα προσανάμματα βοηθούν πολύ την καύση!!!

το κείμενο δημοσιεύεται και στο ηλεκτρονικό περιοδικό: https://apopsilarnaka.blogspot.com/

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Τα χελιδόνια της Άνοιξης.../ Δημήτριος Γκόγκας

Τα χελιδόνια της Άνοιξης,
είναι τα όνειρα του χειμώνα.
Τώρα που ανθίζουνε οι πασχαλιές,
λακτίζουν το ανελεύθερο
και μας τραβάνε
στα ψηλά των σύννεφων.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο Ιάσωνας της Θοδώρας και το πρώτο φονικό στη Γαλάνη



Σύντομη αφήγηση της γιαγιάς Πανικάβας

«Την ημέρα που μπαίνανε οι Τούρκοι στο χωριό ο Ιάσωνας βρισκόταν στα χωράφια. Είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσανε από δω και απ΄ κει αλλά προτιμούσε όπως και οι υπόλοιποι να μην τις δίνει σημασία. Χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια. Οι τούρκοι θα σας διώξουν από τον τόπο σας, οι Τούρκοι το ένα, οι Τούρκοι το άλλο. Μα ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Με τις οικογένειες των μουσουλμάνων μια χαρά τα πηγαίνανε. Και στις χαρές και στις λύπες. Βέβαια τον τελευταίο καιρό ακούγονταν πιο έντονα τα νέα για σφαγές και λεηλασίες αλλά και πάλι… Πάντα η έρμη ελπίδα ότι το κακό δεν θα μεγάλωνε.

Είχε δει από μακριά, από το χωράφι του δίπλα από το ρέμα, το σύννεφο σκόνης να σηκώνεται από το ποδοβολητό των καβαλάρηδων και ταράχτηκε. Έπρεπε να τρέξει να προλάβει τη γυναίκα και το παιδί του. Να προλάβει να τους πάρει, να φύγουν στο βουνό, να σωθούνε. Ανέβηκε στο άλογο και δώστου να τρέχει σαν λυσσασμένος. Δεν τα κατάφερε. Στην είσοδο του χωριού, τον σταμάτησαν, τον δέσανε μαζί με άλλους φουκαράδες έλληνες και τους αφήσανε με το πρόσωπο στο χώμα, δεμένους. Από πάνω ένας με καμουτσίκι να χτυπά, όταν κάποιος κουνιόταν. Μόνο να κουνιόταν και έτρωγε μία. Και ξέρεις ε, το καμουτσίκι πονάει. Όπως το γυαλί όταν σχίζει τη σάρκα.

Σαν άκουσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι γκιαούρηδες στο χωριό να συλλάβουν, κατάλαβε ότι η γυναίκα του γλύτωσε. Ευχότανε να είχε έρθει μαζί μας, με μένα δηλαδή και τον Πανίκο. Δεν έπεσε έξω. Μαζί μας ήρθε, μα το μωρό το άφησε στην γειτόνισσα. Την Τουρκάλα. Εκείνη της είπε πως άμα κοπάσει το κακό να περάσει να το πάρει. Θα το είχε σαν δικό της παιδί.

Τους έδεσαν τον έναν πίσω από τον άλλο, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους άφησαν ξυπόλυτους να ακολουθούν τα άλογα. Αν κάποιος καθυστερούσε τον χτυπούσαν αλύπητα, μέχρι που η πλάτη του να μάτωνε κι ύστερα τον τουφεκίζανε. Πέντε χάθηκαν έτσι. Από τα μισόλογα κατάλαβε ότι τους πήγαιναν στις φυλακές της Αμάσεια. Τι φυλακές δηλαδή. Ένα τεράστιο περιφραγμένο χωράφι, πέντε έξι δένδρα μέσα και δυο τρία σπίτια και κελιά. Δεν θυμόταν και πολλά όταν τον είδα για πρώτη φορά. Μια τρώγλη για εξήντα αιχμαλώτους, μια κουβέρτα ίσα- ίσα να σκεπάζονται τη νύχτα κι έκαμε φοβερό κρύο τη νύχτα, λίγο φαγητό, χυλός κάθε μέρα. Για μπάνιο μην τα συζητάς. Η τσίκνα μύριζε από μέτρα μακριά. Σιχαίνονταν τον εαυτό τους. Πληγές στο κορμί, φαγούρα, μύγες. Χάνοντας σιγά- σιγά οι αδύναμοι. Προσεύχονταν οι υπόλοιποι.

Πέρασε πάνω από τέσσερα χρόνια στην Αμάσεια, κι ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα αλυσοδεμένους. Τους πήγαν στο Αρνταχάν. Πέντε χρόνια; Θα σε γελάσω. Τα ίδια και χειρότερα. Άλλοι σκοτωμοί εκεί. Άλλοι χαμοί και θάνατοι. Έλεγε δεν θα αντέξει μα τα κατάφερε. Κατά την μεταφορά του στις φυλακές του Αρτβίν, μια μικρή πόλη κοντά στη Γεωργία, το κομβόι δέχτηκε επίθεση, ούτε που θυμάται από ποιους. Ακόμα και τώρα αν τον ρωτήσεις, στις φυλακές της Ξάνθης, δεν θα ξέρει να σου πει. Αυτό που μας έλεγε είναι ότι ένιωσε να του κόβουν τις αλυσίδες και να του λένε τράβα προς τα κει. Ήταν μαζί με άλλους πέντε. Μέσα από χωράφια, και βουνά έφτασαν ποδαράτοι στη Ρωσία, μπήκαν σ΄ ένα καράβι και να στην Ελλάδα. Δεν ήταν δύσκολο να βρει που πήγαν τη γυναίκα τους. Όλοι από κείνα τα μέρη ήρθαμε κατά δω.

Τη Θοδώρα την αγαπούσε. Την αγαπούσε από πολύ μικρή ηλικία. Γειτόνοι ήταν οι γονείς τους. Το καταλάβαιναν και οι δικοί τους. Ούτε φωνές ούτε κλάματα. Τους έδωκαν την ευχή τους και παντρεύτηκαν. Ήρθε και το παιδί, δέκα χρονών παιδί να βλέπει τον πατέρα του να σφάζει με τσεκούρι τη μάνα του. Α πα πα. Τι ψυχή θα παραδώσει ούτε που θέλω να σκέφτομαι.

Τη μέρα του φονικού, η Θοδώρα είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό. Πατάτες με κρέας στο φούρνο. Φόρεσε και τα καλά της. Ο Ιάσωνας ήρθε αργά από το χωράφι, μέσα στη βρώμα, του είχε ετοιμάσει ζεστό νερό να πλυθεί, του έστρωσε τραπέζι, ήταν εκεί και το παιδί. Οι σκιές έξω από το σπίτι. Πήγαιναν έρχονταν. Χτυπήματα από μικρές πετρούλες στο τζάμι. Ο Ιάσωνας βγήκε με το τουφέκι πυροβόλησε στον αέρα, έφυγαν οι αγαπητικοί. Μια δυο μέρες περνούσαν ήσυχα κι ύστερα πάλι τα ίδια. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Της ζήτησε τον λόγο, όχι πως δεν καταλάβαινε. Η Θοδώρα του εξομολογήθηκε τα πάντα. Πως δεν είχε επιλογές, μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, μ΄ ένα μικρό παιδί. Που να δουλέψει, που να αφήσει το παιδί. Του ζήτησε να την συγχωρέσει. 
Ο Ιάσωνας ένιωσε τη φλέβα να φουσκώνει, στο μέτωπο να στάζει ο ιδρώτας και το χέρι του ασυναίσθητα να πέφτει σαν καταπέλτης στο κεφάλι της. Δίπλα από το τζάκι το τσεκούρι. Δεν έχασε λεπτό. Το άρπαξε και της το κάρφωσε στο λαιμό. Φώναζε το παιδί, ούρλιαζε αυτός, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλο το χωριό. Και οι αγαπητικοί. Έγινε μια καλή κηδεία. Αυτόν τον μάζεψαν οι χωροφυλάκοι, ακόμα μέσα είναι. Σάπισε από τη στεναχώρια και τον καημό του. 

Το παιδί, μη ρωτάς. Δεν μιλούσε για μήνες. Ύστερα άρχισε και πάλι. Το πήρε ένας του χωριού καλός άνθρωπος. Το φρόντισε καλά. Του έμαθε και γράμματα. Εκείνος ζήτησε συγνώμη μα τι να τι κάνεις τέτοια συγνώμη. Η Θοδώρα πάει, πάει μαζί της και αυτός κι όλη η οικογένειά τους. Να το γράψεις κι αυτό πως ο ίδιος ζήτησε συγχώρεση, μα δεν είχε τη δύναμη να συγχωρέσει. Αυτό ήταν και το λάθος του.»

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

"Μνήμες" της Ρούλας Τριανταφύλλου.

Μικρά διηγήματα με άξονα τις "ρίζες" της Συγγραφέας Ρούλα Τριανταφύλλου και τέρμα την καρδιά της.
Ιδιωτική Έκδοση. Η επιμέλεια του βιβλίου είναι του Δημητρίου Γκόγκας

Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε και να το αναγνώσετε πατώντας στις παρακάτω σελίδες

α. https://lefkomelani.gr/product/%ce%bc%ce%bd%ce%ae%ce%bc%ce%b5%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b1%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%86%cf%8d%ce%bb%ce%bb%ce%bf%cf%85-%cf%81%ce%bf%cf%8d%ce%bb%ce%b1/

β. https://www.openbook.gr/mnimes/

Σάββατο 9 Μαρτίου 2019

"Αταξία" και "Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες"

Δύο ποιήματα μου φιλοξενούνται στο περιοδικό "Διάστιχο¨ Είναι το "Αταξία" και "Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες" εμπνευσμένα από τις γυναίκες του χωριού μου και τη ζωή τους
Μπορείτε να τα διαβάσετε πατώντας επί του συνδέσμου

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Η Πανικάβα (η γυναίκα του Πανίκου) / Ιστορία πρώτη από τον Δημήτριο Γκόγκα




   
Πότε ακριβώς την γνώρισα ούτε που θυμάμαι! Ήταν φυσικά μετά τον αρραβώνα με την εγγονή της. Ένα λιπόσαρκο κορμί, που περπατούσε στηριζόμενη σε ένα ξύλινο μπαστούνι. Τα βασανισμένα χρόνια της ζωής της, είχαν δημιουργήσει ένα ανυπόφορο φορτίο, που πότε έγερνε προς τα δεξιά και πότε στην αντίπερα πλευρά. Μετά και τον θάνατο του άνδρα της, ο μεγάλος της γιος, την είχε περιορίσει σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της αυλής. Το μεγάλο, το είχε κρατήσει για αυτόν. Έτσι έγραφε και η διαθήκη του άνδρα της. Την σημείωση, «μετά τον θάνατο της γυναικός μου» δεν την έλαβε ποτέ υπ΄ όψη.
   Σε κείνη την μικρή καμαρούλα, ένα μικρό ντιβάνι, μια ξυλόσομπα και ένα σαραβαλιασμένο μικρό ψυγείο ήταν πλέον τα υπάρχοντά της. Ούτε λόγος για τηλεόραση. Ένα ραδιόφωνο μόνο, στον ίδιο σταθμό πρωί, μεσημέρι και κάποτε ξεχασμένο και το βράδυ. Ούτε που καταλάβαινε τι έλεγαν στις ειδήσεις, αφουγκραζόταν ευχάριστα τις μουσικές. Με συμπάθησε, την συμπάθησα και γω από την πρώτη στιγμή. Όποτε εύρισκα ευκαιρία πήγαινα στο δωματιάκι της, κατέβαζα τις κατσαρόλες από την μία και μοναδική καρέκλα και άκουγα τις ιστορίες που μου έλεγε από τον Πόντο και την προσφυγιά της στην Ελλάδα. Δεν παρέλειπε ποτέ να με κεράσει. Συνήθως κάποιο γλυκό του κουταλιού, κανένα σοκολατάκι με γέμιση κεράσι. Και πάντα με την πλάτη κυρτή. Ευλάβεια!
    Έπαιρνα μαζί μου ένα μικρό μπλοκάκι και μόλις με έβλεπε έλεγε: « Ήρθε ο ζουρναλίστ!» Έγραφα, έγραφα και της είχα υποσχεθεί θυμάμαι, ότι κάποια στιγμή, ακόμα και εάν έχανα το μπλοκάκι, οι ιστορίες της θα ρίζωναν στο μυαλό μου και θα άπλωναν κλώνους σαν έφτανε ο χρόνος, στα χρόνια μου. Γελούσε, γελούσε δυνατά κι ύστερα έβηχε, σαν να ήθελε να διώξει το κακό της μέρας. Βαθιά γεράματα!
     Κάποια στιγμή την ρώτησα πως κατάφερε να ζήσει ως τότε. Πιο ήταν το μυστικό της; Τι ηλίθια ερώτηση εκ μέρους μου. Ποιο μυστικό από μια καθάρια γυναίκα; Από μια γυναίκα που έτρεχε πάντα στη ζωή της, που φρόντιζε πάντα αυτήν, τον άνδρα της τον Πανίκο και τα παιδιά της. Ίσως το τρέξιμο να ήταν το μυστικό της, ίσως πάλι το γλυκόπιοτο με γεύση μέντας που είχε πάντα στο μικρό παραθύρι της. «Πιες και συ γιόκα μου» Δεν ήπια ποτέ τη μέντα της, αλλά πάντα της έβαζα εγώ στο ποτηράκι και την κατέβαζε μονορούφι. Εμένα έλεγε να ανοίξω μια λεμονάδα. Τόσο γλυκιά, όσο και η συντροφιά της.
     Οι μεταθέσεις ανά την Ελλάδα, με απομάκρυναν από σιμά της. Λιγόστεψαν οι επισκέψεις, οι ακροάσεις, μέχρι που η πένθιμη καμπάνα μας  μήνυσε ότι ταξίδεψε για την τελευταία της κατοικία. Είμαι σίγουρος ότι πήρε μαζί της και το καραφάκι της μέντας.