Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Ο Αγελαδάρης του Χωριου.....γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 


Το επάγγελμα του αγελαδάρη έχει εξαφανιστεί εδώ και πολλά χρόνια. Οι σύγρονες απαιτήσεις της κτηνοτροφίας αλλά και η αλλαγή στον τρόπο διαβίωσης των οικογενειών στο Στρυμονικό, εκτόπισαν στο περιθώριο αυτό το συμαθέστατο επάγγελμα του παρελθόντος. Συναντάται κατά κόρον στην χρονική περίοδο του Στρυμονικού που όλες σχεδόν οι οικογένειες, εκτός από αυτές που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, αναγκάζονται να έχουν στο σπίτι τους και στους ειδικά διαμορφωμένους χώρους, τους σταύλους, μερικά ζώα, Αγελάδες, βόδια, άλογα και γαιδούρια, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν βασικές καθημερινές διατροφικές και μη ανάγκες ( γάλα, τυρί, κρέας κτλ ) Ο Αγελαδάρης σαν επάγγελμα εμφανίστηκε στην περιοχή του Στρυμονικού, μετά την μικρασιατική καταστροφή, μετά δηλαδή το 1922, όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στο χωριό, πρόσφυγες από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη. Βρίσκεται σε άνθιση το χρονικό διάστημα από το 1940 μέχρι το 1975 και τα ίχνη του χάνονται στις παρυφες του 1980.  

Η διαρκής ενασχόληση των γεωργών με τις αγροτικές δουλειές ( σπορά, θέρος, καπνός, άρωση κτλ) δεν τους επέτρεπαν την περιποίηση των ζώων. ( ταίσμα, πότισμα κτλ) Όλοι αυτοί λοιπόν καθημερινά τα έδιναν σε κάποιον άνθρωπο, ο οποίος τα μάζευε σε συγκεκριμένο σημείο του χωριού, ( στο συγκεκριμένο σημείο τα πήγαιναν οι αγρότες ) τα οδηγούσε στους βοσκοτόπους της περιοχής του κάμπου, του ποταμού Στρυμόνα και τα πρόσεχε μέχρι αργά το βράδυ όσο αφορά το ταίσμα και το πότισμά τους. Μαζί του σχεδόν πάντα είχα και ένα δυο σκυλιά για την φύλαξη των ζώων. Αργά το απόγευμα, λίγο πριν σουρουπώσει τα επέστρεφε στο χωριό και τα ζώα (αυτή  ήταν η ωραιότερη εικόνα ) γύριζαν μόνα τους στο σπιτι γιατί γνώριζαν πολύ καλά την διαδρομή. Αυτός λοιπόν ήταν ο Αγελαδάρης του Χωριού.
Ο αγελαδάρης, όταν παραλάμβανε όλα τα ζώα, ξεκινούσε για τον προορισμό του που συνήθως ήταν μια περιοχή που διέθετε βοσκή και νερό, καθώς επίσης και μέρος για να ξεκουράζονται τα ζώα. Έπρεπε όλη τη μέρα να είναι προσεκτικός για να μη χαθεί κανένα ζώο ή πάλι να τα προσέχει να μη μαλώνουν μεταξύ τους. Ακόμη έπρεπε να τα προσέχει από τα τσιμπήματα των δηλητηριωδών φιδιών, όπως ήταν οι οχιές, που σύχναζαν σε μέρη με πέτρες και νερό. Την εποχή εκείνη η πληρωμή του αγελαδάρη γινόταν σε είδος. Δεν είχε τότε ο κόσμος πολλά χρήματα ή δεν είχε καθόλου. Κατά μέσο όρο, λέγεται ότι κάθε οικογένεια έδινε σε αυτόν έναν τενεκέ σιτάρι, καλαμπόκι, σίκαλη ή κάποιο άλλο είδος από την ετήσια παραγωγή του (φασόλια, καρπόυζια, ρεβύθια κτλ)  Βέβαια, ο αγελαδάρης δεν ήταν δυνατό να συντηρεί την οικογένειά του μόνο με αυτήν την αμοιβή. Πάντα είχε και αυτός κάποια ζώα ή χωράφια, από τα οποία συμπλήρωνε το εισόδημά του. Την ευθύνη της  καθημερινή του διατροφής την αναλάμβανε επί εβδομαδιαίας βάσεως συνήθως εκ περιτροπής μια από τις οικογένειες που ο Αγελαδάρης φυλούσε τα ζώα. Κάθε πρωί εμφανιζότανε ο Αγελαδάρης με ένα κατσαρολάκι και το τσορβά ( ταγάρι ) του και η υπεύθυνη οικογένεια του έβαζε το πρωινό, ( σαλάμι, ελιές , τυρί) το μεσημεριανό ( ότι φαγητό είχε μαγειρέψει η νοικοκυρά) και κάτι για το απόγευμα (συνήθως φρούτα) . Παράπονα υπήρχαν πολλές φορές αν το συσσίτιο ήταν φτωχικό, αλλά οι δυνατότητες την εποχή εκείνη ήταν ελάχιστες και η φτώχεια εμφανής.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

η βέργα της Δασκάλας, η βίτσα του Δασκάλου .....γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 


βέργα:   1. λεπτό και ίσιο κλαδί δέντρου ή θάμνου, καθαρισμένο από τα φύλλα: ~ αμπελιού. Ένα δεμάτι βέργες. Ο δάσκαλος έπαιρνε τη ~ και μας τάραζε στο ξύλο, τη βίτσα.
              2. μακρύ και λεπτό στέλεχος από ξύλο, μέταλλο, πλαστικό: 
βίτσα η [vítsa]  : λεπτή και ευλύγιστη βέργα: Πήρε μια ~ και άρχισε να τον χτυπάει.

             [μσν. βίτσα < σλαβ. vitsa]

Η βεργα ή η βίτσα της Δασκάλας και του Δασκάλου, ήταν το μακρύ χέρι του παιδαγωγικού νόμου, του σωφρονισμού των ατάκτων, των αδιάβαστων μαθητών, των ζωηρών συμμαθητών αλλά πολλές φορές και των παιθαρχιμένων. Εξάλλου η βέργα αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές των Δημοτικών σχολείων και το Δημοτικό του Στρυμονικού δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η βέργα δεν αποτελούσε μόνο ένα πρόσθετο όπλο στα χέρια των Δασκάλων, αλλά επιτάχυνε την σκληρότητά τους και εξαντλούσε πολλές φορές μια αυνήθιστη σκληρότητα πάνω στα σώματα των μαθητών. Οι γονείς την επόχή εκείνη θεωρούσαν επιβεβλημένη αυτή τη σκληρότητα των δασκάλων και δεν αντιδρούσαν, ακόμη κι αν τραυματιζόταν το παιδί τους από το δάσκαλό του. Πολλές φορές εξάλλου είχαν ήδη δώσει εν λευκώ εξουσιοδότηση του δάσκαλου να χτυπά το παιδί τους για να συναιτιστεί . Το αγαπητό αυτό όργανο των δασκάλων, κατασκεύαζονταν από κυδωνιά, ή βατσινιά για να είναι εύκαμπτη και θραυστη. Το κτύπημά της ήταν πολύ οδυνηρό γιατί αγκάλιαζε σαν ένα μαστίγιο την πλάτη, τους μηρούς, τα χέρια. Αυτή η κατασκευή της δεν επέφερε βαρείς τραυματισμούς και το συνηθέστερο ήταν τα μεγάλα κόκκινα σημάδια πάνω στα κορμιά μας. Είχαμε φτάσει σε σημείο να φοβόμαστε την καθημερινή εικόνα του δασκάλου με την βέργα πάνω στο θρανίο παρά τους...Τούρκους. Έτσι αναγκαζόμασταν να διαβάζουμε άχρηστα πράγματα και να μαθαίνουμε πολλές φορές παπαγαλία τα μαθήματά μας. Αυτό ηρεμούσε τον δάσκαλο.....θαρρείς και ήταν το ναρκωτικό του.



Η αγριότητα της βέργας ήταν πολύ μεγάλη. Πολλές φορές οι δαρμένοι μαθητές, ουρούσαν επάνω τους, έκλαιγαν, φωνάζανε ότι δεν θα το ξανακάνουν (να πάνε αδιάβαστοι, ή να κάνουν αταξίες) ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαμε απαθείς (με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο ξύλινο θρανίο) χωρίς ποτέ να μπορούμε να αντιδράσουμε.....Κολαστήριο και μεσαίωνας. Ευτυχώς έγκαιρα κάποιο κατάλαβαν ότι αυτή η μέθοδος σωφρονισμού δεν ήταν και η κατάλληλη και απομάκρυναν την βέργα από την έδρα. Φυσικά η ρήση " το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο" δεν αναφέρετε σε αυτές τις καταστάσεις.



Μερικοί δάσκαλοι, όταν η βέργα για κάποιους λόγους έσπαγε ή χανότανε, χρησιμοποιούσαν ως σωφρονιστικό μέσο το χάρακα για να κτυπούν τις ανοικτές μαθητικές παλάμες. Αλλοι τραβούσαν τα αυτιά και μπάτσιζαν τα μάγουλα. Πολύ λίγοι έβαζαν τα παιδιά να περπατούν με τα γόνατα πάνω στα χαλίκια. Τακτικά έπεφταν και ορισμένες κλωτσιές.Ορισμένοι μαζί με το τράβηγμα των αυτιών, χτυπούσαν και το κεφάλι στον τοίχο.  Θυμάμε πολύ καλά την κυρία Ασημίνα Λάγκα, μια εξαίρετη δασκάλα, που την είχα στο Δημοτικό άπό την πρώτη και μέχρι την τρίτη τάξη, αλλά θεωρούσε την βέργα ως το έσχατο μέσο επιβολής της πειθαρχίας μέσα στην αίθουσα. 'Έκανε και συλλογή από βέργες που της έφερναν οι μαθητές όταν οι πατεράδες τους πήγαιναν στο Τσάλτεπε ή το Σιβρί για ξυλεία. Και φυσικά αυτοί που τις έφεραν τις δοκίμαζαν πρώτοι (Διαστροφή; , Συνήθεια;) Φυσικά δεν ισχύει αυτό που ακούγεται πολλές φορές.....τι έγινε πάθαμε τίποτα που φαγαμε ξύλο.....τελικά πάθαμε, ακόμα το κρατάμε μέσα μας...



Ελάχιστοι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν την καλή πλευρά του χαρακτήρα τους για να μεταδώσουν γνώσεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ κάποιον νεαρό δάσκαλο από το Δημιτρίτσι στην Πέμπτη Τάξη. Καθόμασταν στο ίδιο θρανίο με τον αξέχαστο συμμαθητή Ιωάννη Στρουμπίνη (νομίζω τώρα ότι είναι πνευματικός στο Άγιο όρος ) και όταν λέγαμε καλό μάθημα μας έδινε σοκολατάκια, όπως και σε αυτούς που δεν έλεγαν. Γλυκειά μάθηση.

τα ποιήματα του αλφαβηταρίου των παιδικών μας χρόνων /Δημήτριος Γκόγκας

 


















Το αλφαβητάριο των παιδικών μας χρόνων, των Ι.Κ. Γιαννέλη και Γ. Σακκά που κυκλοφόρησε το 1956, βρέθηκε μετά από 45 περίπου χρόνια στα χέρια μου, από τις εκδόσεις «ΚΑΛΟΚΑΘΗ» που τύπωσαν το βιβλίο αυτό «για να θυμίζουν στους παλιούς τα πρώτα σχολικά χρόνια και να τα διηγούνται στους νέους», όπως αναφέρουν στο τέλος του.  
Ανάμεσα στις σελίδες του,  υπάρχουν υπέροχα παιδικά ποιήματα δημοτικής προέλευσης αλλά και σπουδαίων ελλήνων ποιητών που αξίζει να αναγνώσουμε ξανά.


Στο Α΄ μέρος του αναγνωστικού υπάρχουν τα παρακάτω ποιήματα



«Χαίρεται ο πεύκος το βουνό
και η ρεματιά τη λεύκα,
με το λευκό της το κορμί
και τα ασημένια φύλλα»

σελ:83
Δημοτικό
ο βασιλικός

«Μάνα, σγουρός βασιλικός,
πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα, ποιος τον επότιζε
και τον εδροσολόγιζε;

Έβγαλε φύλλα και κλωνιά
κι εσκέπασαν τη γειτονιά.
 Εσκέπασαν κι εμένα,
που με έχει η μάνα ένα…»

σελ:108-109
Δημοτικό

«Φεγγαράκι φωτεινό,
φέγγει από τον ουρανό.
Σαν καντήλι κάθε βράδυ,
φέγγει μέσα στο σκοτάδι.»

σελ: 114-115
Δημοτικό

Άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα.
 Όλα τα βιβλία φέρ΄ τα
και μολύβι και χαρτί
για να γράφω κάθε τι.
Για να γράφω γραμματάκια,
του θεού τα πραγματάκια.

Σελ:131
Δημοτικό

Στο β΄ μέρος του βιβλίου υπάρχουν τα παρακάτω ποιήματα



«Μόλις πρωί ξυπνήσω,
 Εσένα θα υμνήσω.
Θεέ μου και πατέρα
και Σε παρακαλώ,
πάλι να με φωτίσης
 και να με βοηθήσης
και τούτη την ημέρα
να είμαι παιδί καλό.»

σελ: 137



«Νάνι, νάνι το κουκλί μου,
νάνι, νάνι το μωρό μου,
νάνι, νάνι το παιδί μου
νάνι, νάνι το χρυσό μου.

Έλα ύπνε, αγκάλιασέ το
έλα, πάρ΄ το αγάλι- αγάλι
κι ελαφρά να το κοιμήσης
στη ζεστή σου την αγκάλη.

Κοιμήσου και παρήγγειλα
στην πόλη τα προικιά σου.
Στα Γιάννενα τα ρούχα σου
και τα χρυσαφικά σου»

σελ: 140-141

Δημοτικό

Χελιδόνι μου γλυκό

-Χελιδόνι μου γλυκό,
που πετάς στον ουρανό,
που ήσουνα τόσο καιρό;
Σε ζητούσα σαν τρελό.

-Ήμουνα στην ξενιτιά
κι έπαιζα μ΄  άλλα παιδιά.
Τώρα έρχομαι ξανά
στην παλιά μου τη φωλιά.

-Χελιδόνι μου γλυκό,
που πετάς στον ουρανό,
έλα κάτω να σου πω,
πως πολύ σε αγαπώ

σελ: 144
Δημοτικό
«Ήρθε η Άνοιξη παιδιά,
 και μας έφερε κλαδιά,
πεταλούδες και πουλάκια
και ωραία λουλουδάκια.»

σελ: 146


στη σημαία


Της Πατρίδας μας η σημαία
έχει χρώμα γαλανό
και στη μέση χαραγμένο
ένα κάτασπρο σταυρό.

Κυματίζει με καμάρι
Δεν φοβάται τον εχθρό.
Σαν την θάλασσα ειν΄ γαλάζια
Και λευκή σαν τον αφρό.

Σελ: 149
Αδαμ. Μαντούδη

Στο δρόμο

Στο δρόμο σαν βαδίζω,
είμαι προσεκτική.
Το βλέμμα δεν γυρίζω
εγώ εδώ κι εκεί.

Μα πιο πολύ ακόμη
προσέχω όταν φτάσω
μπρος σ΄ ένα σταυροδρόμι 
που πάω να περάσω

σελ: 153

 Πασχαλιά

Ήρθε πάλι  η Πασχαλιά
με αγάπη, με φιλιά
με αυγό και με αρνί
Χαίρετε,  Χριστιανοί.

Τι φορέματα καλά,
τι γλυκίσματα πολλά.
Τι τραγούδι και φωνή.
Χαίρετε,  Χριστιανοί.

Σελ: 160
Α. Κατακουζηνού

Οι πεταλούδες

Η Άννα

«Έλα πεταλουδίτσα μου,
στάσου να σε τσακώσω,
δεν θα σου τσαλακώσω
καθόλου τα φτερά. 
Θα σε ταΐζω ζάχαρη,
θα σού χω για σπιτάκι,
μεταξωτό κουτάκι,
θα ζήσης μια χαρά ….»

η πεταλούδα

«Για τη δική σου ζάχαρη
καθόλου δεν με μέλει.
Των λουλουδιών το μέλι,
μ΄ αρέσει πιο πολύ.
 Έχω τον κάμπο τον πλατύ,
την χλόη τη δροσάτη,
βασιλικό παλάτι,
κοπέλα μου καλή.»

σελ: 162-164

Πρωτομαγιά


Ήρθε η Πρωτομαγιά παιδιά,
στους κάμπους σκορπιστείτε,
μες στη δροσούλα κι ευωδιά,
πετάξετε, χαρήτε.

Λουλούδια φέρτε δροσερά,
κάντε όμορφο στεφάνι
και τραγουδήστε με χαρά:
«Ο Μάης, να τος φτάνει!»

Σελ:165
Ι. Συκώκη

Το καλοκαίρι

Ήρθες, ήρθες καλοκαίρι
κι ο θεός πολλά
με το άγιο του το χέρι
σκόρπισε καλά.

Στις μυρτιές κρυμμέν΄ αηδόνια
τραγουδούν γλυκά
και πετούν τα χελιδόνια
μ ΄ ελαφρά φτερά.

Όμορφ΄ άνθη στον αέρα
χύνουν μυρουδιά
 Και λουλούδια στη μητέρα
φέρνουν τα παιδιά.

Σελ: 174
Γ. Βιζυηνού
Η αυγούλα

Πρόβαλε, αυγούλα,
πρόβαλες αυγή,
και στον κόσμο χύνεις
μια γλυκιά πνοή.

Πρόβαλες αυγούλα,
πρόβαλες αυγή
κι άπλωσες το φως σου
σ΄ όλη μας τη γη.


Πρόβαλες αυγούλα,
πρόβαλες αυγή
κι άρχισε να ψέλνει
 πάλι το πουλί.

Σελ: 176

Τα δώρα του ήλιου

-Ήλιε από πού έρχεσαι;
-Από την Ανατολή
-Τι καλά μας έφερες;
-Φέρνω μήλα στις μηλιές,
ρόδα στις τριανταφυλλιές,
φέρνω αηδόνια, χελιδόνια
και τα κρύα λιώνω χιόνια.
-Και σε μένα τι έφερες;
-Δυο δροσάτα μαγουλάκια
και δυο κόκκινα χειλάκια.


Σελ: 177
Δημοτικό
Φεγγαράκι

Φεγγαράκι ταπεινό,
περπατεί στον ουρανό.
Ανεβαίνει στα ψηλά
 και μας βλέπει και γελά.

Έλα κάτω  στρογγυλό
Φεγγαράκι μου καλό.
Έλα μην αργείς πολύ,
το παιδί παρακαλεί.

Σελ: 179
Α. Κατακουζηνού
Η αγελάδα

Η καλή μας η αγελάδα
τρώει κάτω στη λιακάδα
μικρά χόρτα και μεγάλα
 για να κατεβάση γάλα.

 Να το κάνουνε τυράκι,
να το κάνουν βουτυράκι,
να το βάλουνε στο πιάτο,
να μου πουν : ορίστε φά΄ το.

Σελ: 183
Γ. Βιζυηνού
Ο κόκορας

Ένας κόκορας ολάσπρος
με ψηλό λειρί
καμαρώνει και φουσκώνει
και λιλιά φορεί
 και θαρρεί πως το κοτέτσι
μόλις τον χωρεί.

Άμα βρει κανένα σπόρο
μέσα στην αυλή,
το κεφάλι του σηκώνει
και το διαλαλεί,
να το μάθουνε σε Δύση
και σ΄ Ανατολή.

Σελ: 190
Ζ. Παπαντωνίου

«Στου παππού το περιβόλι,
που το αγαπούμε όλοι,
είναι μια κολοκυθιά,
πλάι- πλάι στη ροδιά.
Κάνει πέντε κολοκύθια,
στρογγυλά μα την αλήθεια.
Θα τα δώσει ο παππούς,
 μποναμά της αλεπούς.
Δύο να δέσει στην ουρά της
 κι όλα τ΄ άλλα στα παιδιά της».

«Στου χαμένου την αυλή
άσπρος κόκορας λαλεί.
Και του πήρα τη λαλιά
να τραγουδήσω τη μηλιά».

-Μηλίτσα που΄ σαι στο γκρεμό
με μήλα φορτωμένη,
τα μήλα σου λιμπίζομαι
και τον γκρεμό φοβούμαι.
-Σαν τον φοβάσαι τον γκρεμό,
 έλ΄ απ΄ το μονοπάτι.
Να σου χαρίσω τα γλυκά
 και μυρωδάτα μήλα.

Σελ: 191-195      

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Η Δίαιτα του Δημήτρη του Βενέτη Βενετίου*

 

 


Η πιο κατάλληλη στιγμή ν΄ αδυνατίσω
δεν είναι όταν πάω να τσιμπήσω,
εις την ταβέρνα μια μπριζόλα, παστουρμά
κι αν έχει έτοιμο, μερίδα μουσακά.
 
Κείνη η στιγμή δεν έφτασε σας λέω.
Σε κάθε πειρασμό: τραβάτε με κι ας κλαίω.
Λίγο τζατζίκι, χτυπητή και μπουγιουρντί!
Βρε κάτι δίαιτες που έχει η ζωή!
 
Τα γλυκερίδια, η πίεση, στο αίμα,
όλα ανεβαίνουνε, μα είν΄ μεγάλο ψέμα!
Άλλα αισθάνομαι και άλλα ο γιατρός!
Δεν με φοβίζει ο μεταβολισμός!
 
Κάθε κοψίδι, το βαφτίζω κουνουπίδι.
και του παράδεισου κρατώ το αντικλείδι.
Ο άγιος Πέτρος μου φωνάζει μα εγώ,
μόνο εξηγήσεις, δίνω στον θεό!
 
Η  διαιτολόγος μου το είπε: ναι, τα σκέτα
να προτιμώ τη μπάρα απ΄ την γκοφρέτα.
Μα της απάντησα η γλύκα της μεγάλη.
Μέχρι να φτάσει στο στομάχι θέλω κι άλλη!
 
«Πάω», η σύζυγος μου λέει: «κατά διαόλου»
«Δεν αγαπάς τις δίαιτες καθόλου»
Κι αν θέλετε να πω το μυστικό.
Πάτε γυράδικο για ένα τυλιχτό.
 
«Από Δευτέρα» υποσχέθηκα και πάλι.
Μα ο γείτονας μας, άναψε μαγγάλι.
«Έλα Δημήτρη, για παρέα και ποτό!
Έχω λουκάνικο, μπιφτέκι γεμιστό!»
 
Μην τον προσβάλλω, δεν θ΄ αρέσει στην Κυρία.
Πιάσε κουμπάρε μου την κρύα Ζιβανία.
Ετοίμασε το ξηροκάρπι, επιτέλους
και κάλεσε τ΄ ασθενοφόρο για το τέλος!
 
Οι συγγενείς κι οι φίλοι με φωνάζουν.
«Δημήτρη σου τα λέγαμε!» κραυγάζουν.
Τώρα μου δίνουνε ορούς σ΄ ένα κρεβάτι
και η γυναίκα μου, μου κλείνει τ΄ ΄να μάτι.
 

*Κατά κόσμον: Δημήτριος Γκόγκας

Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

Πίσω από τις κολόνες (η ξεχασμένη ιστορία της Φανής, της Φανούλας)

 


 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας



Την είχα δει για πρώτη φορά πολύ μικρός θυμάμαι, θα ήμουν και 8 χρονών, να κάθεται όρθια στηριζόμενη σε στύλο της ΔΕΗ στην μικρή γειτονιά που έμενα. Έρχεται στον νου μου, η λεπτή κορμοστασιά της, το αχτένιστο αρύ μαλί της, το αμίλητο στεγνό πρόσωπό, χαρακωμένο από τις σκέψεις και τις έννοιες, από κάποια θαρρείς περίεργη καταφρόνια, και ένα βαρύ μειδίασμα που ταξίδευε αδιόρατα, σε κάθε κίνησή της, που δεν ήξερες αν σε παρέπεμπε σε πόνο ή σε χνάρια χαράς. Το δεύτερο θεωρούσα πως ήταν απίθανο.
Οι απορίες μας για την Φανή ήταν πολλές, αλλά ποτέ δεν εύρισκαν απαντήσεις. Οι μεγαλύτεροι, οι γονείς μας απέφευγαν να μιλήσουν. Αυτό όμως που δεν μπορούσαν να μας κρύψουν, γιατί το ζούσαμε όλα τα παιδιά ήταν η γελαστική διάθεση με την οποία εμείς τα σώφρονα παιδιά αντιμετωπίζαμε την Ανθή. Σαν ένα περιθώριο τετραδίου, που έπρεπε να το μουντζουρώνουμε.
Ζούσε με την γιαγιά της σε μια γερασμένη μπαράγκα, απ΄ όπου έμπαινε το κρύο και η μοναξιά. Οι δύο πλευρές της παράγκας ήταν πλινθόχτιστες και οι άλλες με τσιμεντολιθους. Ένα μικρό ακατάσταστο σπιτάκι κάπου εκεί στην άκρη του δρόμου προς την Εκκλησία.
Το καθημερινό της φαγητο, σαν σκύβαλλα του δρόμου. Το τσουκάλι πάντα άχνιζε, άλλά καθώς προχωρούσε η μέρα, πάντα μασούσε κάτι στο στόμα της. Μια φέτα χωμί, κάποιο λαχανικό, ήθελε θαρρείς να έχει την γεύση της ζωής μέσα στο στόμα της.
Δεν μιλούσε σχεδόν σε κανένα, πληροφορίες για την παιδική της ηλικία δεν υπάρχαν. Οι γονείς χάθηκαν μέσα στον χρόνο και αυτή αφέθηκε στην αγκαλιά της απαιτητικής και δεσποτικής γιαγιάς. Μεγάλωνε κλεισμένη στο καβούκι της, με μια ζακετούλα να καλύπτει τους ασθενικούς ώμους της. Φλερτ στην ζωή της δεν γνώρισε, αν και υπήρχε μια φήμη ότι το σαλεμένο της μυαλό, ακρωτηριάστηκε ακόμα περισσότερο από μια ερωτική απογοήτευση. Έτσι δεν γνώρισε και τον σαρκικό έρωτα. Παρθένα στην μοναχική ζωή της.
Η πίεση της γιαγιας, μια πίεση που δεν καταλάβαμε ποτέ, που δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ποτε, δημιούργησε κάγκελα παντού. Στο σπίτι, στην αυλή ακόμα και στον μπαξέ. Κάπου κάπου, συμμετέχοντας στις συζητήσεις έβγαζε κάποιες λέξεις από το στόμα της, σαν ήχους παράξενους και από άλλο κόσμο. Τον κόσμο της.
Και επειδή ο κόσμο της, δεν συμβάδιζε με τον δικό μας, αποφάσισε να υποταχτεί. Θα την πάντρευαν καθώς πλησίαζε και ο θάνατος της γιαγιάς με ένα συνδημότη, για να έχει ένα αποκούμπι στην ζωή της. Ο γάμος έγινε βράδυ, όπως σκοτάδι είχε και στην ψυχή της. Οι γυναίκες της γειτονιάς καταπιάστηκαν από νωρίς με τις προετοιμασίες του γάμου της, και κάποιες μίλησαν όχι με κακία για μια μεταμόρφωση ενός ασχημόπαπου. Τα ανθάκια από τον κήπο της στόλιζαν τα αραιά μαλλιά της.
Στην Εκκλησιά όλο το χωριό, να γεμίσει το περιθώριο της ζωής μας.
Αργά πολύ αργά μάθαμε ότι η Φανή έφυγε από το νυφικό κρεβάτι και επέστρεψε στην παράγκα της. Από τότε που έφυγα ακόμα δεν έχω ακούσει νέα της. Μάλλον θα χάθηκε και αυτή όπως τα ανθάκια του κήπου της. 

 Μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα την έκαναν να περιθωριοποιείται από μόνη της αν και η υπόλοιπη υγιής κοινωνία του χωριού ποτέ δεν την είχε διαγράψει από την ζωή της. Πάντα την καλούσαν στις γυναικείες συζητήσει, αλλά πάντα απέφευγε την συντροφιά.
Συνηθισμένη σκηνή, στα πλαίσια μιας εννοούμενης καλής συμπεριφοράς οι γυναίκες όταν κατέβαιναν στο περίπτερο δίπλα από την αλάνα του γηπέδου, την φώναζαν να πάει και να καθίσει στην παρέα τους αλλά μέχρι εκεί. Η ίδια η Φανούλα καθότανε παράμερα και δεν συμμετείχε καθόλου.  
Η Φανή δεν βοηθούσε την κατάσταση και με την συμπεριφορά της. Κλεινότανε όλο και περισσότερο στον κόσμο της και δεν έβγαζε καμιά μιλιά . Λες και ήθελε να πνίξει και να κρατήσει μέσα της όλες τις λέξεις του κόσμου, όλο της το βιος, μικρό ή μεγάλο κανείς δεν έμαθε ποτέ. Η καρδιά της ένας καλά κρυμμένος θυσαυρός. Φορούσε πάντα ρούχα χρώματος σκούρου, με ιδιαίτερη έμφαση στα γκρίζα και τα μαύρα, αν και δεν θα θα ταίριαζε κάτι άλλο στην περίπτωσή της. Η ζακέτα επιμελώς μπαλωμένη και η στενή της φουστίτσα, κάλυπτε τα μικρά κοκκάλινα πόδια της. Περπατούσε σχεδόν σέρνοντας τα πόδια της στην χωμάτινη γη, μια γη που μετά βίας την άντεχε. Είχε εκείνο το περπάτημα του ετοιμοθάνατου όνειρου, το περπάτημα της νυσταγμένης ζωής, της έτοιμης από καιρό να πέσει και να κοιμηθεί στον αιώνα των αιώνων. Η Φανή ζούσε μέσα στην δική της κόλαση, στο δικό της κοινωνικό αδιέξοδο, στην σιδερόφρακτη φυλακή της.
Κάπου κάπου ξεπρόβαλε με το μικρό τσαπάκι στον λαχανόκηπο της θείας της, σκαλίζοντας τις ντοματιές, τις πιπεριές, τις μαλιτζάνες. Όταν περνούσε κάποιος γνωστός σήκωνε το κεφάλι σαν κάτι να ζητούσε, σαν να ήθελε να πει μια κουβέντα, να ανταλλάξει έναν χαιρετισμό, αλλά έβγαζε εκείνο το τρεμουλιαστό μειδίαμα, όμοιο με κατηφόρα θανάτου, ίδιο με την διαδρομή προς την τελευταία κοίμηση. Η Φανή πίστευα ότι κοιμότανε ενώ ζούσε στον άλλο κόσμο. Παρέα με αγγέλους ή διαόλους δεν ξέρω, δεν γνωρίζα τις σκέψεις της, δεν συζητούσα τα όνειρά της, ήμουν πολύ μικρός και αυτή πολύ μεγάλη για να ανταλλάσει κουβέντες μαζί μου. Ένα γεια σου Φανούλα έφτανε αλλά εκείνη ποτέ δεν μου έλεγε κάτι. Μόνο κουνούσε το κεφάλι της σαν να το θεωρούσε δεδομένο τον χαιρετισμό μου και προσπερνούσε την κίνησή μου σαν να έλεγε  εγώ φεύγω και πάω στον κόσμο μου, φεύγω γιατί με περιμένουν......Ποιοι; 
Πολλά χρόνια αργότερα, αφού απεβίωσε η γιαγιά της τα ίχνη της χάθηκαν. Κάποιοι ανέφεραν στις συζητήσεις των καφενείων και στα κουτσομπολιά των γυναικών, ότι βρισκότανε σε μοναστήρι παρακείμενης περιοχής και άλλη την εντόπισαν σε Κεφαλοχώρι του Κάμπου, πλησίον της δικής μας Κοινότητας, του Στρυμονικού. 
Η Φανή, η Φανούλα για όλους μας, στα 70 χρόνια της,  αποχαιρέτησε την ζωή μια ανοιξιάτικη μέρα του Φλεβάρη το 2014. Η σωρός της μεταφέρθηκε στην πατρίδα της το Στρυμονικό και τοποθετήθηκε εκεί που η αιώνια κοίμηση θα την ξεκουράζει από την μοναξιά και το περιθώριο. Αγκαλιά, είμαι σίγουρος πλέον για αυτό, με τους αγγέλους. Καλό της ταξίδι

============================================
 
Παρατήρηση: Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι συμπτωματική και  απλώς βοηθά την φαντασία και ενισχύει την ιστορία.

Μίκης Θεοδωράκης Αντώνης Καλογιάννης Το Σφαγείο