Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Το βόλι που μίλησε του Δημητρίου Γκόγκα (από το βιβλίο Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων)


         


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο πάνω του,  κρέμασε το τουφέκι στον ώμο και πήρε το μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα μακρύτερα, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη. Έτσι του είπαν θα είναι τα πράγματα. Όπως όλα και η δική του χώρα , δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του απάντηση είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

   Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των έρημων σπιτιών. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

   Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, δεν φαινότανε πλέον από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι θα είχε να ανάψει και είκοσι χρόνια.

   Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την

 

θάλασσα, εκείνος κρατώντας ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες του στήθους και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

      Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά. «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που  άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα τα ίδια πράγματα.

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή … όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

   Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωμα τα ονόματα. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει μπούτι. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε «τι κάνει αυτός». Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί.    

   

    Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  σκότωσέ τον παλιοπούστη, τον παλιότουρκο.» και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο.

    Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν, δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» Ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

   Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι  γονείς του που χάθηκαν . Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

  


Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα ζώα της νεκρής ζώνης. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης και βλέποντας τον αντίπαλο να τρέχει πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι μνήμες και το πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

      Γύρισε στη σκοπιά τρέχοντας σαν άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Κούρνιασε ανήσυχος.

 

ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2) ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ

 

Κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο και σε μορφή e-book το βιβλίο διηγημάτων μου: ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ (ISBN 978-9925-7723-2-2)
αφιερωμένο:Στην Αφροδίτη της ψυχής μου, Στρατούλα
Σημείωση
Τα διηγήματα γράφτηκαν από το 2007 χρονιά της μετάθεσή μου ως αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού στην Κύπρο και τελείωσαν το 2020, ιδιώτης πλέον. Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει κατά την ανάγνωση, μια μυστική σύνδεση τους, ανάμεσα τους. Κάπου εκεί βρίσκεται και ο ίδιος ο συγγραφέας.

Ο θρήνος στις αλυκές* του Δημητρίου Γκόγκα

 


     


Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα, δύο το πολύ, δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

      Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακας, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά, μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

        Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την στρατιωτική σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα, αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκαλύπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή,

 

χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

        Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του πολέμου τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Μια φορά πήγε σε μια πορεία. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν. Μετρούσε, ξανά- μετρούσε, λάθευε.

        Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

        Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίνγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίνγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

      

        Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

        Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία, τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίνγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.

 

 

 

*Το διήγημα: Ο θρήνος στις αλυκές,  έλαβε το β’ βραβείο στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό / 2019, της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.

 

 

 

 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΘΛΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΣΤΗΝ ΤΟΥΖ ΧΑΝΕ

 Κύριε Δήμαρχε

Κύριε Αντιδήμαρχε
Κύριοι και κυρίες Δημοτικοι Σύμβουλοι


Στην οδό Τουζ Χανέ απέναντι απο την Πολυκατοικία CARISA 8  υπάρχει ένα μικρό πάρκο (πάρκο να το πει κανείς!) Εχω πληροφορηθεί ότι ο χώρος είναι Τουρκοκυπριακή περιουσία και πως ένα μέρος έχει δοθεί σε συμπολίτες μας για την δημιουργία επιχειρήσεων. Το μέρος που έχει απομείνει και λογίζεται ως πάρκο, βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Γνωρίζω ότι το τμήμα Κήπων καταβάλλει συνετές προσπάθειες (και αξίζουν συγχαρητήρια) για την βελτίωση τω χώρων πρασίνου της πόλης. 
Στο μικρό αυτό πάρκο πριν από χρόνια φυτεύτηκαν κάποια δένδρα τα οποία μεγαλώνουν απεριποίητα. Κάποια υπηρεσία σας, είχε τοποθετήσει σιδερένιους πασάλλους που επιτήδειος συμπολίτης μας έβγαλε Σε τακτά χρονικά διαστήματα ο χώρος χρησιμοποιείται ως πάρκιγκ αυτοκινήτων, ανώ πρόσφατα όπως θα δείτε και στην φωτογραφία, έτερος πολίτης έστησε τέντα και δημιούργησε τον δικό του χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητό του. 

Πιστεύω ότι θα πρέπει να επέμβει άμεσα το αρμόδια τμήμα σας, προκειμένου ο χώρος να εξωραιστεί και να θυμίζει πάρκο. Να απομακρυνθούν τα αλλότρια, να τοποθετηθούν παγκάκια, να κλαδευτούν το δένδρα, να μπούνε κάδοι απορριμμάτων, να ορισθεί (παλιά πρόταση που την είχατε απορίψει) κάποια οικογένεια από την γειτονιά υπεύθυνη προστασίας / επιμέλειας του πάρκου και να παραδοθεί στους κατοίκους της περιοχής. 

Με εκτίμηση
Δημήτριος Γκόγκας

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

Περί προστασίας της Ελληνικής Γλώσσας (μικρός λιτός, σχολιασμός)

 



Πολλά έχουν γραφτεί για την προστασία της ελληνικής γλώσσας και θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα περισσότερα. Σήμερα επέλεξα το εξώφυλλο ενός ελληνικού περιοδικού που κυκλοφορεί και στην Κύπρο. Όλες οι επικεφαλίδες, τοι τίτλοι των θεμάτων είναι στην αγγλική γλώσσα, ενώ είναι απολύτως σίγουρο ότι εάν γράφονταν στην Ελληνική Γλώσσα, όπως και θα μπορούσαν να το κάνουν οι συντάκτες του, θα ήταν πιο κατανοητοί. όταν όμως αναγκάζεις ένα λαό να διαβάζει αγγλικά ή τέλος πάντων μια ξένη γλώσσα σίγουρα ακόμα και ....άθελα αλλοιώνεις την μητρική του γλώσσα.

Σχολιάστε ακίνδυνα....στην ελληνική γλώσσα παρακαλώ

Κάδοι Απορριμμάτων για ...πέταμα

 Κύριε Δήμαρχε

Κύριε Αντιδήμαρχε

Κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Λάρνακας


   



 
Όπως και εσείς (πιθανόν) να έχετε διαπιστώσει, οι κάδοι απορριμμάτων σε πολλές περιοχές του Δήμου Λάρνακας βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Οι λόγοι είναι πολλοί για την κατάτια τους. Απο τους πολίτες μέχρι και τα συνεργεία καθαριότητας. Διαβάζοντας τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα της αρμόδιας Υπηρεσίας του Δήμου διαβάζω ότι είναι και η αποκατάσταση τω κάδων. Σίγουρα το κόστος μεγάλο για την αντικατάσταση όλων των κάδων, σε όλες τις περιοχές. Όμως θα μπορούσε να γίνει η αντικατάσταση σταδιακά και το κοστος να μοιραστεί στους πολίτες. Έτσι θα είναι πολύ μικρότερο. πχ στην πολυκατοικία που μένω αγοράστηκε κάδος απορριμμάτων 300ων ευρώ και το κόστος για τον κάθε ιδιοκτήτη ανήλθε σε 13,50 ευρώ. Δηλαδή όσο δύο καφέδες στην παραλιακή των Φοικικούδων. Μήπως είναι καιρός να δει η Δημοτική Αρχή σοβαρά και το θέμα αυτό; Αν θυμάμαι καλά ανήκουμε και στην ομάδα των πράσινων πόλεων! 

     



Με εκτίμηση 
Δημήτριος Γκόγκας