Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Είχα μια πήλινη αυλή* / Δημήτριος Γκόγκας

 



 
Είχα μια πήλινη αυλή
και το ποτάμι δίπλα.
Πουλί στο δένδρο η πνοή
και τ΄  όνειρο μια φυλακή
που έσβηνε τη νύχτα.
 
Από την άκρια της γης
τρεις μάγοι με ρομφαίες.
Πάνω στα βήματα θεών,
κεριά ανάβαν των νεκρών
άστρα πάνω στα κάστρα.
 
Αποσπερίτης μυστικά,
μέσα στη σκοτεινή αυλή,
κρυβότανε στους θάμνους.

Γιατί κι εγώ ήμουν παιδί
και δεν μεγάλωνα γιατί,
 χτένιζα τα φεγγάρια.
Κι ήμασταν όλοι μας εκεί.
Το γέλιο μι΄ ανοικτή πληγή.


Κάποτε- κάποτε χαράμι,
μες στην αυλή και το ποτάμι!


*@ κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα

Κλειδωμένη Ελευθερία* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

Τι να ΄ναι αυτή, η παλιό-ελευθερία;
Έκλεισε τα μάτια, κοίταξε τον ήλιο,
ύψωσε τα χέρια, έσφιξε τις γροθιές, ξέχασε τους αγώνες.
Ένας δύσμοιρος πόνος αναρίγησε τα εύθραυστα κόκκαλα του. 
Πόσο μπορεί να ασθενήσει η λευτεριά;
Πόσο ακόμα η θνητότητα του ανθρώπου;
 
Χρόνια καιροφυλακτούσε μια αδιόρατη ασχήμια
πίσω από τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Κλείδωσαν, όπως – όπως με πρόχειρα άνοα διατάγματα,
τις ξώπορτες των σπιτιών, των αυλών, τα παραθύρια
κι άνοιξαν τις κερκόπορτες του ουρανού βράδυ.
Άρεσε το φεγγάρι να κλαίει παρήγορα, το νυχτολούλουδο στο βάζο.
Αδελφικός χαιρετισμός στην πρόωρη εξόδιο.
Η απτή σιωπή μετέδιδε τη σιωπή της ψυχής.
Το αόρατο του εντός της, γίνηκε ορατό στον άνεμο.
Μια ορατή αέρινη θνησιγενής σιωπή. 
 
Έβαλε με επιμέλεια τη μάσκα στο γερασμένο πρόσωπο.
Πήρε το πρώτο λεωφορείο της μέρας από μια ξεχασμένη στάση.
Άδειο, κενό, μια ανάσα στον αέρα, έκλεισε τις κουρτίνες!
Μυρωδιά μούχλας.
Κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινο τριαντάφυλλα,
ήλπιζε ότι θα άλλαζε την εικόνα του.
Η λευτεριά που ποθούσε, ως δάσκαλος του έμαθε να ζει στα χρώματα.
Απίθωσε τα, στον άσπρο τάφο και ράγισε ο θρήνος από τον ανασασμό.
 
Ξερίζωσε τη μάσκα, μάτωσαν τα μάγουλα, γέμισε αίμα το χείλος, δάκρυσαν τα μάτια.
 
Τούτο θα πει ελευθερία.
Να αντέξεις τον πόνο σα βγάζεις τη μάσκα.
Πάνω από αυτούς που δεν πρόκαμες να φροντίσεις.
Τη μια έκαμε το σταυρό του, την άλλη γονάτιζε ευλαβικά με τα χέρια προς τον θεό.
Αιτήθηκε το απέραντο έλεός του και χάθηκε στη λευτεριά.


*Έπαινος στον 4ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμοό 2021 – 2022 των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ / Ebedi uyuyan şehir, Hükümdar Maraş / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 

Μετάφραση στα Τουρκικά:  HATİCE KERLO

 


1
                                   
Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων
και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα
συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό
να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,
που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,
τους ονομάσανε πρόσφυγες
και στις έννομες πράξειςκαι τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.
Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.
Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.
 
İnsanların ağıtlarından kısa bir süre sonra,
Ve kırmızı topraklardan, haksız şekide köklerinden edilmelerinden sonra,
Başkalarının ruhlarını anmak için,
Gizli bir okuldaymış gibi toplandı bedensizler.
Birleşmiş milletlerin noktalarında kayıplar diye belirtildiler,
Göçmen diye adlandırıldılar,
Kendi mahvolmuş yerlerinde 
Bu tür şeyler, ölçü gibi kesimler şeklinde
Hem yasalarda hem de yerlerinden edilmiş kişilerin kayıtlarında.
 
2
 
Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο,  σε βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.
Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με,  που δεν σε γνώρισα.
Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!
«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.
Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!
 
Ebedi bir şehirde, kumun derinliklerinde, seni uyurken vaftiz ettiler.
Ben hariç, evet ben hariç, seni tanımayan beni dışladılar.
“Sefil yaşamın karşılaştırmaları” diye fısıldadım.
Yabancı öylemi, Kıbrıs içinde yabancı!
 
3
 
Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,
φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,
οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,
οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.
Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.
Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,                   
να δούνε στους χρόνους της σιωπής,              
γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,
όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ξωπίσω,
ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,
κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.
Και δεν βρήκανε αποδείξεις  και υπογραφές
και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,
στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.
Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό
και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.
 
Ve o zaman, daha söyleşisi duyulmadan,
Kale’nin frizlerinden göründüler
Krallar ve mimarlar,
Yöneticiler ve bahçenin ileri bilgilileri.
Onesilus, Ptolemiler, Arsinoe, Teukros ve Theodora.
Sessiz yılların içinde, şehrin gelecekteki ve süre gelen halini görmek için
Tarihin kalıcı olan kitabını açtılar,
orada ilk söz sahibi olacak olan, pas ve terkedilmişlik kelimelerini birinci sözlerde görecektiler.
Arkasında,
Ölü avuçlarının içerisinde içi boş anlaşmaları tutan,
Christoforos Moros ve kanla boyanmış sahnede Markou Antoniou,
Ve ne kanıt ne de imza bulabildiler.
Ölü saatlerde ve kaydadeğer olmayan sessiz günlerde
Ruhu kucakladılar ve vücut teşfik etti.
Mavi gökyüzüne ellerini kaldırarak
Ve kardeşçe işaretçilerini birleştirdiler acı cennete kadar.
 
4
 
Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς
κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,
πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.
Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας
τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,
κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.
Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,
αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,
πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,
παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,
τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές
και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά
και θλιβερούς ημισελήνους.
 
 
Ve deniz kıyıları gibi bir sürü insan vardı,
Hem sahte hem de gerçek gözyaşları akarken iki dereyi birleştirir gibiydiler,
Şehrin kalabalığı taşarak eritti onu.
Kuzeyden ve diğer vatanın plajlarından o kadar çok kişi geldiler ki,
Dikenli telleri ve duvarları yükselttiler
Sütunlar ve çitler, demirler ve her türlü insan kölesi,
evler ve yollar boşaldı,
Arkalarında bırakılan,
Duvarlarda hatıralar,
asılı duyguların portreleri,
kapalı pencereler, dağınık perdeler
fotoğraf kırıntıları, ezilmiş kalpler
ve yıllardır ziyaretçi olan yılanlar ve sürüngenler,
ve üzgün Hilal.
 
Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,
αγέννητες οι λεμονιές
και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.
 
Üretmeyen portakallar,
Doğmamış limonlar bıraktılar,
Ve hiç olmadığı kadar altın olan bir kumsal.
 
 
Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,
οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,
στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,
κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.
Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.
 
Hilaller kiliselerin arkasına sinmiş,
Vicdanlar unutulmaya yönlenmiş,
Kül ve gerçekler, bugün ve gelecek okullarda mermerleşmiş,
Ve dokunulmamış olanlar geçmiş peşin olarak ödenmiş.
Plajları sünger olmuş.
 
5
 
Κι έμεινε μισό αιώνα,
κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,
στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.
Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών
και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;
Μήπως σκιές αζήτητες  στα παζάρια των λαών,
αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;
 
Ve yarım asır kaldı,
Ve dünyanın küçüklüğünde kocaman bir asırdı,
Katı bir kalp ve amansız ruhlar.
Evagora’nın yüzünde sakalı olmayan o erkeklerine,
Ve o erkeklerin güçlerine ne oldu acaba?
Sadece bir tanık olduğunu söyleyerek,
halk pazarlarında gölgeler olarak mı kaldılar?
 
6
 
Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.
Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!
Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!
 
Maraş: seni haksızlığa uğratan inanları, haksız görme.
Kızım sana ne kötülük yaptığını, hiçbir zaman öğrenmedi.
Ve senin onu affetmen için sana geri dönüşü borçludur!
 
 
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
 

Νέοι «Απόστολοι» επί γης «απομακρύνουν» τους ανθρώπους από την ζωή

 μια επισήμανση του Δημητρίου Γκόγκα



Στην Κένυα, πάνω από 100 άνθρωποι κάθε ηλικίας (παιδιά- γυναίκες- άνδρες) οδηγήθηκαν από τον αρχηγό μιας αίρεσης (το όνομά του:  Πολ Μακένζι Νθένγκε) σε εξαντλητική νηστεία, προκειμένου να «συναντήσουν» τον Ιησού Χριστό που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατό τους. Οποιαδήποτε και εάν είναι η έκβαση αυτής της υπόθεσης, προσωπικά θέλω να τονίσω ότι είναι λάθος ο τρόπος που κατανοούμε ως σύγχρονη κοινωνία το κήρυγμα και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού. Η εκμετάλλευση του ονόματός του και της σοφίας των λόγων του, δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί δραστικά και με συνετό τρόπο. Εάν δεν ενδυθούμε τις αλήθειες των Ευαγγελίων και όχι της «αλήθειες» που μας βολεύουν και μας «σατανίζουν», οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια σε επικίνδυνους δρόμους και χρόνους χωρίς επιστροφή. Τους ζούμε ήδη.

 

 

Μέρες "αποκάλυψης"

μια επισήμανση του ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ


Ένας άνδρας, διαβάζω, επαγγελματίας "δωρητής σπέρματος" αποκαλύφθηκε ότι είναι "πατέρας" (να τον πει κανείς) περίπου 500 παιδιών ανά τον κόσμο. Ορισμένα από αυτά΄τα παιδιά βρίσκονται στο ίδιο κράτος (είναι φυσικό 200 και κάτι, είναι όλα τα κράτη στη γη). 13 από αυτά εντοπίστηκαν ήδη στην Ολλανδία. Τώρα λοιπόν η παγκόσμια ιατρική κοινότητα ανυσηχεί για μελλοντικές αιμομικτικές καταστάσεις, πιθανές ασθένειες κτλ. Τα "προηγμένα" κράτη της δύσης άρχισαν να βλέπουν κενά στις διαδικασίες. (Εξ ου και η παγκοσμίου φήμης φράση (ελληνικής καταγωγής και προελεύσεως βεβαίως - δις): το πολυ το ...τακα- τακα κάνει το παιδί ...μαλάκα) Αργά ισως να είναι; Ποτέ λέμε δεν είναι αργά. Αλλά σίγουρα είναι μια μικρή παράμετρος από την "τραγική αποκάλυψη" της ανθρώπινης κατάντιας. 

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

αΝεΚΠΛηΡωΤο */ Δημήτριος Γκόγκας

 

Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. "Odysseus and the Sirens" - Alexander Bruckmann (1806 – 1852) . 


 
(τραγούδι που γράφτηκε την 2η πρωινή ώρα)
 
Ευχήθηκα μια Κυριακή να έρθεις για τσιγάρο
κι όσα κι αν είχα μες στο νου, για σε θα παρατούσα.
Από τα χείλη σου τα δυο την κάφτρα να σου πάρω
κι ύστερα μες στον άνεμο τη στάχτη να πετούσα.
 
Μα συ γλυκά αρνήθηκες και είπα δεν πειράζει.
Μπορώ εγώ να σ΄ αγαπώ σε κάποιο εικονοστάσι.
Από τα μάτια σου ζεστό, το δάκρυ σου να στάζει.
Μαντήλι να το σκούπιζα, μα ξέρω είχα διστάσει!
 
Τα πρωινά σηκώνομαι κι ανοίγω τις κουρτίνες.
Κρατώ στο χέρι τον καφέ, στο στόμα τη συγνώμη.
Δεμένος παν στην κουπαστή,  ακούω τις σειρήνες
και τρέχουνε και κρύβονται στ΄ αμπάρια οι λοστρόμοι.
 
Γλυκά να σε νανούριζα μα η σκέψη με τρομάζει.
Πως πάλι θα με αρνηθείς πριν απ΄ την σταύρωση μου.
Το σαπιοκάραβο που ζω, τα κύματα αγκαλιάζει
και συ γελάς που γίνηκες αγκάθι στη ψυχή μου.

*Κατοχυρωμένο