Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Όπου φτωχός κι η μοίρα του...

Όπου φτωχός κι η μοίρα του ....ακόμα και στο λόγο Πριν από καιρό, βρισκόμουν προσκεκλημένος σε μια δεξίωση, ξέρετε από εκείνες τις συναθροίσεις πλουσίων (τι τα ήθελα και εγώ) όπου ανταλλάσσονται ιδέες υψηλού επιπέδου για ....επενδύσεις, συν...αδελφικό χτίσιμο ονείρων και σχεδιασμούς κοινών δράσεων με κονδύλια δημοσίου. Σε ένα από τα πηγαδάκια με το ποτήρι γεμάτο σαμπάνια, (ει δυνατόν να κρατείται από τη βάση και όχι από τον κορμό) (εγώ παρεμπιπτόντως έπινα χυμό ο άθλιος και συζητήθηκε) όπου αναπτύσσονταν οι παραπάνω δράσεις βρέθηκε και η αφεντιά μου. Η συζήτηση αφού κύλησε ομαλά με νούμερα και άλλα επιχειρηματικά στοιχεία, έφτασε και στην εκμετάλλευση των φτωχών κοινωνιών αλλά και στην μοίρα των προσφύγων λόγω πολέμου. Και αφού αναλωθήκαμε σε παράθεση σχετικών ειδήσεων, την ώρα της κριτικής πανεπιστημιακής μόρφωσης στο ίδιο πηγαδάκι πέταξε την άποψη που προφανώς έκρυβε με επιμέλεια στα σωθικά του. " Αγαπητοί μου, χτίσανε την μοίρα τους, εμάς ε μας κόφτει. Καλά να είμαστε και να περνάμε καλά. Και να συνεχίζουμε να ζούμε έτσι. Ας λύσουν τα προβλήματα μόνοι τους" Σφίχτηκε το στομάχι μου και αναρωτήθηκα τι γύρευα εκεί πέρα. Για λόγους όμως κοινωνικής αβρότητας παρ όλο που ευγενικά διαφώνησα, συνέχισα να πίνω μαζί τους το χυμό. Έτσι λοιπόν φίλοι μου, οι πλούσιοι άνθρωποι που έχουν λύσει το βιοποριστικό πρόβλημα, έχουν την δυνατότητα να λένε και μια βλακεία παραπάνω. Κανείς δεν τους πειράζει. Οι στατιστικές λένε ότι οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι είναι σοφότεροι. Όμως αλήθεια τι αξία έχει η σοφία όταν περνά από πάνω σου μια σφαίρα, ένας όλμος, η το κεφάλι σου θερίζει η έννοια της επιβίωσης;

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΤΟΠΟ: Ποιητική Συλλογή σε μορφή e-book του Δημητρίου Α. Γκόγκα


ΠΟΝΟΣ

 Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.

Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που ‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.

Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.




όλη η συλλογή στη σελίδα: http://www.easywriter.gr/ebooks/item/2868

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Στίχοι στα αβαθή θαλάσσης

Στίχοι στα αβαθή θαλάσσης
-----------------------------------
Για να σε μάθω όπως είπα και παλιά,
πρέπει ν΄ αλλάξεις στίχους στη ζωή σου. 
Μου λες γεννήθηκες με φάλτσα ιδανικά.
Κι άλλα ζητάει η ψυχή και το κορμί σου!

Βάλε τους στίχους σ΄ ένα τοίχο από γυαλί.
Στήσε απέναντι τόξα και πολυβόλα.
Αν θες κρατήρας να γενεί μία ρωγμή,
ξεκίνα να χτυπάς και πυροβόλα.
Για να γευτώ δροσιά της χαραυγής,
 πες καλημέρα κι άνοιξέ μου την καρδιά σου.
Μου τραγουδάς: όλοι οι στίχοι επί γης,
 σου λένε πως δεν χωράω στην αγκαλιά σου.
Αυτούς τους στίχους που θα πέσουνε νεκροί.
Χωρίς αξία θα τους θάψω στη γωνία.
Καμία μπάντα δεν θα παίξει μουσική,
 και η ζωή σου θα γευτεί την τραγωδία.
Στον επικήδειο ίσως να ακουστεί,
πως κάποιοι στίχοι σου, μιλούσαν και για μένα.
Μα μες στα δάκρυα κανείς δεν θα νοιαστεί,
 αν ήταν μέσα στην Πατρίδα ή στα ξένα.
Κι αν έστω αργά, τη σκέψη ενδυθείς,
πως λίγους στίχους σου θα πρέπει να αλλάξεις.
Πάνω απ΄ το μνήμα τους με μύρο να πλυθείς.
Με λόγο λάβα, να τους ανατινάξεις.
Στις χούφτες σου, όλες τις στάχτες να κρατάς.
Περίμενε γλυκός αέρας να φυσήξει.
Μαζί μ΄ αυτές, διώξε και μένα. Μην κοιτάς.
Το παρελθόν παραφυλάει να χυμήξει.
Με όλα αυτά ξέχασα κάτι να σου πω.
Στίχος που ξέμεινα στα αβαθή θαλάσσης,
ήμουν και είμαι. Μ΄ ακόμα σ΄ αγαπώ,
 ένα στιχάκι που αν το φας δεν θα χορτάσεις!

ΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ / Δημήτριος Γκόγκας


 Τιμητική Διάκριση 
στον 5ο Διεθνή 
Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ζωοφιλίας
Με τον απρόσμενο θάνατό σου 
άλλαξε με μιας και τις καθημερινές συνήθειές του.
Δε λαχταρά το φαγητό που του έδινες.
Δεν ξεδιψά στο νερό που έχυνες στο πήλινο.
Δεν κλωθογυρίζει από χαρά σαν έφτανες στη ξώπορτα.
Δε μυρίζει τις οσμές του κόσμου από την αγκαλιά σου.
Δεν ψάχνει άλλο σκαμμένο πρόσωπο να δίνει το φίλημά του.

Μέρα και νύχτα κάθεται πάνω από το μνήμα σου.
Σέρνεται στο χώμα να σε γευτεί.
Ν΄ ακούσει τη φωνή σου.
Ψάχνει τα δάκτυλά σου.
Χώνεται χάμω απ΄ τα λούλουδα και τα στέφανα
Και σιωπά.
Η σιωπή τώρα
είναι ο πιστότερος φίλος του.

Μόνο, κάπου – κάπου, βαθειά μέσα στην άμπωτη της λύπης
ξεφεύγει ένα αλύχτισμα, σαν στεναγμός θανάτου.







«ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ» / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

                Γ’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ «ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ»                                           ΣΤΟΝ  8ο ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ 



ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…

Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο, είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, 
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.

Υποκρισία / Δημήτριος Γκόγκας


Αν τιμωρούσα μια λέξη
Αν την έστηνα στον τοίχο για τουφεκισμό
Θα ήταν η λέξη υποκρισία
Μα έτσι θα σκότωνα όλο τον κόσμο;
Ίσως και τον εαυτό μου!

Στο δικαστήριο δεν θα μιλούσα και πολύ για μένα
Παρά μόνο για κείνη
Μα και τούτη η τακτική εμπεριέχει ψήγμα υποκρισίας
Ίσως είναι και μια απόλυτη αδυναμία της φύσης
Να αντισταθώ
Φορώντας τη μάσκα
Μην με καταλάβουν οι κίβδηλοι
Που κρύβονται και κείνοι στα παραπετάσματα που στήνουν εντέχνως.
Στα έδρανα των ενόρκων φορώντας κουστούμι
Η άπλετος δικαιοσύνη με τα μαύρα γυαλιά
Η άμεμπτος αλήθεια και η των γερόντων αλόγων ηθική
Ανάμεσα στους στίχους μας και όχι στη ζωή των ανθρώπων
Σηκώνοντας είναι αλήθεια και πάλι τούτο και πάλι εκείνο το δάκτυλο
Δείκτης θαρρώ
Καθώς η σκουριά θα σιγοκαίει στα στήθη μας και το ψέμα στην ψυχή μας