Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μικρά πεζά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

...ρατσισμός

Δεν μπορεί παρά να δεχτείς ότι ζεις σε μια ρατσιστική κοινωνία. Δεν μπορεί παρά να δεχτείς πως ότι και να κάνεις το μικρόβιο, ο ιός του ρατσισμού δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με επαρκείς τρόπους, με θεραπείες που θα θέσουν τέλος στην καταστροφική πορεία του, στο σώμα του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτείας. Πάντα θα κρατείται μυστικά στα συρτάρια του νου και της ψυχής μας, το χρυσό χάπι. Οι άνθρωποι θα συνεχίσουν, διότι η παιδεία που τους χορηγείται είναι ανεπαρκέστατη, να συμπεριφέρονται απαξιωτικά και υπεροπτικά απέναντι σε ότι είναι διάφορο της μέσης οδού, που έχουν ορίσει κάποια διευθυντικά μέσα, να καλουπώνουν μια στυγερή καθημερινότητα. Μια αντιδημοκρατική σκέψη, μια λανθασμένη αντίληψη των πραγμάτων. Ακόμα και στην λέξη ρατσισμός ή αντιρατσιστικός, υπάρχει ο ρατσισμός. Το μόνο που μπορείς είναι να συνεχίσεις μια καταδικασμένη σε αποτυχία προσπάθεια, με την ελπίδα ότι η ελπίδα σου να δεις ένα άσπρο φως, ζει, υπάρχει και μπορείς να κρατηθείς ζωντανός ανάμεσα σε όλα όσα θεωρείς ότι αξίζουν. Και αξίζουν όλα...

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Ο φόβος μιας γυναίκας





Έπιασε το χέρι του και όχι από συνήθεια. Τον αγαπούσε τον σύντροφό της. Το χέρι του ήταν μια σταθερά στη ζωή της. Χτύπησε τη πόρτα του ιατρείου. Άρχισε να μιλά, μόλις της δόθηκε ο λόγος, για την δική της ασθένεια: «Ο άνδρα μου γιατρέ δεν προσέχει καθόλου την υγεία του». Αναφερόταν σε αυτά που την ενοχλούσαν χωρίς σταματημό, στο μικρό της ταξίδι την συντρόφευαν δάκρυα. Έσφιγγε ακόμα περισσότερο το χέρι του άνδρα της. Εκείνος δεν μιλούσε. Άκουγε!
«Κυρία, κυρία Ευτυχία» είπε ο γιατρός «μιλήστε μου για σας, για τον δικό σας πόνο, από τι πάσχετε;»
«Από φόβο γιατρέ. Αν πάθει κάτι ο άνδρας μου, αν φύγει από κοντά μου, δεν θα έχω κανένα στήριγμα. Από φόβο πάσχω!»

Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Ο ποιητής πριν από την Πύλη.


Οίκος ευγηρίας / 28 Απρ 2019

Τη μέρα που δοξάστηκε η νίκη επί του θανάτου, τη μέρα ετούτη επέλεξε να πάει στον αγαπημένο του ποιητή. Και ήταν εκεί, ξαπλωμένος στο μονό κρεβάτι, σκεπασμένος ως το λαιμό, μόνη διέξοδος του κορμιού μια σκιά κρανίου, με το περιποιημένο μούσι και τα μάτια ορθάνοιχτα.
Του χάιδεψε το κεφάλι, κρύο και ρίγησε. «Ποιητή, με ακούς;» «Ποιητή με ακούς;» επανέλαβε εκείνος, στον χρόνο που κλωθογύριζε,  τη ζωή, η άνοια και η λήθη. Το βλέμμα ακούνητο, τα χείλη στεγνά. Χέρια γαντζωμένα στο αόρατο κουπί, που δεν θέλει να κουνήσει. Απρόβλεπτος ο συνομιλητής της ζωής. Δεν θέλει να τηρήσει την συμφωνία. Βιάζεται και η βάρκα παρασέρνεται από το ποτάμι, έτοιμη να διαβεί την πύλη, όπου η σιωπή κυβερνά και άρχει το αιώνιο. «Ποιητή ακούς;»

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ο σφαγέας του Όρλιακου / Δημήτριος Γκόγκας




    
Ο κουρνιαχτός είχε αρχίσει να κοπάζει από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει. Τα παιδιά κρύωναν και προσπαθούσαν να προφυλαχθούν μπαίνοντας κάτω από κοφίνια και ψάθες. Είχαν μουσκέψει τα πάντα και η μετακίνηση δυσκόλευε. Το χώμα λάσπωσε και τα ζωντανά μετά βίας τραβούσαν τα κάρα. Λίγο ακόμα όμως. Μέχρι και το Σιβρί* είχε μείνει πολύ λίγος δρόμος.
     Είχανε ξεκινήσει από τα Γρεβενά. Ο τόπος εκεί, κάτω από το βουνό, τον Όρλιακα είχε γίνει επικίνδυνος. Οι Τούρκοι με συνεχή γιουρούσια, έκλεβαν, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν όποιον τους αντιστεκόταν ακόμα και με τον λόγο. Από αυτή την κατάσταση δεν γλίτωναν ούτε τα μικρά παιδιά, που καταντούσαν γενίτσαροι του στρατού τους.
      Αφού ξημέρωσαν όπως – όπως, κίνησαν με μια τελευταία ανάσα για να φτάσουν στην κορυφή. Εκεί ψηλά, δεν θα τους ενοχλούσε κανείς. Ούτε και ο θεός ο ίδιος! Βάλανε τα δυνατά τους, έζεψαν και πάλι τα ζώα, βοήθησαν οι νέοι με όλη τους την δύναμη, οι γυναίκες στις προετοιμασίες των φαγητών, βοήθησε και ο ατάραχος ήλιος. Πήραν το μονοπάτι από την περιοχή του Πέγκου* και πριν ο ήλιος δύσει ύψωσαν τα χέρια τους προς τον μεγαλοδύναμο. Η πορεία τους προς την νέα Πατρίδα, είχε πάρει τέλος. Εδώ θα στέριωναν.
      Η κάθε μια από τις δέκα οικογένειες διάλεξε και πήρε από ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πουρνάρια και τα μικρά δένδρα του βουνού. Ο Δημητρός μα την γυναίκα του, την Πασχαλίνα πήραν έτσι νόμιζαν το καλύτερο. Το πιο ασφαλές ναι, αλλά όχι και το καλύτερο. Μάντρωσαν τα λιγοστά πρόβατα που έφεραν μαζί τους, δυο τρεις κότες και έναν πετεινό, τις δυο τους αγελάδες και ένα άλογο. Τον πρώτο καιρό, σπίτι τους ήταν το κάρο. Σιγά – σιγά, όπως και οι υπόλοιποι άρχισαν με ότι έβρισκαν, πέτρες, ξύλα και λάσπη να χτίζουν το σπιτικό τους. Σε λιγότερο από δύο μήνες, είχανε υψώσει ένα δωμάτιο, μια υπαίθρια τουαλέτα, στάνη για τα ζωντανά και ένα μικρό κήπο για λαχανικά. Τώρα χρειάζονταν οπωσδήποτε, να βρούνε μια σταθερή πηγή για νερό, τόσο για αυτούς όσο και για τα ζώα.
        Ο κοντινότερος τόπος για νερό, ήταν το ρέμα που περνούσε από τους πρόποδες του βουνού. Μία ώρα δρόμος να πας και να έρθεις, κάθε μέρα με τις στάμνες στους ώμους. Δύσκολη ζωή και η διαδρομή άρχισε να δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, καθώς άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι ακούγονταν περίεργες φωνές μέσα από τα πουρναρόγκαθα και τις απόκρημνες πλαγιές. Ο Δημητρός προσπαθούσε να μην δίνει σημασία.
   «Χάθηκε ο Βαγγέλης Δημητρό» του είπε μια μέρα η Πασχαλίνα. «Κανείς δεν ξέρει τίποτα, μην πας σήμερα για νερό. Έχουμε ακόμα λίγο. Μας φτάνει. Έχω ένα περίεργο σφίξιμο. Μην πας» Και δεν πήγε ο Δημητρός εκείνη τη μέρα. Το βράδυ μαθεύτηκε ότι εξαφανίστηκε και ο Πετράκης. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το νερό λιγόστευε και οι άνδρες αποφάσισαν να κατέβουν σε παρέες ώστε να αντιμετωπίσουν ότι κακό συνέβαινε. Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα, φορτώθηκαν τις στάμνες ο Δημητρός, ο Γιάννος και ο Βενέτης. Κατηφόριζαν μαζί, με φόβο και προσοχή. Δεν θα ήθελαν επ ουδενί να έχουν την τύχη που είχαν οι συνάνθρωποί τους. Ήταν καλοί άνθρωποι και δεν έφταιγαν σίγουρα.
    Λίγα μέτρα πριν από την γούρνα με το νερό, σταμάτησαν έντρομοι μπροστά στη φρίκη που αντίκριζαν. Ο Βαγγέλης και ο Πετράκης κρεμασμένοι ανάποδα από δύο δένδρα, με μεσοκομμένους τους λαιμούς, το αίμα να πέφτει στάλα, στάλα, μύγες και μέλισσες πάνω τους. Δυο τσομπανόσκυλα να γλύφουν το χώμα και να τους κοιτούν με άγρια διάθεση. «Μην πανικοβάλλεστε» είπε ο Δημητρός. «Μην φοβάστε» Πήρε δυο πέτρες και άρχισε να τις πετά προς τα σκυλιά τρέχοντας. Εκείνα τράπηκαν σε φυγή και σταμάτησαν περίπου εκατό μέτρα πιο κάτω.
«Είσαι σκληρός» ακούστηκε μέσα από τα πουρνάρια μια φωνή και έκανε την εμφάνισή του ένα αγρίμι δασύτριχο. Ψηλός δυο μέτρα θα ήταν σίγουρα, με τουφέκι στα χέρια και στους ώμους  του τσεκούρι. Ξεχώριζε το ματωμένο μαχαίρι στο ζωνάρι. «Αυτά παθαίνουν όσοι δεν σέβονται τον τόπο μου. Το ποτάμι και το νερό είναι δικό μου» τους είπε. «Το νερό και τα ποτάμια, είναι του θεού. Υπάρχουν για όλους, όλοι μπορούμε να ζήσουμε!» απάντησε ο Δημητρός. «Κανείς δεν σας κάλεσε, να φύγετε από δω, να πάτε πίσω στο βουνό που σας γέννησε, το πολύ να μείνετε κει πάνω στο Σιβρί» «Εκεί θα μείνουμε, μα θέλουμε τώρα νερό, θα πάρουμε, να πάρουμε και τους φίλους μας και θα φύγουμε» «Οι φίλοι σας σκότωσαν δυο σκυλιά, σαν αυτά που κυνήγησες. Θα πάθετε ότι πάθανε» Και άρχισε να πυροβολά. Ο Γιάννος, έπεσε κάτω, τον βρήκε η σφαίρα στο πόδι. Ο Δημητρός, πριν προλάβει να οπλίσει ξανά, έπεσε πάνω του, έτρεξε για βοήθεια ο Βενέτης, τον ακινητοποίησαν, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο με μανία και δύναμη, τον μάτωσαν και το στόμα γέμισε αίμα και σπασμένα δόντια. Τα σκυλιά έφυγαν τρομαγμένα. Τόση ήταν η μανία του Δημητρό.
Πριν τον αφήσουν, πήρε το τσεκούρι και του έκοψε το χέρι. Του το κάρφωσε στο κρανίο και ένα ουρλιαχτό ξεπήδησε από μέσα του. Έσκαψαν γρήγορα ένα λάκκο, τον έριξαν μέσα και τον σκέπασαν με χώματα και κλαδιά. Σταυρό δεν έκαναν. Μην τον ψάξει και κανείς. Ξεκρέμασαν τους δυο συντρόφους, τους εναπόθεσαν κάτω από τα δένδρα, θα κατέβαιναν αργότερα με άλλα δυο άλογα να τους φορτώσουν, να τους γυρίσουν στις στάνες και να τους θάψουν. Οι γυναίκες θα τους έκλαιγαν κατά πως αρμόζει. Πήραν στους ώμους τον Γιάννο, αιμορραγούσε μα δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν τα συμβάντα και συμφώνησαν πως η ζωή και εδώ θα ήταν το ίδιο επικίνδυνη. Και μάλιστα, από το δικό τους γένος.

*Σιβρί: Βουνό του Στρυμονικού Σερρών
* Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού Σερρών


121 λέξεις για έναν ποιητή (Συνάντηση της 30ης Μαρτίου 2019)



Στον Στέφανο Ζυμπουλάκη

   
   Βρήκα τον χτύπο της ποίησής του απίστευτα ισχνό. Από τα τρίσβαθα της καρδιάς έβγαινε μια βαθιά μελαγχολία και σημείωνε στον χρόνο πως η ψυχή του θα ήθελε να μείνει καθαρή. Στο βλέμμα του η αλησμόνητη πατρίδα. Πως κυριάρχησε έτσι η μοίρα επί του ανθρώπου; Από την Αμμόχωστο, στη  Λάρνακα. Τώρα χωρίς βιολί, χωρίς πέννα, χωρίς μελωδία στη ψυχή και στο σώμα. Τι να ρωτήσεις, τι να σου απαντήσει;
   Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εγώ αμέσως διέκρινα στίχους από τα: «Αναζητήματα», τις «Λευκές Αϋπνίες» τους «Μεταβολισμούς», από το εξαιρετικό «Ιστόρημα» παρέα με το «Χειρ Κυρίου». Στο βάθος της ίριδας τα «Ερωτικά της Εύης», αντάμα με το αφιέρωμα στη μάνα «Λούλα Γιάγκου Ρώσσου» και το γλυκόπιοτο: «Της Πίκρας Μου Βιολί». Αυτός δεν ξέρω τι είδε!

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

Ημέρα γιορτής, ημέρα πένθους… στο διαδίκτυο / Δημήτριος Γκόγκας



Ανήμερα της γιορτής του πέθανε.

Από πολύ πρωί, το κοινό τους προφίλ, απόδειξη εμπιστοσύνης, αγάπης, γέμιζε με χαρούμενα μηνύματα, ευχές. Τον άφησε να κοιμηθεί λίγο περισσότερο, το δικαιούνταν, ήταν η μέρα του. Δεν άκουσε την τελευταία του πνοή. Όταν το κατάλαβε, το διαδίκτυο αντέδρασε μαζί της. Μετά τα «Χρόνια πολλά», ακολούθησαν τα συλλυπητήρια, «λυπάμαι πολύ». Στη στιγμή η χαρά αναμίχθηκε με το πένθος.

Το δάκρυ αιχμαλώτισε την οργή, την αγανάκτηση. Άρπαξε το τηλέφωνο, το πέταξε με μίσος. Γκρεμίστηκε ο μεσότοιχος. Πέταξε τον υπολογιστή στο δρόμο, φάνηκε μια ρωγμή. Τα έσπασε σε μικρά κομματάκια. Κατάπιε. Το πρόσωπό της έγινε οθόνη, τα χέρια πληκτρολόγιο, το σώμα της μονάδα, τα πόδια καλώδια. Τέλος, άκουσε έντρομη τον εαυτό της να ψελλίζει: «Χρόνια πολλά», «καλό ταξίδι».

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Μακαρόνια με κιμά: Μονόλογος για τους αγρίους της ενδοχώρας


 Κοιμάσαι κι ονειρεύεσαι σαν μην υπάρχει ένα διαφορετικό μέλλον μέσα στα όνειρά σου. Η μεγάλη τσέπη, η τεράστια κοιλιά, ένα φαλαινοειδές στόμα, μακριά χέρια  για να θωπεύουν κακόμοιρες κυρίες έτοιμες να λογοδοτήσουν μόνο σε ότι υπάρχει ανάμεσα στα πόδια τους και μακριά από την ενασχόληση με τα κοινά με ένα σωρό δικαιολογίες. Τη μια ο αιώνιος καναπές και την άλλη η τεράστια κοιλιά (το είπαμε και πιο πάνω) που απόκτησες με τη βοήθεια φίλων που ασχολούνται με τα κοινά. 
   Ούτε λόγος για τα πεινασμένα παιδιά του πολέμου, για την ρύπανση του πλανήτη, για την εγκληματικότητα, ούτε λόγος για τίποτα, πάνω  στα καρκινώματα που ραπίζουν την κοινωνία. Συνήθισες να βλέπεις τους άλλους με καρκίνο και δεν καταλαβαίνεις ότι καρκίνος είσαι εσύ. Η φαλάκρα που απέκτησες δεν σε πειράζει. Κάνεις χωρίστρα τις σκέψεις σου. Από δω εσύ και από την άλλη όλοι οι άλλοι, οι βλάκες.  Συνήθης φράση σου: ας πρόσεχαν όλοι αυτοί. Το πόσταρες (έτσι σου αρέσει και σε όποιον αρέσει) και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπας και πιάσεις καμιά γκόμενα. Όχι πως έχεις ανάγκη. Καλά να είναι η μεγάλη τσέπη και κείνο το φαλαινοειδές στόμα. Πόσα χωράει το άτιμο! Η ζωή σου κυλά κατά πως τη σκέφτηκες. Τελικά σου έκαναν καλό οι φιλίες με τον δάσκαλο, τον παπά και τον δήμαρχο, όχι πως θα τους άφηνες στην ησυχία. Δεν παίρνεις καμιά απόφαση κι είσαι ο τέταρτος της παρέας. Πατρίς, θρησκεία, παιδεία και συ το τούβλο κρατάς ρο μυστρί και ράβεις και δένεις. Ρε μεγάλε, φτου σου και πάλι φτου. Ομορφάντρα μου εσύ. Κοιτά το καθρέφτη, μετράς το μπόι σου και δεν βλέπεις ούτε ένα ψεγάδι. Η καθαρότητα της φυλής όλη πάνω σου. 
   Για το μέλλον;
  Δεν ανησυχείς καθόλου ....το μάτι σου αστράφτει όπως και το πιρούνι στη θέα μιας μακαρονάδας με κιμά. 


Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Ανταμοιβή! / Δημήτριος Γκόγκας



     
 Τον εαυτό της σκεφτόταν. Παρακάλεσε τον θεό, να της δώσει το δικαίωμα, λίγους μήνες πριν εκπνεύσει, η προθεσμία των γιατρών, να τιμωρήσει όλους όσους την πρόδωσαν στη ζωή. Κάποιες δεκάδες έκαμαν την εμφάνισή τους με τη συνοδεία αγγέλων στη σάλα της, μαστιγώθηκαν, μάζευε τα δάκρυά τους κι ύστερα τα έπινε στην υγεία της. Συχνά την άκουγαν να ουρλιάζει από έντονη συναισθηματική φόρτιση.
      Ένα μήνα πριν λυτρωθεί, της κοινοποιήθηκε το λάθος των γιατρών. Θα ζούσε. Της αφαιρέθηκε το δικαίωμα της τιμωρίας. Λυπήθηκε, είχε συνηθίσει στη θέα του αίματος και των δακρύων. Ένα πρωινό χτύπησε και η δική της πόρτα. Άγγελος Κυρίου την παρέδωσε φορώντας μισοφόρι στην άπληστη συκοφάντισσα. Την είχε βρίσει κάποτε και τώρα εκείνη πεθαίνοντας ζήτησε την τιμωρία της. Θεία δίκη!

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

121 λέξεις σε έναν αποχαιρετισμό




Όταν κλείνεις τα μάτια για  τον αιώνιο ύπνο, δεν μπορεί να δεις τα έδρανα της εκκλησιάς που έχουν κατακλυσθεί από ανθρώπινη αγάπη. Την αγάπη που πιθανόν να μη σου έδειξαν οι άνθρωποι σαν είχες ανοικτά. Παραλύουν και νεκρώνονται οι αισθήσεις σου. Δεν μπορείς να διαβάσεις τα χείλη τους. Εκείνα τα χείλη που μπορεί και να ξεστόμισαν άλογες λέξεις, δριμύτατες αναφορές και τώρα σου λένε το ύστατο αντίο. Δεν μπορείς να ακούσεις τους συγκινητικούς επικήδειους, τα όμορφα λόγια των συγγενών σου, το γλυκό ψιθύρισμα στο νεκρικό αντίο, τους ύμνους, την θαυμάσια εξόδιο ακολουθία, το στερνό τραγούδι των χορωδών.
Δεν μπορείς να γευτείς το δάκρυ των αγαπημένων σου, που πέφτει σαν στάλα βροχής στο μάγουλό σου. Γίνεσαι μνήμη πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.

Ο αλήτης του χωριού / Δημήτριος Γκόγκας



Ήταν ατίθασο παιδί και απροσάρμοστο. Αλήτη τον φώναζαν στις γειτονιές. Το δάκτυλο τους πάντα σημάδευε στην καρδιά του. Τον ακολουθούσε η φήμη ότι μιλούσε με αγριομέλισσες. Λάτρευε τον χωματόδρομο που οδηγούσε στο ξωκλήσι του Αγίου Χαράλαμπου. Μάζευε κάλυκες, τους έλιωνε και έφτιαχνε καλάι.  

Τα βράδια στο χωριό, ήταν μοναχικά. Καθότανε παράμερα, πάνω στο πετρόχτιστο περίβολο του Δημοτικού Σχολείου και παρατηρούσε τους χωριανούς να πηγαινοέρχονται στη μεγάλη βόλτα της πλατείας. Πάντα του σφυρίζανε και κείνος κρυβόταν πίσω από τα πεύκα.

Ένα καλοκαιρινό μεσονύχτι, παρατεταμένο φρενάρισμα σταμάτησε τους παλμούς του χωριού. Η δημοσιά γέμισε με αίμα. Οι επί του καθήκοντος κούνησαν υποτιμητικά το κεφάλι. «Ο αλήτης είναι» είπαν. Από τις τσέπες κύλησαν κάλυκες και λιγοστό καλάι. Τα πήραν για τεκμήρια και αποδεικτικά στοιχεία.

Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Η μικρή ιστορία του / Δημήτριος Γκόγκας



Είχε μάθει να ζει χωρίς πατέρα από μικρός, μέχρι που τον έχασε ξαφνικά στα είκοσι δύο του χρόνια. Και τότε έκλαψε διπλά. Όχι γιατί ήταν ένας άυλος πατέρας. Πριν πατήσει τα επτά του χρόνια, τον άφησε για την ξενιτειά. Εκεί όπου η πληρωμή του βασάνου και της πίκρας θα έδινε ψωμί στο τραπέζι της οικογένειας. Τον είδε δίπλα  του γύρω στα δεκαπέντε. Χαμογελούσαν μαζί. Κόπιαζε ματώνοντας τα χέρια στη βασανισμένη γη, μπήγοντας τα δάκτυλα στο κατράμι. Πάντα ένα άσπρο μαντήλι σκούπιζε τα δάκρυ από τα μάτια του. Κι ύστερα πάλι χτύπησε την πόρτα της ξενιτιάς. Μέχρι που η επιστροφή στην πατρίδα, του δώρισε το εισιτήριο του θανάτου. Εκείνος τηρώντας την παράδοση έγινε μετανάστης στην ίδια του την πατρίδα, αποχαιρετώντας τον πατέρα.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2018

Η Λίζα του κ. Απόστολου



     H Λίζα καθότανε κουλουριασμένη στην άκρη του μπαλκονιού με ακίνητη τη μικρή της ουρά καθώς το μοιρολόι από τα χείλη των μαυροντυμένων γυναικών πίκραναν την καρδιά της. Ο κύριός της είχε πεθάνει και δεν πρόκαμε ούτε τα χέρια του να φιλήσει. Ακολούθησε με το δικό της βήμα την πομπή και σκάλισε κάποια κιτρινόχρωμα με τα ποδαράκια της. Έσκυψε με σεβασμό και φίλησε το ελαφρύ χώμα που σκέπασε τον Απόστολο. Κατάλαβε πως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
      Γύρισε στο σπίτι κουρασμένη και μόνη. Η ψυχούλα της ραγισμένη κυλίστηκε μέσα στις αναμνήσεις και αναρίγησε. Κλωθογύρισε γύρω από τον εαυτό της, πουθενά ηρεμία. Πόνος. Κάτω από το μπαλκόνι βρήκε ένα πουκάμισό του. Ξάπλωσε πάνω του κι άφησε το πνεύμα της ελεύθερο στον ουρανό.

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018

Ο Ποιητής και το κάδρο / Δημήτριος Γκόγκας






Τις μέρες περνούσε στο πρόχειρο ραφείο της μάνας, στη χωμάτινη αυλή του πατρικού του. Έραβε, ξήλωνε  τον κόσμο του στο πολύχρωμο πουλόβερ. Κόκκινοι κεραυνοί σ΄ ένα απέραντο πράσινο με κίτρινες ανταύγειες. Τα μοναχικά βράδια, πετούσε μια κλωστή, δεμένη σ΄ ένα γάντζο και σκαρφάλωνε στο παμπάλαιο κάδρο του τοίχου. Μια σχισμάδα ήταν η μυστική πόρτα για να φυγαδεύσει την καταδικασμένη ονειροπόληση του.

Κάποιες φορές σκούπιζε μ΄ ένα ιδρωμένο στίχο το αίμα που έσταζε, ως μια ακίδα, μολυσμένη βελόνα, τρύπαγε τα άκρα του. Στο κάδρο βημάτιζε στους λόφους και τα πέτρινα γιοφύρια, κολυμπούσε στους καταρράκτες, έκαμε παρέα τα πουλιά στα δένδρα κι έβλεπε την μάνα του αιώνια να μπαλώνει τα ρούχα του. Κάθε πρωί, ένα διάφανο δάκρυ τον ξέβραζε στο πάτωμα του ραφείου. 

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Η καρατόμηση της υπαλλήλου




Είχανε χαθεί μέσα στο βαθύτατο πόνο της απώλειας μιας δραχμής. Τα διοικητικά στελέχη, εμφανώς ανάστατα. Συνεχείς έλεγχοι επί ελέγχων κατέδειξαν ότι η δραχμή κλάπηκε και  έπρεπε να αποκατασταθεί το έλλειμμα και να βρεθεί ο ένοχος της καταδικαστέας πράξης.

Το πόρισμα δεν έδειξε κανέναν ένοχο, τουλάχιστον στο σκαλί των υψηλόβαθμων υπαλλήλων. Η απόφαση κόλαφος. Θα έπρεπε παραμονές των εορτών να πράξουν το σωστό. Να απολύσουν για παραδειγματισμό μια ταμία. Το Νούμερο  25 φάνταζε ιδανική περίπτωση. Πενήντα χρονών, προβλήματα υγείας, τρία παιδιά. Κανένα οίκτος!

Την κάλεσε στο γραφείο ο εκπαιδευόμενος νεαρός διευθυντής. Την κατηγόρησε για ολιγωρία και ανεπάρκεια. Κάτι πήγε να ψελλίσει… Της κούνησε το δάκτυλο. Από το βάθος ακούστηκαν τα χειροκροτήματα των υπολοίπων στελεχών. Αποκαταστάθηκε η τιμή της εταιρείας! Τηρήθηκε η τάξη.

Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Η Θυσία / Δημήτριος Γκόγκας




Μέρα του Δεκέμβρη. Ο μικρός θεός γεννήθηκε, οι τρεις μάγοι δώσανε τα δώρα και επέστρεψαν στις πατρίδες τους, το αστέρι της Βηθλεέμ χαμήλωσε τα φώτα και οι ποιμένες συνέχισαν τη ζωή τους.

Όμως, σε κάποιο πλινθόκτιστο σπιτάκι μια νεαρή μητέρα προσπαθεί ανάσταση να κρύψει το νεογέννητο της. Οι στρατιώτες του Ηρώδη πλησίαζαν στο χωριό. Ήδη, θρήνος είχε απλωθεί στη χώρα, από την άδικη σφαγή αθώων παιδιών από το σπαθί του Βασιλέα.

Σήκωσε ψηλά τα χέρια, ικέτιδα, έσκισε το κορμί και πέταξε τα σπλάχνα της. Έκρυψε στα σωθικά το βρέφος της. Οι στρατιώτες ήρθαν και έφυγαν. Η αιματοβαμμένη γυναίκα στο πάτωμα, μόνο χλευασμό του προκάλεσε. Δεν κατάλαβαν τη θυσία. Τότε ο Χριστός γεννήθηκε ξανά και το αστέρι φώτισε και πάλι τη γη.

Ο άσωτος σκύλος



Κοίταξε από το παράθυρο και ένας βαθύς αναστεναγμός ξεπήδησε από το στήθος του. Σήκωσε τη μουσούδα, τέντωσε τα αυτάκια του και τίναξε τη φουντωτή ουρά, από θλίψη, οργή και αγανάκτηση. Απέναντι, στη γωνιά του δρόμου, κάτω από το θολό φως της κολόνας, έστεκε μέσα στο δυνατό κρύο ο άσωτος αδελφός του. Το ξύλινο παγκάκι, κάπως τον προστάτευε από το πυκνό χιόνι του Δεκέμβρη.
Ταράχτηκε. Ένιωσε το άδικο της ζωής μέσα του. Είχε περάσει τόσος καιρός! Δεν ξέχασε, πόνεσε, συγχώρησε. Γάβγισε τρεις φορές και φώτισε ο δρόμος της επιστροφής. Τον οδήγησε με ευγένεια στη ζεστασιά. Η θαλπωρή έσπασε τον πάγο της σιωπής. Αποκοιμηθήκανε. Μακριά γεννιόταν το θείο βρέφος. Το πρωί ξυπνήσανε από τις φωνές μικρών παιδιών που τραγουδούσανε τα κάλαντα των Χριστουγέννων.



σημείωση: Τη φωτογραφία είναι από τον ιστοχώρο: https://iselida.gr/index.php/zwa/item/1447-ki-omos-ta-skylia-kryonoun-ton-xeimona-symvoules-ton-eidikon

Η απαγωγή ενός στίχου / Δημήτριος Γκόγκας




Είχε σχεδιαστεί με απόλυτη ακρίβεια. Και πέτυχε. Τον κλείσανε μέσα σε παράταιρο ποίημα και αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή ότι ανήκε αλλού. Τον φίμωσαν, απείλησαν ότι θα κάνουν κακό σε άλλους συγγενικούς στίχους. Στριφογύρισε γύρω από τον εαυτό του, κούρνιασε και κλείδωσε το νόημα και τη μουσικότητά του. Βουβάθηκε. Στο νέο ποίημα, με απλότητα γέμισε κάποιο χώρο.
Οι μέρες πέρασαν, κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του. Μυστικό δεν ήταν. Ο κτήτορας είχε αποβιώσει πριν χρόνια και οι κοντινοί του άνθρωποι, χαρακτηρίζοντάς του τρελό, δεν είχαν ενδιαφερθεί για τα παιδιά του. Τι παιδιά είναι τούτα έλεγαν, στίχοι;
Ξαφνικά μια χαμένη άνοιξη ένιωσε και πάλι, πέννα να τον ανασταίνει σε άλλο ποίημα. Απήχθη, αιχμαλωτίστηκε εκ νέου. Στο τμήμα μίλησαν για οργανωμένο έγκλημα.

Ο ξεραμένος πλάτανος



Μέσα σε ένα σκεβρωμένο βιβλίο δημόσιας βιβλιοθήκης, ταλαιπωρημένος καθότανε ένας ξεραμένος πλάτανος. Στη μέση μιας πλατείας. Εκεί κατέληγαν πετρόχτιστα σοκάκια. Στα πόδια του, μια βρύση, χτιστή με πέτρα και αυτή.
Το δέντρο ασφυκτιούσε μέσα στην εικόνα και οι ρίζες του αδύναμες. Η μπογιά ξεράθηκε και πουθενά δεν υπήρχε νερό για να δροσιστεί. Ακόμα και η βρύση είχε στερέψει.
Κάποια στιγμή ο βιβλιοθηκονόμος προσπαθώντας να ταξινομήσει τα βιβλία, έριξε από λάθος το βιβλίο στο σφουγγαρισμένο πάτωμα. Η μυρωδιά του νερού ξύπνησε το δένδρο και με όσες δυνάμεις του απέμειναν, άπλωσε ακόμα περισσότερο την μακρύτερη ρίζα του, ρούφηξε αχόρταγα λίγες όξινες σταγόνες από το δάπεδο και φωτίστηκε το χαμένο χρώμα του.
Το βιβλίο δανείστηκε. Ο πλάτανος ποτέ ξανά μόνος του.