ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή
του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
**
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΜΙΑΣ ΑΥΛΗΣ
Αυτό το σπίτι μόνο του στέκετε στην μέση μιας αυλής
κι η μάνα πάει κι έρχεται από κάμαρη σε κάμαρη
χαζεύοντας τις φωτογραφίες.
Οι τοίχοι του ψηλότεροι από ποτέ
οι κουρτίνες στο ξεφτισμένο χρώμα του ήλιου.
Γιατί να ΄ναι τα παράθυρα τόσο μεγάλα;
Πως μπαίνει το κρύο θεέ μου έτσι!
Μαζί με τον θάνατο
μπαίνει και το κρύο
κορνιζωμένοι θάνατοι
ο παππούς, ο πατέρας, οι ήρωες της ζωής μας.
Δίπλα από το σπίτι ήταν το περιβόλι
στο χώμα του έψαχνες το χρυσάφι
σαν γαύγιζαν τα σκυλιά
έτρεχες να κρυφτείς κάτω απ΄ το τραπέζι.
Αδελφέ μου!
Μετρούσες τα ρόδια
- είχε ο παππούς πολλές ροδιές-
Μετρούσες τα χρόνια.
Τα χρόνια γίνανε σήμερα
ένας ακόμα
θάνατος.
Σήμερα περιμένω να μπει
περισσότερο κρύο.
Κλείνω το παράθυρο
Τι εποχή είναι;
Ότι και να ναι έμεινε όξω
αλλά το κρύο - κρύο
Μήπως δεν κάνει κρύο την Άνοιξη;
***
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ ΑΠΕΜΕΙΝΕ;
Καθίσαμε στο τραπέζι.
Η μητέρα φορούσε ακόμα τον μποξά,
τον ίδιο που φόραγε όταν φύγαμε από το σπίτι.
Με το άκουσμα της σειρήνας.
«Πόλεμος» είχε πει.
Μα ο πόλεμος μητέρα ήτανε μέσα μας.
Δώδεκα κάνες του χρόνου, μας έστησαν στον τοίχο.
Μια ο Νιόβρης, μια ο Απρίλης, τώρα ο Ιούλης.
Πόσες τουφεκιές, ν΄ αντέξει τ΄ ασθενικό στήθος μας.
Και τώρα τι απέμεινε;
Ένας άγνωστος ήλιος, γνωστός στους άλλους
Ένα κουφό φεγγάρι, φωνάζει στις σημαίες
Και μια πούλια να αιωρείται
σε παντρειές κι αρραβωνιάσματα
με τον αυγερινό.
****
ΑΓΝΟΕΙΤΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Κάθε μέρα το ίδιο δρομολόγιο
προς την περιοχή της Δροσιάς *
Το πρωί ευτυχώς ο δρόμος ήταν κενός
μα στην επιστροφή πάντοτε γεμάτος
από αυτοκίνητα και λίγους ανήμπορους ανθρώπους.
Εκείνη πάντα στην στροφή
με ένα βλέμμα καθισμένο στο παγκάκι
με ένα πόδι να κρεμιέται
και μια τσάκιση στην λερωμένη φούστα.
Δεν της μίλησε ποτέ, ποτέ δεν της είπε ένα
στερημένο γεια
μοναχά κουνούσε τον χρόνο
πέρα δώθε
κάπως έτσι όπως ο άνεμος
τα πανιά μιας βαρκούλας.
Πέρα δώθε
μπας και καταλάβει τις σκέψεις της
πίσω από την
τσάκιση της λερωμένης φούστας
και του κρεμασμένου ποδιού.
Πέρασαν κάμποσες μέρες
ο ουρανός έστω κι αργά θύμωσε
το χέρι επιμελώς κινήθηκε προς το μάγουλο
δεν ήθελε να δουν ένα δυο δάκρυα
ότι περίσσεψε
από το προσφάγι στο παγκάκι
Αργότερα έμαθα ότι ο άνδρας της
αγνοείτο από τον πόλεμο
και του στέρησαν την ειρήνη.
* Δροσιά: Περιοχή της Λάρνακας Κύπρου
*****
ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη,
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές από
τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και οι
γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
******
ΔΕΙΠΝΟ ΜΕ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Σήμερα θα δειπνήσω μ΄ ένα νέο άγνωστο στρατιώτη.
Θα καθίσουμε απέναντι, σ΄ ένα καλό εστιατόριο,
σαν αυτά που σερβίρουν με ευγένεια τη ακρίβεια,
κι΄
αλλοίμονο θ΄ ανεχτούμε την
υπεροπτική ματιά,
του τελευταίου τραπεζοκόμου.
Θα παραγγείλουμε όλα εκείνα που μας αναγκάζουν
να καθόμαστε αμέριμνοι, σαν τις καλαμιές
έτοιμες να καούν στους κάμπους της υπαίθρου
και μας καθιστούν ώρες- ώρες δειλινές,
όμορφα αγάλματα στα σαλόνια των φυλακών μας.
Θα πιούμε ένα γλυκύ ηδύποτο, κοιτάζοντας
ο ένας στα μάτια του άλλου,
μέχρι ότου κουραστεί κάποιος και
κατεβάσει σιγανά τα βλέφαρα.
Ο ήλιος θ΄ αρμενίζει στις καρδιές
και θα ξεκουράζεται στις αγκαλιές των νέων
που πέφτουν αμαχητί στα χαρακώματα της ραστώνης
και υποκλίνονται στις συνήθειες των σοφών.
Πατρίς, αγκαλιά με τη Θρησκεία και λίγη οικογένεια.
Μην ταραχτεί η χρόνια τάξη.
Μην λησμονηθούν και οι άγνωστοι στρατιώτες,
εκείνων των χρόνων που δεν θέλει να θυμάται κανείς.
Μα είναι τόσο καλά δομημένες οι παρελάσεις,
της λεβεντιάς και της υπερηφάνειας.
Δεν θα τον πιέσω με οχλήσεις του κοινού νου.
Δεν θα σκιάσω αυτή την έξοδο
από τις σκοτεινές πύλες της πολιορκίας.
Έτσι τα βλέφαρα κάποιος θα τα σηκώσει.
Θ΄ αντικρύσουμε και πάλι ο ένας τα μάτια του άλλου
βαθειά για να βρούμε καθαρό νερό στο βυθό της
ίριδας.
Και πριν υπογραφή το συμβόλαιο του.
Θα τον ρωτήσω: Γιατί κινήθηκε από την πολυθρόνα
του;
Ήρωας θέλει να γίνει;
*******
ΜΥΡΙΖΩ
Ανοίγω το παράθυρο.
Μυρίζω τον αέρα.
Κλείνω μέσα
στα μάτια μου
λίγο απ΄ άρωμα της Πατρίδας,
που έφτασε ως εδώ χάμω.
Μα πως;
Με ποιο χελιδόνι;
Με πιο γερανό;
Με ποιο πουλί της ξενιτιάς;
Κλείνω το παράθυρο.
Το άρωμα πάνω μου κατοικεί.
Πυλός που χτίζει το όνειρο.
********
ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ
Σκέφτομαι πως πρέπει και σήμερα
να σου πω σ΄ αγαπώ κι ανοίγω το παράθυρο
όλη η αγάπη μου είναι πάνω σ΄ ένα πουλί που πετά
και στο άνθος της γαρδένιας που πόθησες
όλη μου η αγάπη είναι δυο μαύρα φτερά
και πράσινα φύλλα σ΄ ένα μπαλκόνι
Μην μου ζητάς να κλείσω το παράθυρο
σαν κάμει κρύο
δεν θα έβρει
απάγκιο το πουλί
και στάλα η γαρδένια.
*********
1Η ΤΟΥ ΜΑΗ
1η του Μάη σήμερα.
Πήρα το αμάξι
κοίταξα να έχω βενζίνη
χρήματα στο πορτοφόλι
πέρασα από την κεντρική πλατεία
δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες
έκρυψα το πανό στο πορτμπαγκάζ
και έκατσα να απολαύσω
τον καφέ.
1η του Μάη σήμερα
γεμάτες οι καφετέριες
τα εστιατόρια
οι δρόμοι
οι παραλίες
δεν είχαν μαζευτεί ακόμα οι εργάτες.
Κάποιοι εργάτες βεβαίως δούλευαν
για να μην μαζευτούν ακόμα οι εργάτες.
1η του Μάη σήμερα
ωραία φάγαμε
ωραία ήπιαμε
μην ξεχάσω το πανό και πιάνει χώρο.
Στην τηλεόραση συζητούσαν για τους εργάτες
που δεν μαζεύτηκαν ακόμα.