Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2024
Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024
"Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ΄εμπροστά μας" Πέντε ποιήματα που αναγνώστηκαν στην εκδήλωση της 10ης Ιαν 2024 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λάρνακα.
ΕΓΧΩΡΙΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ / Ανδρέας Τιμοθέου
Ο Dean Martin χαμήλωσε για λίγο
χωρίς φόβο, αλλά με βέβαιο πάθος
κατέθετε γεγονότα
απ΄ το ΄63 μέχρι το ΄74.
Τα Βαρώσια πρόβαλλαν περίλαμπρα
σαν καρτ ποστάλ που συναντάς
σε αποσκευές περαστικών.
Πιο πέρα είναι ο τόπος μας.
Ο τόπος μας…
Από παιδί ζήλευα
όσους είχαν το σπίτι της γιαγιάς για εξοχικό.
Το σπίτι στο βουνό
το σπίτι στη θάλασσα
το σπίτι που ήταν για όλους μια δεύτερη ευκαιρία.
Εγώ είχα μόνο το σπίτι στον συνοικισμό.
Παλάτι και Φρούριο
Καταφύγιο και Διωγμός
Χαρά και Βάσανο
ώσπου σκόνη έγινε
και περιμένει.
Η ρίζα χάθηκε ολότελα.
Ο τόπος μου, τσίμπι τζιαι κλώσι ραμμένο πάνω μου
εν η Σκάλα τζιαι τα Λεύκαρα που αγάπησα.
Η Καρπασία, χωσμένη μες στα σύννεφα
κάμνει πιπίλες τζιαι κεντήματα,
πλουμιά της βούφας
βουβά τζιαι ξηλωμένα.
Αννοίω το ερμάρι μου
τζιαι συντυχάνω με το χώμα της.
βούφα: αργαλειός
ΜΠΕΡE VERSUS… ΜΠΕΡΕ / Ιωάννας Παπαντωνίου
Βαραίνουν τις οθόνες μας…
Διάτρητο το σκοτάδι από τις σφαίρες.
Αιμορραγεί σε σεντόνια λευκά και είναι οι αλήθειες
ανάμεσα στους δύο κόσμους πληγές που δεν επουλώνονται.
Αδειάζουν οι σήραγγες και τα υπόγεια καταφύγια…
Υπέργειες γέφυρες ανυψώνονται για τη διαφυγή των άδειων μπόγων.
Δίχως προορισμό τα καραβάνια των αμάχων…
Τα πηγάδια στερεύουν.
Θρύμματα το ψωμί στα χέρια της μάνας.
Το μάννα εξ ουρανού δυσεύρετο στις μαύρες αγορές.
Ανάμεσα στα μπαχαρικά μιας άλλης Ανατολής
δηλώνεται προς πώληση…
Στη σκακιέρα με τα γυάλινα πιόνια
σε θέση μάχης τα στρατιωτάκια.
Παρατημένα τόπια και σβούρες στα χαλάσματα.
Σαν τα παιδιά πετροβολούν
χάρτινοι πύργοι γκρεμίζονται…
Μα τόσες λεπτομέρειες σε μια Γκουέρνικα;
Τα πινέλα ακολουθούν εκείνο το κορίτσι
με τα μεγάλα μάτια και τα λυτά μαλλιά…
Μια Μούσα αναζητούν, να’ ναι ο πίνακας αλλιώτικος.
Μα εγώ δεν είμαι ο Σιαγκάλ…
Και οι άγγελοι;
Αιχμάλωτοι κι αυτοί δηλώθηκαν στη λίστα της ανταλλαγής…
Ίσως για την επόμενη εκεχειρία…
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ / Αγγέλα Καιμακλιώτη
επί τόπου
κρατώντας πυξίδα
ένα μισοφέγγαρο ήλιο
που ανατέλλει και δύει
μαζί σου.
Φαύλη ανακύκλωση ευχών.
Του χρόνου στα σπίτια μας.
Του χρόνου στα σπίτια μας.
Του χρόνου!
Ποιου χρόνου;
Πορεύεσαι.
Εναποθέτεις ελπίδες.
Μνήμες ανακαλείς.
Πορεύομαι πλάι σου καιρό.
Δεν ξεχνώ
αλλά ούτε και θυμάμαι.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
βαθιά στην κοιμισμένη γη.
Σκορπίζονται όπως η ψυχή μας,
σαν στάχτη ενός άδοξου ποιητή.
και με των δένδρων τα ριζώματα.
Ανθούνε σαν καρποί, μες στ΄ αίματά μας
του φθινοπώρου τα φυλλώματα.
τα γέλια παν΄ στων τάφων την σιγή
και φτάνουν στις καρδιές όσων πονούνε
γιατί έχουν γίνει βράχοι μοναχοί.
πού κρύβεται το βόλι;
Σπουργίτια
ζητούν ελεημοσύνη
χελιδόνια
ψάχνουν φωλιές
περιστέρια
διψούν για την ειρήνη
αετοί
θηρεύουν στις κορφές.
απ’ του Άδη τα σύνορα:
Άστε τα πουλιά
ξέγνοιαστα να πετούν.
Ψάχνουν ήλιο
στην ανηφόρα του Θεού.
στις σκιές του δάσους
με την πρώτη φωτιά.
Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024
Το κείμενο (πρόλογος) και τα ποιήματα της συλλογής: Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες, που απήγγειλαν
- Πάνος Καλλής (Ηθοποιός)
- Εύη Κωνσταντινίδη (Πρώην πρόεδρος της Χορωδίας της Προοδευτικής Κίνησης Λάρνακας)
- Ανδρέας Μελέκης (Καλλιτεχνικός Διευθυντής θεάτρου "ΣΚΑΛΑ"
Με την ακολουθία του Δημήτρη με το γνήσιο γάλα των εκ γενετής των Λέξεων και του ρυθμού εκφράζουν ανελέητα το πριν, το τώρα και το μέλλον της ανθρώπινης φωνής και του Ελληνικού Γαλάζιου Πνεύματος.
**
Απαγγελία Ανδρέας Μελέκης
ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Λυπάμαι
τα ποιήματα,
που
κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,
στα
βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,
έξω
από τα πολυσύχναστα καταστήματα,
γυρολόγοι
στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,
με
τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,
έναν
επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,
ένα
κόμμα, μια τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,
μια
λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι έναν θάνατο.
Λυπάμαι
εκείνα τα ποιήματα,
που
δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,
δεν
ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες,
στηρίζονται
σε ξύλινες πατερίτσες,
κάμνουν
τους ανάπηρους.
Ακρωτηριασμένοι
στην ψυχή
γεμίζουν
με συγγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους,
σαλιαρίζοντας
πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.
Κέρβεροι
που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.
Τι
να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;
Ελεεινά
και τρισάθλια κουρέλια,
διπλά
πλυμένα, απλωμένα ρετάλια στους ιστούς αραχνών,
σκεβρωμένα
οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη
των
ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων,
των
απροσάρμοστων ήχων.
Να
λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί,
να
μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,
ένα
μαύρο χελιδόνι·
ένα
μαύρο χελιδόνι,
είναι
πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.
Πάνω
από τη φωλιά των ποιημάτων,
παίζει
με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.
Παίζει
με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές.
Παίζει
με τη θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.
Παίζει
με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.
Κλωτσάει
τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.
Ανοίγει
μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.
Κι
ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα.
Λίγα
ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.
Τέλος,
ύστερα
από τη σταύρωση, δεν ξέρω αν είναι λάθος
η
ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.
Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2024
Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023
Ξέρω έναν Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / e-book / 2018 : Τέσσερα [4] Ποιήματα
ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
**
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες.
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.
****
ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.