Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

Ξεχασμένη Ιστορία από το Στρυμονικό Σερρών / Δημήτριος Γκόγκας


 


Θυμάμαι  μια ιστορία απ΄ το Στρυμονικό

θα την θυμάται κάποιος θα σας τη πω κι εγώ.

 

Ζούσε μια γυναίκα σ ΄ένα φτωχόσπιτο

με τη γιαγιά της μέσα κι ένα παλιόσκυλο

Κάθε που ΄πεφτε νύχτα, έβγαινε στην αυλή

φορώντας μια ζακέτα και γέλιο σαν πληγή.

 

Κοίταζαν οι γειτόνοι και τα μικρά παιδιά

γελούσανε μαζί της, της κάναν συντροφιά.

Περνούσανε οι χρόνοι πέρασε κι ο χιονιάς

πλησίαζαν να σβήσουν κι οι χρόνοι της γιαγιάς.

 

Οι συγγενείς θέλησαν να τη παντρέψουνε

τη πίκρα απ΄ τα χείλη να της γιατρέψουνε.

Ο γάμος νύχτα εγίνει μ΄ ένα καλό παιδί

διστακτικά της δίνει ένα γλυκό φιλί.

 

Το νυφικό της βγάζει και πάει να κοιμηθεί.

Το παλληκάρι θέλεις άνδρας της να γενεί.

Εκείνη τρομαγμένη τη μοίρα της κλωτσά

το μεσοφόρι βάνει γυρνά στη γειτονιά.

 

Το νυφικό χτενάκι βγάζει απ΄ τα μαλλιά

και πέφτει στην αγκάλη π΄ ανοίγει η γιαγιά.

Κόρη της μηνούσαν γύρνα στο πλάι του

και γίνε η αγάπη και το φεγγάρι του.

 

Μα κείνη ντροπιασμένη πίσω δεν γύρισε

ένα νεκρό λουλούδι μονάχα μύρισε.

Χωμένη στη ζακέτα και πότε στους λυγμούς

το βλέμμα της χανόταν στους αναστεναγμούς.

 

Κάποιοι είπαν την είδαν σκυφτά να περπατά

στους δρόμους τις πλατείες και τα ψηλά βουνά.

‘Άλλοι την αντίκρισαν στο φως των αστεριών

κι άλλοι τη βρήκαν μέσα στους ήχους των ψαλμών.

 

Κι όσοι θα με ρωτάτε  για το καλό παιδί

κι αυτό μονάχο εχάθη σαν να ΄ταν αστραπή.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

16 αριθμοί και 24 γράμματα : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Α. Γκόγκα εκδοθείσα το έτος 2019 (Α΄μέρος)






ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΓΚΟΓΚΑ

ISBN 978-9925-7392-6-4
© Δημήτριος Γκόγκας

ΤίτλοςΣυλλογής: 16 αριθμοί και 24 γράμματα
Επιμέλεια: Στρατούλα Τραμουντάνη, Δημοσιογράφος

Σελιδοποίηση: Δημήτριος Γκόγκας
ΕΚΤΥΠΩΣΗ- ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τις διατάξεις της Κυπριακής Νομοθεσίας (Ο περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων Νόμος του 1976 (Ν. 59/1976, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει μέχρι και σήμερα)και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή ολόκληρου του βιβλίου χωρίς την έγγραφη συναίνεση από τον συγγραφέα και τον εκδότη.










  

Αφιερώνεται
στην σύζυγό μου Στρατούλα
και στο γιο μου Αντώνη

































16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο




Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη





1.        

Στο μικρό δωμάτιο,
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.

2.        

Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
               Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.

3.        

Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω απ΄ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.






4.        

Η δουλειά που είχε
δεν τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε με επιμέλεια
πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ
που έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου – κάπου κοίταζε
τον κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην κορυφογραμμή των βλεφάρων.


5.        

Το είχε αποφασίσει από βραδύς.
Μόλις ξημερώσει θα συγυρίσει
το σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.









6.        

Την αγαπούσε,
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.



7.        

Ο διπλανός ζούσε στην αίγλη
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ΄ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ΄ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.

Όμως το αν μ΄ αγαπάς και σ’ αγαπώ
 σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
    στη δίνη της φωτιάς.

Ο έρωτας ήταν
τοίχος που τους χώριζε.








8.        

Βλέπω,
σαν ανοίγω τα μάτια μου,
τα δικά της μάτια
πάνω στ’ αρώματα της μέρας.
Πως αγαπά τα μάτια της!
Βλέπω τον ήλιο
συντροφιά της,
καθώς μυρίζει το πρωινό
κι κείνο το φεγγάρι.
Το φεγγάρι με τη νύχτα του,
το φεγγάρι
που κρεμιέται στη ζώνη της.
Μα δε βλέπω τη μέση της.


9.        

Αυτή η  αναμονή
δεν είχε ποτέ μια γεύση γλύκας
στην γωνία που σε περίμενα.
Φούσκωνα
και ησύχαζα
καθώς πρόβαλες
με στητή την ομορφιά.
Πως μπορώ
να μη ρίξω
σε τούτο το διάβα σου
την προβιά μου
και να απλώσω
τους πόθους της αγάπης μου,
καθώς τα σπίτια γύρω μου
σβήνουν τα φώτα
και κοιμούνται;






10.      

Κάτω απ΄ τις  σκιές
των ματοτσίνορων,
τα μάτια μου
πεταμένα σε χωματιές.
Είχαν δει τόσα!
Στις γύψινες ακτές,
με μαζεύουν οι ρακοσυλλέκτες.



11.      

Πήραμε τον δρόμο
για το κρεβάτι.
Σε κρατώ απ΄ το χέρι.

Περπατάμε με τη μουσική
και την ποίηση
μέχρι την άκρη.

Πολλές φορές
τις αφήνουμε μόνες στο σπίτι.
Στη μοναξιά τους
όπως και τη δική μας.














12.      

Στο ιατρείο η μέρα ήταν αλλιώτικη.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!

Ο επόμενος παρακαλώ!

Στο χτύπο του κρεμασμένου ρολογιού
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και τοθάνατο.

13.      

Στην εποχή που ζούμε,
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.

Και θ΄ αργήσει ακόμα,
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.

Ζούμε με την ανάσα μας μισή.







14.      

Βρείτε τη φωνή.
Φωνάξτε.
Το νύχι υνί.
Σκάψτε.

Στης αυγής το τέλος,
το τέλος αργεί ακόμα.

Πολύ φοβούμαι
ότι στην τελεία της διαδρομής,
θα ζητωκραυγάσουν
δικαιωμένοι πως νικήθηκαν.
Στην πολυθρόνα τους τα λάβαρα.


15.      

Οι καρδιές λειτουργούσαν
ηχεία.
Σε χαμηλή πτήση.
Έλικες .

Η καρδιά μου, κοίτα να δεις δούλευε!


16.      

Περίμενε ν΄  ανθίσει η γαρδένια.
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.