γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Ο παλιός μου κόσμος δεν ξέρω πότε άρχισε να φθείρεται. Μάλλον λίγο πριν τελειώσω το λύκειο, εκεί που άρχισα να ανδρώνομαι. Ήρθε η είσοδος στην Στρατιωτική Σχολή και δεν πέρασε πολύ χρόνος που ξαφνικά, τελείως ξαφνικά χάθηκε ο πατέρας. Μια βδομάδα αργότερα γνώρισα τη Στρατούλα που έμελλε να γίνει η γυναίκα μου και μέχρι σήμερα ο όρκος καλά κρατεί, παρά τις δεκάδες αντιξοότητες και πολλαπλά προβλήματα που βρέθηκαν στο δρόμος μας.
Στο πέρασμα του χρόνου θυμάμαι τους θανάτους
του παππού μου Δημήτρη και της γιαγιάς μου Πασχαλίνας, την δεκαετία του 80. Και
ενώ μέχρι και το 1982, υπήρχε ένα παρθένο περιβάλλον ζωής με μάλλον αγνές ιδέες
και συνήθειες, οι συχνές μεταθέσεις λόγω του επαγγέλματος άλλαξαν τα δεδομένα. Αυλώνα,
Ξάνθη, Διδυμότειχο, Κομοτηνή, Αμύνταιο, Θεσσαλονίκη, Κως, Κάσος είναι μερικές από
τις πόλεις και τις περιοχές που έζησα μαζί με την οικογένειά μου. Μια γυναίκα
κι ένα παιδί που έπρεπε να προσαρμόζονται στις νέες καταστάσεις που
συναντούσαμε στους νέους τόπους. Και μια εργασία κυνική, πιεστική και
ανθρωπίνως βάρβαρη.
Στο διάστημα αυτό, έφυγαν από τη ζωή ο Θείος Διονύσης και αργότερα η σύζυγό του, ο Θείος Αποστόλης και η θεία Άννα, ο παππούς Βενέτης και η γιαγιά Καλλιόπη και η κόρη του, η θεία μου Δόμνα. Μας άφησε ο πεθερός μου ο Αναστάσης, ξεπροβοδίσαμε τον άνδρα της αδελφής της Στρατούλας, τον Θανάση. Χάθηκαν και άλλοι. Θείοι και Θείες αγαπημένοι. Ο θείος Θωμάς. Έμειναν μόνες στα πατρικά, οι μανάδες μας: Η κυρά Βασιλική και η Νεραντζούλα. Μοναχικές φιγούρες. Όπως και η θεία Χρυσάνθη. Τα αδέλφια, ο Βενέτης και η Λίνα, παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, έφυγαν για άλλα κράτη, οικονομικοί μετανάστες, στέριωσαν εκεί! Κάποια ανίψια που ήμασταν οι αγαπημένοι θείοι μας ξέχασαν. Κρίμα αλλά τα έχει αυτά η ζωή.
Οι νέες πόλεις όπου έζησα με απομάκρυναν από
το περιβάλλον της γενέτειρας. Ξεχάστηκαν οι παλιοί γνωστοί και φίλοι, αραίωσαν
οι επισκέψεις. Το Στρυμονικό αλλά και οι Τοξότες τα δύο χωριά που σημάδεψαν τη
ζωή μας όλο και ξεθωριάζουν. Η νέα μας φωλιά χτίστηκε και πάλι με δυσκολίες στη
Λάρνακα της Κύπρου. Εκεί που βρήκαμε -ίσως- την θαλπωρή της μοναξιάς που τελικά
επιθυμούσαμε. Μακριά από τοξικότητες που τόσο μα τόσο μας ταλαιπωρούσαν και μας
πίεζαν. Ίσως και να μας πιέζουν.
Εδώ
βίωσα στο πετσί μου μια αγάπη, την ποίηση, από εδώ η Στρατούλα έζησε τη
σημαντικότερη απώλεια της, εδώ ο γιος
μου ο Αντώνης στέριωσε και άνοιξε τα φτερά του.
Κι όσο κυλά ο χρόνος, ο παλιός μας κόσμος
απομακρύνεται, οι φωτογραφίες μένουν σε κουτιά στις ντουλάπες και τα συρτάρια και
βλέπονται μια φορά στο τόσο. Η μνήμη εξασθενίζει, ξεχνάμε μορφές, πρόσωπα, φωνές.
Ξεχνάμε γεγονότα. Μετά στρίβουμε μπροστά το κεφάλι μας και βλέπουμε τριγύρω
καινούργια πρόσωπα, νέους ανθρώπους που ήρθαν από το πουθενά και συμμετέχουν
στο χτίσιμο ενός νέου περιβάλλοντος ζωής. Καλό ή κακό κατά πολλής εξαρτάται και
από εμάς.
Αυτό που μένει, έτσι το αισθάνομαι είναι η αγάπη και η ασφάλεια
που δένει εμένα με την γυναίκα και το παιδί μου. Προχωρώντας μπροστά, προχωρώντας
βήμα με το βήμα, από τον παλιό στον νέο κόσμο!