Σηκώθηκε με ένα τσούξιμο στην
πλάτη
«θα ήταν σκέφτηκε το καινούργιο
τατουάζ»
Έβαλε περίτεχνα τη μάσκα του
Έλληνα και κίνησε να αδράξει
(όχι ότι ήξερε με
ακρίβεια την ετυμολογία της λέξης, μα του άρεσε)
τη μέρα παρέα , με πολιτικάντηδες
και
άλλα συναφή βοηθήματα της
πολύπλοκης ζωής του.
Ήξερε πως η μισή
σελήνη είναι απείρως δυνατότερη
μα βαυκαλιζότανε ακόμα
με το φραπόγαλο παρτιτούρα μέρα νύχτα
και τη μαγκιά ως
πελάρα για να περάσει απέναντι.
Το πρόχειρο και η
πώληση στιγμών (έτσι του μάθανε )
έγινε μάθημα στα
γύφτικα πανεπιστήμια.
Τώρα του εξίσωναν την χαμένη
λεβεντιά και του ξερίζωναν την πεθαμένη ελπίδα, κι ούτε λέξη για τους αγνοούμενους
αετούς.
Πετάξανε είπανε οι
ποιητές για την αιωνιότητα.
Τι το ψάχνεις!
Στη μετάφραση πάντα
νικά αυτός που διαιρεί και βασιλεύει!
Οι δίκες που θα
ακολουθούσαν στα καφενεία με τους άβουλους,
γύναια ιδεών και
ισοπεδωτές της ιστορίας,
θα τον έβρισκαν δεμένο
στο συρματόπλεγμα μιας πόλης αόρατης.
Η ειρωνεία του χρόνου
τον καλούσε να αποτινάζει τη πρόσκαιρη μάσκα
και με την ελληνόφωνη
λαλιά να αναζητά αγωνιώντας μια Ελλάδα.