Πέμπτη 12 Μαΐου 2022

Βαρικό: Η ιστορία του

 γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας




Το Βαρικό, η παλιά ονομασία: Κάτω Καρατζάκιοϊ διοικητικά ανήκει στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Στρυμονικού με υψόμετρο μόλις 17 μέτρων. Στην απογραφή του 2001 βρέθηκαν εγγεγραμμένοι 161 κάτοικοι. Μέχρι και την 6 Σεπ 1927 το Βαρικό ανήκε στην Κοινότητα Βαμβακιάς. Την ημερομηνία εκείνη αποσπάσθηκε και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα του Λιβαδοχωρίου και κατά συνέπεια μετά το 1997 στον Δήμο Στρυμονικού και μετά την 1 Ιαν 2011 στο Δημοτικό Διαμέρισμα του Στρυμονικού του Δήμου Ηράκλειας.

Χείμαρος : Η ιστορία της Κοινότητας

 

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


Σύμφωνα με τις πληροφορίες των κατοίκων στην περιοχή μαρτυρείτε οργανωμένη κοινότητα πριν την Τουρκοκρατία. Το χωριό δημιουργείται από λίγες οικογένειες ντόπιων. Έπειτα εισβάλλουν οι Τούρκοι στο χωριό και συζούν με τους ντόπιους. Οι πρώτοι κάτοικοι εργάζονται στα μεγάλα χωράφια των Τούρκων ως εργάτες (χουσμεκιόρ) και άλλη είχαν μικρά τεμάχια γης. Η στάση των Τούρκων προς τους ντόπιους δεν ήταν καταπιεστική. Οι κάτοικοι ζούσαν σε ξεχωριστούς μαχαλάδες : οι ντόπιοι στον πάνω μαχαλά και οι Τούρκοι στον κάτω μαχαλά.

Κατά τη διάρκεια του Ά παγκοσμίου πολέμου βουλγαρικά και γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν το οχυρό Ρούπελ το Μάιο του 1916 και εισέβαλαν στην Ανατολική Θράκη. Αυτό έγινε αιτία να φύγουν από τη Θράκη (Ορτάκιο) πολλές ομάδες ανθρώπων το 1916. Παράλληλα τον ίδιο χρόνο οι ντόπιοι μετακομίζουν στον Λαγκαδά για μερικούς μήνες. Οι Θρακιώτες ακολούθησαν την εξής πορεία : Θράκη, Καβάλα, Σέρρες, Άμπελοι, Κυδωνιά, Λαχανάς και τελικά καταλήγουν στο Χείμαρο το 1918 και γίνονται μόνιμοι κάτοικοι. Η κατάσταση του χωριού ήταν απελπιστική. Υπήρχαν βάλτοι και η διαβίωση ήταν δύσκολη. Ευτυχώς βρήκαν Τούρκικα σπίτια σε καλή κατάσταση. Το 1922 στα πλαίσια ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία που αποφάσισε ο Βενιζέλος, οι Τούρκοι εγκαταλείπουν το χωριό και φτάνουν οι Πόντιοι. Αυτοί ξεκίνησαν από τη Σάντα με ένα τουριστικό πλοίο το ¨κιουλτσαμάν¨ και πήγαν στην Τραπεζούντα. Έπειτα πήγαν στην Κωνσταντινούπολη όπου έμειναν τρία χρόνια αποκλεισμένοι (καραντί). Μετά καταφεύγουν στη Θεσσαλονίκη, έπειτα στην Τριάδα και τελικά φτάνουν στο Χείμαρο. Φτάνοντας στο χωριό βρίσκουν πέντε με έξι οικογένειες. Ντόπιους, αρκετούς Θρακιώτες και λίγους Τούρκους που ετοιμαζόταν να φύγουν. Η κατάσταση στο χωριό ήταν η χειρότερη που μπορούσανε να βρούνε. Υπήρχαν μόνο γκρεμισμένα σπίτια. Αυτοί κάνουν μεγάλες προσπάθειες για να οργανώσουν το χωριό. Ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι καινούργιοι κάτοικοι ήταν κυρίως νέοι γιατί οι γονείς τους πέθαναν μόλις έφτασαν λόγω ασθενειών από το ταξίδι. Έτσι το 1922 ιδρύθηκε για πρώτη φορά η κοινότητα. Το νέο χωριό αποτελείτε στην πλειονότητα του από ντόπιους. Ως το 1940 το χωριό καταφέρνει να οργανωθεί πολύ καλά. Οι σχέσεις των κατοίκων μεταξύ τους ήταν φιλικές. Δεν υπήρχαν εχθροπραξίες. Οι ντόπιοι ήταν πολύ συνδεμένοι με τους Πόντιους. Οι Θρακιώτες ζούσαν απομονωμένοι, ενώ οι άλλες δύο φυλές αλληλοβοηθιόταν. Καθένας καλλιεργούσε χωράφια τα οποία έβρισκε ακαλλιέργητα και τα έπαιρνε για την ιδιοκτησία του. Επίσης διανομή έγινε το 1932. το χωριό παλαιότερα ονομαζόταν ¨Κόπροβα¨ τούρκικη ονομασία που ετυμολογικά σημαίνει κοπρ=γέφυρα και οβα=κάμπος εύφορος. Το 1922 πήρε τη σημερινή ονομασία Χείμαρος από το Φωτεινόπουλο, ο οποίος ήταν δάσκαλος στο χωριό και γενικός διευθυντής βορείου Ελλάδος. Ονομάστηκε έτσι από τη ρεματιά κοντά στο χωριό που κατά περιόδους γεμίζει νερό και σχηματίζεται χείμαρος.

Μετά την αντιμετώπιση των Ιταλών το 1941 και 42 όπως όλοι έτσι και ο Χείμαρος ήταν υπό την κατοχή των Γερμανών. Διαφορές μεταξύ των φίλων δεν υπήρχαν και έτσι με ομόνοια και συνεργασία οι κάτοικοι δεν αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα. Την περίοδο αυτή αρκετοί έφυγαν στα βουνά και έγιναν αντάρτες ακόμη και μερικές γυναίκες. Το χωριό ήταν ήσυχο ώσπου το φθινόπωρο του 1943 κηρύχθηκε εμφύλιος πόλεμος στην περιοχή. Το χωριό άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους αντάρτες των γύρω χωριών και του δικού μας. Επειδή η πείνα τους θέριζε πάνω στα βουνά, κατέβαιναν, έκλεβαν και λεηλατούσαν το χωριό. Οι κάτοικοι πέρασαν δύσκολες μέρες. Κατά τη διάρκεια των επιδρομών κατέφυγαν στον κάμπο. Είχαν καταντήσει φόβος και τρόμος των κατοίκων του χωριού. Το χειρότερο απ' όλα είναι ότι οι αντάρτες σκότωσαν έναν Γερμανό και αυτό το γεγονός ήταν η αφορμή να κάψουν τρία σπίτια στο χωριό μας και να σκοτώσουν τις οικογένειες που ζούσαν σ'αυτά. Αυτά άνηκαν στον Καλαμπίδη, στον Κωνσταντινίδη Πέτρο, τον οποίο τον έκαψαν ζωντανό και στο Βατμανίδη Κώστα. Αυτά ήταν τα κρούσματα που δέχτηκε ο Χείμαρος κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. Όπως προαναφέρθηκε η πρώτη διανομή του χωριού έγινε το 1932 και το '38 έγινε η συμπληρωματική. Έπειτα το 1959 έγινε η τρίτη διανομή και μοιράστηκαν στους ακτήμονες κάποια χωράφια. Το 1971-79 κατασκευάστηκε το αρδευτικό σύστημα που χρηματοδοτήθηκε από τον Κων/νο Καραμανλή. Το αρδευτικό ξεκινά από τη λίμνη Κερκίνης και καταλήγει στη Μαυροθάλασσα.

Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της γεωργίας.

Οι καλλιέργειες που συνηθίζονται στο Χείμαρο είναι τα σιτάρια, τα καλαμπόκια και τα καπνά. Ένα μικρό ποσοστό καλλιεργεί και ελιές καθώς και ντομάτες. Η κτηνοτροφία είχε αναπτυχθεί αρκετά σε προηγούμενα χρόνια αλλά σήμερα έχε παρακμάσει. Το 1980 έγινε η τελευταία και επίσημη διανομή συμφωνά με την οποία έχουν οι κάτοικοι σήμερα τα χωράφια τους. Αν και οι κύριες ασχολίες των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία έχει σημειωθεί αξιόλογη ανάπτυξη στο χωριό η οποία φαίνεται από τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Η κοινότητα που ιδρύθηκε το 1922 κάηκε το 1947 και καταστράφηκαν όλα τα αρχεία που υπήρχαν. Το 1951-52 ξαναχτίστηκε και από τότε λειτουργεί κανονικά.

Η εκκλησία του χωριού χτίστηκε το 1932 και είναι προς τιμή της μνήμης της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Γιορτάζεται στης 15 Αυγούστου και γίνεται πανηγύρι.

Το πρώτο σχολείο του χωριού ιδρύθηκε το 1924-25. Το σημερινό σχολείο χτίστηκε το 1955-60. Μαζί με το σχολείο ιδρύθηκε και αστυνομικό τμήμα.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που πάρθηκαν από την κοινότητα : Ο πληθυσμός του χωριού είναι σχεδόν σταθερός την τελευταία εικοσαετία. Στις δύο τελευταίες απογραφές το 1981 οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν 896 και το 1991 928.

Τη δεκαετία του 1960-70 το 10% των μαθητών πέρασαν σε ανώτατα ιδρύματα. Μεταξύ 1980-90 το ποσοστό εισαγωγής σε ανώτατα ιδρύματα αυξήθηκε και έγινε 25% . το 30% των μαθητών πηγαίνουν σε διάφορες ανώτερες ιδιωτικές σχολές.

Το 1960-70 ο μέσος όρος των μεταναστών ήταν 40% του συνολικού πληθυσμού. Το 15% κατευθύνθηκε προς Γερμανία, το 3% στην Αυστραλία και το 2% στη Γαλλία. Το υπόλοιπο 25% εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί άλλοι εργάζονται σε εργοστάσια και άλλοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο ανοίγοντας δικά τους μαγαζιά.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Καλόκαστρο: Η Ιστορία του .......γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

 








 Στις 28 Δεκ 1919  αρχίζει  η ιστορία του χωριού. Το έτος αυτό οι συνοικισμοί ¨Σαλτικλή¨ (πληθυσμός 180 κάτοικοι) (μετάπειτα Καλό Κάστρο) και Σιβρή που βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού Κορφοβούνι, αποσπάστηκαν από την κοινότητα Αιβαλίκαι Δέρε, Μαχαλάδων της υποδιοικήσεως Λαγκαδά και προσαρτήθηκαν στην Κοινότητα Ορλιακό. 

Αν και η Αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε  στη θέση «Ασσάρ» της περιοχής του Καλοκάστρου, (νότιοδυτικά του σύγχρονου οικισμού) ερείπια παλιάς πόλης που όπως εκτιμάται  πρόκειται για σημαντική πόλη με διάρκεια ζωής από τους κλασικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους χωρίς διακοπή, εν τούτοις η πρώτη επίσημη αναφορά για την ίδρυση της Κοινότητας Καλοκάστρου συναντάται την  07/05/1927 όπου συστήνεται η  Κοινότητα του  Καλού Κάστρου με την απόσπαση του οικισμού Καλό Κάστρο από την Κοινότητα Ορλιάκου και τον ορισμό του ως έδρα της Κοινότητας. Την ίδια χρονική στιγμή οι Οικισμοί Κεφαλοχωρίου και Κορφοβούνι που αποσπώνται από τις Κοινότητες Μακιών και Όρλιακου προσαρτώνται στην Κοινότητα του Καλοκάστρου. 

Έτσι το 1927 η Κοινότητα Καλοκάστρου αποτελείται από τρεις οικισμούς:

·         Καλό Κάστρο
·         Κεφαλοχωρίου
·         Κορφοβουνίου


Κατά τη διάρκεια του το χωριό αποτελούσε μέρος της συμμαχικής γραμμής Μοναστηρίου-Στρυμονικού Κόλπου, η οποία έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην τελική παράδοση της Βουλγαρίας. Δίπλα στο σημερινό χωριό σώζεται το κοιμητήριο που χρησιμοποίησαν τα συμμαχικά στρατεύματα, το οποίο συντηρεί η Κοινοπολιτειακή Επιτροπή Στρατιωτικών Τάφων.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το 1923 εγκαταστάθηκαν στην Κοινότητα αρκετές οικογένειες Μικρασιατών αλλά και Ποντίων προσφύγων και ο πληθυσμός της αυξήθηκε σημαντικά. 

 1938 δημιουργείται  2θέσιο Δημοτικό Σχολείο.

Στις 16 Οκτ 1940 τόσο η ονομασία του Οικισμού όσο και η ονομασία της Κοινότητας διορθώνεται και από Καλό Κάστρο λέγεται πλέον κάτι που ισχύει και μέχρι σήμερα : Καλόκαστρο Το όνομά του οφείλεται στα ερείπια ενός παλιού κάστρου
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το Καλόκαστρο χρησιμοποιήθηκε σαν στρατόπεδο από τον Ελληνικό στρατό.  Κατά τη δεκαετία του 40' το χωριό υπήρξε κύριως παράγοντας ανεφοδιασμού των ανδρών του Ε.Α.Μ και ΕΛΑΣ.

Στα πλαίσια των συνεχών διοικητικών αλλαγών που παρατηρούνται την περίοδο εκείνη και πιο συγκεκριμένα στις 31 Ιουλ 1941 η κοινότητα υπάγεται  στο Νομό Θεσσαλονίκης από το Νομό Σερρών, ενώ στις 14 Νοε 1942 η κοινότητα επιστρέφει εντός των ορίων του Ν. Σερρών. Την περίοδο αυτή παρατηρείται σημαντική μείωση του πληθυσμού της Κοινότητας, λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων και της συνεχούς αστάθειας της περιοχής. Αργότερα και με την λήξη του πολέμου μέρος των κατοίκων επιστρέφει.

 Στα πλαίσια των εθνικών διαμαχιών το Π.Α.Ο συνέλαβε στο λιβαδοχώρι και συγκεκριμένα στο μύλο το Φλαμούρι τον Κωνσταντίνο Εγγλέζο με την κατηγορία ότι ήταν άνθρωπος του Ε.Α.Μ και τον σκότωσαν στο Δ. Σχολείο του Καλόκαστρου, γύρω στο 1946.

Στις 07 Απρ 1951 καταργείται ο οικισμός Κορφοβουνίου και η Κοινότητα μένει με τους οικισμούς Καλοκάστρου και Κεφαλοχωρίου. Πολύ αργότερα και στα πλαίσια του Καποδιστριακού νόμου (4 Δεκ 1997) η κοινότητα του Καλοκάστρου καταργείται και συνενούται με το Δήμο Στρυμονικού.

Διακύμανση Πληθυσμού (Απογραφές)

1940:939 κάτοικοι
1951: 507 κάτοικοι
1961: 575 κάτοικοι
1971: 499 κάτοικοι
1981: 358 κάτοικοι
1991: 321 κάτοικοι
2001: 397 κάτοικοι

 Την δεκαετία του 70-80 σημαντικό μέρος τοων κατοίκων  εγκαταλείπουν το Καλόκαστρο και μεταναστεύουν για αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Έτσι ο πληθυσμός και σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία μειώνεται κατά: 29,45%%

Διατελέσαντες Κοινοτάρχες

  •  Παναγ. Γκανάτσιος, 
  • Αντ. Γκοτζαπαναγιώτης, 
  • Ιορ. Γκόλφος, 
  • Πετρ. Πετρίδης, 
  • Γεωργ. Βουρουτζίδης, 
  • Ευστρ. Σερβάκης, 
  • Γεωργ. Καβούκης, 
  • Ι. Καβουκάς, 
  • Νικ. Πετρίδης, 
  • Μίλτ. Χασάπης, 
  • Φωτ. Κοσμόπουλος, 
  • Αναγν. Πρωτοψαλτης, 
  • Κων. Αγγουρίδης, 
  • Αθαν. Σερβάκης και 
  • Αποστ. Καβούκας.

Το Καλοκάστρο βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. από τη Νιγρίτα, 25 χλμ. από τις Σέρρες και 70 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη.  Ο οικισμός του Κεφαλοχωρίου απέχει από το Καλόκαστρο περί τα 10 χιλιόμετρα. Η οικονομία της είναι περιορισμένη, γιατί, όχι μόνο είναι μικρός ο κλήρος που αντιστοιχεί σε κάθε αγρότη, αλλά και τα περισσότερα χωράφια είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι αγρότες και κτηνοτρόφοι.. Η συνολική έκταση που έχει η κοινότητα στη δικαιοδοσία της είναι περίπου 4.500 στρέμματα, από όπου παράγονται περίπου 30 τόνοι καπνού, 2.000 τόνοι σιταριού, ελιές, αμύγδαλα και λίγη μηδική. Μέχρι προ τινός υπήρχε και  Αγροτικός Συνεταιρισμός. Η κοινότητα λόγω του μικρού αριθμού παιδιών, διαθέτει μόνο Νηπιαγωγείο ενώ τα παιδιά που υπάρχουν φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο του Στρυμονικού. Ο ναός του Καλοκάστρου είναι αφιερωμένος στον Άγιο Αθανάσιο και πανηγυρίζει στις 2 Μαΐου.

Πολεμικό Κοιμητήριο Στρούμας

Το Ανατολικό τμήμα του Βρετανικού Τομέα της μετωπικής γραμμής, γνωστό ως το Μέτωπο της Στρούμας, βρίσκονταν κατά μήκος της νότιας όχθης ομώνυμου ποταμού. Μέχρι την τελική προέλαση τον Σεπτέμβρη του 1918, οι μάχες εδώ ήταν ζήτημα προφυλάκισης, επιδρομών και περίπολων. Οι κύριες θέσεις των Βρετανικών και Βουλγαρικών αρχών, χωριζόμενες δι αποστάσεως 7 ΚΜ βρισκόταν στους λόφους αμφοτέρων των πλευρών της ελώδους κοιλάδας του Ποταμού Στρυμόνα. Το κοιμητήριο χρησιμοποιήθηκε από τον 40ο Σταθμό Αναγνωρίσεως Θυμάτων (ΣΑΘ), κατά τη διάρκεια όλης της μάχης και σ' αυτό αργότερα μεταφέρθηκαν οι τάφοι, απ' τα πεδία των μαχών στη Στρούμα. Στο κοιμητήριο, έχουν ενταφιαστεί 933 Βρετανοί, 2 Ινδοί, 1 Βρετανός Δυτικής Ινδίας. 1 Μαλτέζος, 9 Έλληνες, 5 Βούλγαροι και 4 Τούρκοι στρατιώτες.  
  

Ζευγολατειό: Η ιστορία του

 


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Οι κάτοικοι του χωριού προέρχονται από την Ανατολική Θράκη. Κυρίως κατάγονται από την Πλαβού ή Πελαβού της επαρχίας Ορτάκιο στην περιοχή της Ανδριανούπολης.Το 1913 εγκατέλειψαν την γενέτειρά τους και ακολουθώντας μια πορεία που περιελάμβανε τις περιοχές της Θράκης, της Αθήνα, τον Πειραιά και την Λαμία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του σημερινού ζευγολατειού. Στην Λαμία παρέμειναν για χρονικό διάστημα έξι χρόνων (1913-1918) όπου οι κακουχίες και οι ασθένεις αποδεκάτισαν τους κατοίκους. Μάλιστα στην διαδρομή προς τον βορρά και κατά την 10ήμερη παραμονή τους στην περιοχή της Θεσσαλίας καταγράφηκαν πολλοί θάνατοι με αποτέλεσμα να επιστρέψουν στην περιοχή των Σερρών μόλις 20 οικογένειες. 

Εκεί όπως ήταν αναμενόμενο συνάντησαν και αναγκάστηκαν να ζήσουν μαζί με Τούρκους, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Λίγο αργότερα και με τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις της περιόδου εκείνης, οι οικογένειες των Τούρκων αναγκάζονται να φύγουν και το χωριό πλέον κατοικείται μόνο από Θρακιώτες. 
Στις 4 Ιαν 1920 και με το υπ ΄αριθμ 2Α ΦΕΚ επισημοποιείται από το Ελληνικό Κράτος η σύσταση του Οικισμού Δραγόσι και καταργούνται δύο άλλοι οικισμοί και προσαρτώνται στην Κοινότητα του Δραγοσίου: Αυτοί είναι οι οικισμοί: Τουρμπές (ή Τουρμπέσι) και Τουρίτσα. 
 

 Η κοινωνία του χωριού χαρακτηριζότανε ως κλειστή. Οι γάμοι γίνονταν μεταξύ τους και είναι χαρακτηριστικό ότι κάποια δεδομένη στιγμή καταγράφηκε η συγγένεια όλων των Ζευγολατειανών. Οι πρώτες κατοικίες κατασκευασμένες από πλίνθους και λαμαρίνες ηταν ενδεικτικές της ένδειας των κατοίκων. Πόσιμο νερό δεν υπήρχε καθώς το νερό των πηγαδιών κρινότανε ακατάλληλο. Έτσι μετέφεραν νερό από τον παρακείμενο ποταμό Στρυμόνα. 


Την επόμενη 3ετία (1921-23) ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κοινότητα 5-6 οικογένειες από την Ήπειρο. Οι κάτοικοι αυτοί ήταν Σαρακατσάνοι στην καταγωγή και προέρχονταν από το Σαρακούς της Ηπείρου (σαρακώ= φεύγω). 
Οι Σαρακατσάνοι κατοίκησαν στον οικισμό  Τουρμπές που βρίσκεται νότια του Δραγοσίου. Οι οικισμός επίσημα ονομάστηκε Μαγκριώτισσα στις 14 Ιαν 1927 (ΦΕΚ 7Α.) Την ίδια χρονική στιγμή ο οικισμός Τουρίτσα μετονομάζεται σε Τριά (Τριάδα).   

Στον οικισμό Τουρμπές οι Σαρακατσάνοι ζούσαν μαζί με οικογένειες Τούρκων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τον οικισμό τελείως το 1924. Όσο αφορά την Ιστορία αυτού του οικισμού, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι κάτοικοι Μαγκρυάνοι (Βρύση Βύζης Ανδριανουπόλεως)ήταν στην καταγωγή Θράκες και αναφέρεται ότι το 1947 με τον εμφύλιο πόλεμο εγκατέλειψαν τον οικισμό και οι κάτοικοι έφυγαν προς αναζήτηση καλύτερης διαβίωσης, επειδή υπήρχε φτώχια και πλυμμήρες του ποταμού προκάλεσαν ασθένειες π.χ αιματουρία, ελονοσία. Οι πλείστοι μετοίκησαν στην Κοινότητα της Μαυροθάλασσας. Δύο χρόνια μετά ορισμένες οικογένειες επέστρεψαν όμως το 1949 και κατοίκησαν στο Ζευγολάτιο. 

 Στις 30 Αυγ 1927 η Κοινότητα Δραγοσίου μετονομάζεται σε Ζευγολατειό και συστήνεται ως ομώνυμη Κοινότητα.  Στις 6 Σεπ 1927 ο οικισμός του Ζευγολατειού Τριάς (Τριάδα)  αποσπάται  και συστήνεται η ομώνημη Κοινότητα. Το 1930 και πιο συγκεκριμένα στις 7 Απρ 1930 (ΦΕΚ 102 Α) η  κοινότητα αποσπάται από την επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών και υπάγεται στην επαρχία Σερρών του νομού Σερρών. Στα πλαίσια των συνεχών διοικητικών μεταρυθμίσεων παρατηρούνται οι παρακάτω κάτωθι μεταβολές:

 α. ΦΕΚ 185Α - 23/07/1942
Η κοινότητα αποσπάται από την επαρχία Σερρών του νομού Σερρών και υπάγεται στην επαρχία Βισαλτίας του νομού Θεσσαλονίκης

Κ. Ζευγολατιού Ν. Θεσσαλονίκης
Η κοινότητα αποσπάσθηκε στην επαρχία Σερρών του νομού Θεσσαλονίκης από την επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών 
β. ΦΕΚ 292Α - 14/11/1942 Η κοινότητα αποσπάται από το νομό Θεσσαλονίκης και υπάγεται στο νομό Στρυμώνος

Κ. Ζευγολατιού Ν. Στρυμώνος
Η κοινότητα αποσπάσθηκε στο νομό Στρυμώνος από το νομό Θεσσαλονίκης

Κ. Ζευγολατιού Ν. Σερρών 
γ. ΦΕΚ 29Α - 08/02/1946 Η κοινότητα αποσπάται από την επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών και υπάγεται στην επαρχία Σερρών του νομού Σερρών
δ. ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997 Ο οικισμός Ζευγολατιό αποσπάται από την κοινότητα και προσαρτάται στο δήμο Στρυμονικού. Ουσιαστικά καταργείται ως Κοινότητα.
    Ονομασία Κοινότητας 

Το Ζευγολάτιο αρχικά ονομαζόταν Δραγόσι. 
Ονομάστηκε έτσι γιατί σύμφωνα με την παράδοση βορειοδυτικά του χωριού υπήρχε η έπαυλη του βασιλιά Κατακουζηνού, ο οποίος πάντρεψε την κόρη του Ζευγολάτια με τον στρατηγό του Βορρά Δράγο. Τουλάχιστον αυτό φανερώνει και η αρχαιολογική σκαπάνη που ανακάλυψε ερείπια (τείχος από κάστρο) και ένα τάφο  που περιείχε σκελετους και ένα χρυσό στεφάνι. Την ονομασία Ζευγολατιό (βρίσκεται και με την γραφή Ζευγολατειό) το πήρε από τα πολλά ζευγάρια βοδιών και τους Ζευγίτες που υπήρχαν. 

Κατά την διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου είχαν οργανωθεί αντάρτικα σώματα που είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους. Παρατηρείται τότε εγκατάσταση στην περιοχή οικογενειών από τις Κοινότητες Πετριτσίου, το Αχλαδοχωρίου και τη Βυρώνειας. 


  • Το 1930 γίνεται αναστήλωση του σχολείου το οποίο χτίστηκε από τους ίδιους τους κατοίκους με πέτρες και φοιτούσαν τότε 140 παιδιά. 
  • Το 1922 χτίζεται η εκκλησία στη δεξιά πλευρά της πλατείας 
  • το 1953 χτίζεται στην αριστερή πλευρά οπού βρίσκεται και σήμερα ο ναός Αγίου Νικολάου. 
  • Το 1926 χτίζεται η κοινότητα.
Την δεκαετία του 1960 η ανέχεια αναγκάζει πολλούς από τους κατοίκους να μεταναστεύσουν τόσο στο εσωτερικό της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Σέρρες) όσο και στο εξωτερικό (Γερμανία, Αυστραλία, Αμερική, Σουηδία).Τα καταγεγραμμένα στοιχεία δηλώνουν ότι περίπου το 60% των κατοίκων την περίοδο εκείνη αναζήτησε καλύτερη τύχη μακριά από την γενέτειρά του.  




Διακύμανση πληθυσμού (Απογραφές)


1940: 543 κάτοικοι
1951: 525 κάτοικοι
1971: 556 κάτοικοι
1981: 770 κάτοικοι
1991: 441 κάτοικοι
2001: 480 κάτοικοι

Πέμπτη 5 Μαΐου 2022

Λειβαδοχώρι (η ιστορία της Κοινότητας)

 




Γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Η επίσημη γέννηση της Κοινότητας Λειβαδοχωρίου συναντάται την 6 Σεπ 1927, όταν αποσπάται ως οικισμός από την Κοινότητα της Βαμβακιάς και ορίζεται έδρα της ομώνυμης Κοινότητας. Την ίδια χρονική στιγμή και ο οικισμός Βαρικό προσαρτάται στην Κοινότητα του Λειβαδοχωρίου κάτι που ισχύει μέχρι και τις ημέρες μας. Η παλαιά ονομασία της Κοινοτητας ήταν Σάκαφτσο ή Σακάφτσια. Η μετονομασία υλοποιήθηκε με το υπ΄΄ αριθμόν 7 του 1927 ΦΕΚ και κωδικό αριθμό οικισμού 6211170. 
Τον Οκτ του 1940 και πιο συγκεκριμένα στις 16 Οκτ, η ονομασία της Κοινότητας με σχετική απόφαση της Κυβέρνησης διορθώνεται από Λειβαδοχώρι σε Λιβαδοχώρι. Την επόμενη χρονιά (31 Ιουλ 1941) υπάγεται στον νομό Θεσνίκης μέχρι και την 14 Νοε 1942, όταν επανεντάσσεται στον νομό Σερρών.
Με τον Καπποδιστριακό Διοικητικό νόμο η Κοινότητα ουσιαστικά καταργείται και συνενούται με τον Δήμο Στρυμονικό. (4 Δεκ 1997)

Tο Λιβαδοχώρι βρίσκεται σε απόσταση 23 χλμ. από τη Νιγρίτα, 25 χλμ. από τις Σέρρες και 70 χλμ. από τη θεσσαλονίκη. Το σύνολο των κατοίκων αχολούνται με την γεωργία. Οι περισσότεροι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία Τα 9.120 στρέμματα που διαθέτει η κοινότητα είναι όλα σχεδόν αρδεύσιμα με αποτέλεσμα οι παραγωγές αραβόσιτου, σιταριού, βαμβακιού, καπνού και ζαχαρότευτλων να είναι αυξημένες. Παράγουν επίσης  κριθάρι, σίκαλη και (τα τε­λευταία κυρίως χρόνια) φυστίκια,  αμύγδαλα και σταφύλια.
Λόγω του μικρού πληθυσμού που διαθέτει η Κοινότητα τα παιδιά φοιτούν τόσο στο Δημοτικό σχολείο, όσο και στο Γυμνάσιο του Στρυμονικού.
Ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα.
Κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα αξιοσημείωτη ήταν η αγωνιστική δράση του  ηρωικού ιερέα του χωριού, Παπαπασχάλη ή καπετάν Ανδρούτσο. Η προσφορά του στον αγώνα ήταν πολύ σημαντική ειδικά για την περιοχή της Νιγρίτας όπου δρούσε το αντάρτικο σώμα του. Τελικά έπεσε μαχόμενος ηρωϊκά στη σημερινή Νικόκλεια, στις 24 Φεβρουαρίου του 1907, όταν τον περικύκλωσαν μαΖΊ' με τους άνδρες του, κατόπιν προδοσίας Βουλγάρου πράκτορα, τουρκικά στρατιωτικά τμήματα 

Διακύμανση Πληθυσμού Κοινότητας (Απογραφές)


 1940: 689 κάτοικοι 
1951: 1030 κάτοικοι
1971: 747 κάτοικοι
1981: 620 κάτοικοι
1991: 640 κάτοικοι
2001: 721 κάτοικοι


Στους παραπάνω αριθμούς συμπεριλαμβάνονται οι κάτοικοι και των δύο κοινοτήτων (Λιβαδοχωρίου και Βαρικού)

Κεφαλοχώρι (Η Ιστορία της Κοινότητας)

 


γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Το Κεφαλοχώρι είναι ένα πολύ μικρό χωριό του Νομού Σερρών και ανήκει στην Δημοτική Ενότητα του Στρυμονικού του Δήμου Ηράκλειας. Στην πορεία της Ιστορίας συναντάται επί εποχής Τουρκοκρατίας όπου ονομαζότανε: Μπασκιοι που σημαίνει Κεφαλοχώρι ίσως και λόγω της γεωγραφικής του θέσης αφού δέσποζε ανάμεσα σε άλλα πολύ μικρότερα χωριά και οικισμούς. Κατά το έτος 1922 στην Κοινότητα εγκαθίστανται Έλληνες από την Μικρά Ασία, ενώ με την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τούρκοι κάτοικοι του χωριού αποχωρούν.  Το 1947 κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η Κοινότητα απειλείται και οι κάτοικοί της για μεγαλύτερη ασφάλεια μεταφέρονται κυρίως στην πόλη των Σερρών. Με την λήξη του εμφυλίου πολέμου ελάχιστοι κάτοικοι επιστρέφουν στο Κεφαλοχώρι, όπου ήδη έχουν εγκατασταθεί και Έλληνες Ποντιακής Καταγωγής από την πόλη της Τραπεζούντας της Μικράς Ασίας. Οι Πόντιοι αυτοί αρχικά είχαν εγκατασταθεί στην Κοινότητα του Φλαμουρίου Λαγκαδά, όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και εκείνοι με την σειρά τους λόγω απειλής του εμφυλίου πολέμου. Λόγω της σημαντικής στρατηγικής του θέσης  χρησίμευσε κατά καιρούς ως πεδίο μάχης, τόσο κατά το 1912-13 όσο και κατά τον εμφύλιο πόλεμο.

Τότε είναι που ξεκινά και η ανοικοδόμηση της Κοινότητας η οποία ουσιαστικά τελειώνει το έτος 1962.

Γεωγραφική θέση της Κοινότητας:

Βρίσκεται στην ορεινή ζώνη που περιβάλλεται από τα βουνά: Φλαμούρι και Δισόρου (Κορφοβούνι / Σιβρί) .
Ανατολικά συνορεύει με τις κοινότητες του Καλοκάστρου και της Τριανταφυλλιάς
Δυτικά με την Κοινότητα του Λαχανά και της Ευαγγελίστριας
Βόρεια με την Κοινότητα του Στρυμονικού


Πληθυσμιακή αναλογία της Κοινότητας:

Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελείται από Έλληνες Πόντιους σε ποσοστό που υπερβαίνει το 75%, ενώ ακολουθούν οι Μικρασιάτες με 20% για να συμπληρώσουν την αναλογία οι ντόπιοι κάτοικοι με 15%.


Ασχολίες κατοίκων : Οι κάτοικοι του Κεφαλοχωρίου ασχολούνται κατά κόρον με την γεωργία. Παράγουν σιτάρι, αραβόσιτο και καπνό. Όμως λόγω των χαμηλών εισοδημάτων που πρόσφερε η παραγωγή στη περιοχή αρκετές οικογένειες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν τόσο στην Γερμανία, όσο και σε κοντινές πόλεις όπως είναι η Θεσσαλονίκη. Είναι καταγεγραμμένο ότι πάνω από 40 οικογένειες μέσα σε μία 4ετία αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Κοινότητα.