Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδοποιήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τραγουδοποιήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Σαν την Πατρίδα* / Δημήτριος Γκόγκας

 
 

 

Σαν την πατρίδα δεν αγάπησα στη ζήση.
Πάντα ο νους μου, γυροφέρνει κατά εκεί.
Στη ξενιτειά μου, κάποια μνήμη θα με ντύσει.
Που στης καρδιάς μου, τα δωμάτια κατοικεί.
 
Του χρόνου λέω, να περπατήσω
μες στην αυλή που έζησα, ξανά να ζήσω.
Και μια κουβέντα, στερνή κουβέντα.
Από τα χείλη σου αν βγει,
με πάθος θα φιλήσω!
 
Ξερό ποτάμι. Δεν κυλάει η ζωή μου.
Λόφοι θανάτου για κρυφτό και γλυτωμό.
Όταν πονάω δεν ακούγεται η φωνή μου.
Εδώ στα ξένα, τη ψυχή διχοτομώ.
 
Λέω του χρόνου να περπατήσω
την κάψα απ΄ τα χείλη σου ν΄ αγγίσω.
Στου πατρικού μου μια γιορτή
μ΄ ένα αλλιώτικο κρασί
και την ψυχή θ΄ αφήσω!


* Είχε την τύχη να λάβει Τιμητική Διάκριση στον 3ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ στην κατηγορία "Μουσικού Στίχου"

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Η Μαργαρίτα της Ροδιάς του Δημητρίου Γκόγκα

 




Κάτω απ΄ ανθηρή Ροδιά,
φύτρωσε μια Μαργαρίτα.
Μεγαλώνει στη σκιά
κι όλοι την φωνάζουν κοίτα:
 
«Ήλιος βγαίνει και φωτίζει.
Πάντα νέους κόσμους χτίζει.
Και κεντάμε στη καρδιά μας,
ρόδια από τη Ροδιά μας.»
 
Φύλλα πράσινα φορεί.
Πανωφόρι στη βροχή.
Κι όταν κάποιος την γητεύει,
στην αγάπη τον μπερδεύει.
 
Μα όταν κόρη την μαδάει:
«μ΄ αγαπάει, δεν μ΄αγαπάει».
Ένας σπόρος θα ριζώσει
και τον κόσμο θα μελώσει.
 
Το ξημέρωμα  η Ροδιά
πέταξε τα νυχτικά.
Να ο ήλιος μας φουντώνει,
το λουλούδια μαραζώνει!

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Όνειρο / Δημήτριος Γκόγκας

 








Τ΄ αλμυρό σου δάκρυ,
κάθε Κυριακή,
έσταζε σα μέλι,
πεύκου στη ψυχή.
 
Ξάνθυνε η αυγούλα
πάν΄ στα χείλη σου.
Σβήνω σαν τον ήλιο,
μες στο δείλι σου.
 
Κλείσε αγαπημένη τα ματάκια σου
κι άσε να χαϊδέψω τα μαλλάκια σου.
Κι όλη η ζωή μας, κάπου μόνη της,
πάγωσε και λιώνει στο σεντόνι της
 




Τ΄ άστρο, πεφταστέρι
δίχως διαδρομή,
το κρατάω στο χέρι,
το κρατάς και συ.
 
Ψάχνω στους καημούς μας
ίχνη πριν χαθεί
και στους πειρασμούς μας
την ανάσταση.

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021

Άσμα Σατυρικό και εύπεπτο για τα πεπραγμένα επί του νησιού της Αφροδίτης [ο ποιητής μπροστά στο χρέος του: που σημαίνει παναγιά βοήθα]

 





Το μεγαλύτερο καλό που έχω κάνει,
είναι που έπεισα τον χάρο να πεθάνει.
Πολύ το χάρηκαν οι γέροι κι οι γριές, 
οι αγγλοκυπραίες* κι όλες οι αλλοδαπές.
 
Στο Δημαρχείο μου κρατήσανε μια θέση,
μα γω τους είπα πως πονάει λίγο η μέση.
Θα αγοράσουμε μου λάλουν* μαλακά
μαξιλαράκια, να απλώνεις τα πλευρά.
 
Θα γράφω ποίηση, θα κάνω τον σπουδαίο,
ανάμεσα στις κότες τον ωραίο.
Κι όσα φιλάκια θα μου δίνουν στα κλεφτά,
τα κόβω ξύλα να ανάψει η λαμπρατζιά. *
 
Εγώ θα γίνω ποιητής στις Φοινικούδες, *
θα ψήνω ποιήματα επάνω στις φουκούδες,*
θα παίζω βόλους και λίγο καζαντί. *
Δάφνες στο στόμα να αρχίσουν στοχασμοί.
 
Κι όταν θα έρθουνε οι πρώτοι να με δούνε,
θα βάλει ο Δήμαρχος σειρήνες να βαρούνε.*
Μπροστά στις θέσεις θα καθίσουν βουλευτές
και της πατρίδας μας οι ελευθερωτές.
 
Θα μου πετάξουνε ντομάτες κι αγγουράκια,
θα τραγουδούν οι χορωδίες ποιηματάκια,
που κάποιοι δύσμοιροι τα έγραψαν για μας.
Μα που να πάεις μακριά και η Ελλάς.
 
Κάποια στιγμή θα μου απονέμουνε βραβείο,
γιατί δραπέτευσα κι απ΄ το φρενοκομείο.
Συν-ποιητές με υποκρισία προφανώς,
θα λένε γίναμε ρεζίλι διεθνώς.
 
Μουχτάρηδες*, πρόεδροι, λαοπλάνοι,
ρίχνουνε  λάδι, την πατρίδα στο τηγάνι.
Κάποια στιγμή η εξουσία θα με βρει.
Προς τα πού  πέφτει βρε κουμπάρε* το Μαρί;*
 
Θα συγκεντρώσουνε τα ποιήματα σε κάσα,
θα μ΄ οδηγήσουνε δεμένο Αθαλάσσα. *
Ο Αρχηγός νομίζω τόνισε κι αυτό:
Να μη φωνάζω, να μην βρίζω υπουργό.
 
Τα πρόστιμα βροχή πάν΄ στο κεφάλι,
κυρίαρχε λαέ μου είσαι ένα ρεμάλι.
Πολλοί δεν είμαστε, μα είμεθα και μόνοι,
βγάλτε ένα διάταγμα να γίνουν όλα χιόνι!*
 
Οι περισσότεροι το δήλωσαν με νάζι,
πως μια στα γρήγορα ποτέ δεν τους κουράζει.
Και συ τολμάς, ν΄ απαγορεύεις ευθαρσώς,
να σταματήσει να δουλεύει ο αυνανισμός.
 
Οι ποιητές δεν αυνανίζονται σου λέω,
από τα γέλια δεν προφταίνω πια να κλαίω.
Φίλοι μου είπανε πως έγινα θρασύς,
παρήγγειλε μου διαβατήριο* στιγμής.
 
Όλους τους μήνες αγαπώ μα μόνο ένας, *
θα ήθελα να λέγεται κανένας.
Γιατί οι μνήμες που ξυπνά με εξοργίζουν
κι οι εξουσίες την ψυχή μου την μαυρίζουν.
 
Θα βάλω τέλος στο καλό που έχω κάνει,
ο χάροντας να ζήσει, μην πεθάνει.
Κι οι ποιητές όλου του κόσμου ας συνταχθούμε
και με τον χάροντα να πα να ……αγαπηθούμε!
 
*
ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ:
 
Ø  Οι αγγλοκυπραίες : Οι Κύπριες με διπλή υπηκοότητα
Ø  Λάλουν: λένε
Ø  Λαμπρατζιά: Πασχαλινό έθιμο, κατά το οποίο νεαροί κυρίως ανάβουν μεγάλες φωτιές
Ø  Φοινικούδες: Η λεωφόρος Αθηνών στη Λάρνακα.
Ø  Φουκούδες: Οι μεταφερόμενες ψησταριές
Ø  Καζαντί: Παιχνίδι
Ø  Σειρήνες: Κάθε 15 και 20 Ιούλη ακούγονται σειρήνες για τη θύμηση της τουρκικής εισβολής
Ø  Μουχτάρης: Κοινοτάρχης
Ø  Κουμπάρε: Κοινή προσφώνηση μεταξύ των Κυπραίων
Ø  Μαρί: Κοινότητα, περιοχή της Κύπρου, όπου σημειώθηκε πριν από χρόνια έκρηξη πυρομαχικών και ως αποτέλεσμα είχε τον θάνατο στρατιωτών και πυροσβεστών
Ø  Αθαλάσσα: Περιοχή της Κύπρου γνωστή από το νοσοκομείο ψυχικών νοσημάτων που υπάρχει εκεί.
Ø  Χιόνι: Λέξη που χρησιμοποιείται στην Κύπρο για να χαρακτηριστεί η καθαριότητα
Ø  Διαβατήριο: Τα τελευταία χρόνια κλονίστηκε η Κύπρος από το σκάνδαλο των παράνομων πολιτογραφήσεων
Ø  Μήνας ένας: Αναφορά στον μήνα Ιούλη, κατά τον οποίο έχουν συμπέσει όλες οι συμφορές στο νησί.
 

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

Αι δημητριάτικο λουλούδι / Δημήτριος Γκόγκας

 



Πάνω στη χλόη της ψυχής σου,
δροσοσταλιές τα δάκρυά σου.
Τα όνειρά σου που χαθήκαν,
ειν΄ και δικά μου.
 
Ήρθε ο ήλιος κι η Σελήνη.
Σε μύρωσαν στην αγκαλιά μου
και σου χαρίσανε τον κόσμο.
Αχνοφεγγιά μου.
 
Όταν μου φεύγεις και μου λείπεις,
με συντροφεύουνε οι λύπες.
Μα όταν είσαι στο πλευρό μου,
κρέμεσαι χάντρα στο λαιμό μου.
 
Λάβα το αίμα στη καρδιά μου.
Κάφτρα και φως του έρωτά μου.
Κι όσα μαζί σου έχω ζήσει.
Αυγή και Δύση.
 
Αι δημητριάτικο λουλούδι,
τ΄ Οκτώβρη μήνα είσαι χνούδι.
Γέρνεις στο στήθος, Με κατέχεις.
Αιώνια μ΄ έχεις!

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Στρατιώτης στα χαρακώματα...του Δημητρίου Γκόγκα



Όταν κράδαινε το όπλο ψηλά, ως στρατιώτης τυφλών,

έμοιαζαν τα χαρακώματα, σαν φωλιές αετών.

Κάρφωνε στα μάτια δοκούς κι ένιωθε τη βροχή.

Φύτευε στη γη του σκορπιούς, άνθιζαν οι σταυροί.

 

Τι κι αν φώναζε δεξιά ο ληστής,

πως ο αθώος ήτανε ποιητής,

κάποιος γύπας μέσ΄ από την βρωμιά,

τσιμπολόγαγε τα σωθικά.

 

Κι έτσι πέρασαν οι χρόνοι του,

στη διαθήκη τους οι πόνοι του.

Πιο γλυκείς οι σφαίρες του αλλά,

πάλι  το όπλο του ψηλά το κρατά.

 

Όταν γυάλιζε το ξίφος κρυφά, σαν συλλέκτης ψυχών,

έπεφταν δάκρυα του κόσμου πικρά, στα σώματα των νεκρών.

Δίκαζαν τους αθώους σοφά, σε πελάγων σπηλιές. 

Άσπρα κύματα τα μνήματα, κι οι ευθύνες λειψές.

 

Τι κι αν έκραζε ο άλλος ληστής,

ζήτημα υποταγής.

Των Αργείων χάθηκαν οι φωνές,

στις χρυσές αμμουδιές.

 

Κι έγινε το βόλι σιωπή,

στου θαλάμου του κλειστή διαδρομή.

Πέφτει κλαίγοντας στη λασπουριά,

νέκρωσε τον η ελευθεριά.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Δύο [2] στιχουργήματα / Δημήτριος Γκόγκας

 



 

[1]

Πέφτει το σκοτάδι κι οι σκιές

τριγυρνούν μέσα στην καταιγίδα.

Μελαγχολικές οι Κυριακές,

τη Δευτέρα λες πως «δεν σε είδα»

 

Στους γκρεμούς φωλιάζουν οι κραυγές.

Χιόνι πέφτει μα δεν τους σκεπάζει.

Ανοικτές τα βράδια οι γραμμές

Μια πληγή στο χρόνο μας τρομάζει!

 

Πήρανε τα όνειρα φωτιά.

Μ΄ άρματα οι τσέτες στις γωνίες.

Πόνος, λύπες κι άγρια θωριά.

Λύτρωση ζητούν οι αμαρτίες.

 

Κι έρχεσαι εσύ μ΄ ένα σπαθί,

νυφικό σκισμένο σε βιτρίνα,

κόκκινη βαμμένη η ψυχή,

μ΄ ότι, σ΄ έχει μείνει λες «ξεκίνα»

 

Δάκρυα σφουγγίζονται στη γη.

Οι αυτόχθονες σε τραγωδία.

Κάθε που μιλούν πολιτικοί.

Αποτυχημένη συναυλία.

 

[2]

 

Περιπλανιέμαι μες στη ποίηση κι αρνιέμαι,

πως μ΄ έχουν αγαπήσει στη ζωή.

Στα καφενεία στο κρασί γεννιέμαι,

στο χάος  ταξιδεύει η ψυχή.

 

Μες στους καπνούς πλανιέται τ΄ άδειο βλέμμα.

Το χθες απομακρύνεται διαρκώς.

Ο ποιητής με τα κεριά στο ψέμα

πνιγμένος και τα τείχη του εμπρός.

 

Περιπλανιέμαι μες στον κόσμο και κρατιέμαι,

με νάρθηκες μη πέσω σε γκρεμό.

Τυφλός μες στο σκοτάδι συλλογιέμαι.

Σταυρώνουνε τον ήλιο μου σβηστό.

 

Ρωτώ τους σοφούς  καθώς γερνάω,

πως γίνεται ο κόσμος  ξωτικό.

Κι αν άγαλμα, το χέρι μου κουνάω

και τους παλιούς μου φίλους χαιρετώ.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Γράμμα από τη νήσο Κάσο ... του Δημητρίου Γκόγκα





Σου γράφω γράμμα κατά τις δύο και το ραντίζω με δενδρολίβανο.
Γίνομαι φλόγα του έρωτά σου που χω ξεφύγει από κλίβανο!
Με παγιδεύεις με μία σφαίρα και σ΄ ένα στίχο μπαίνω αόρατα.
Παλεύω πάντα με τα όνειρά μου,  που με τρομάζουν γιατί ειν΄ θεόρατα.

Μην απελπίζεσαι αγαπημένη,
για όλα φταίει ο καπιταλισμός.
Κλείνουν τα σύνορα να μην περάσει
ο μετανάστης  κουμμουνισμός.
Τα παλιά βιβλία, τα έκαψαν όλα
κι έχει γεμίσει κάπνα ο ουρανός.

Μα κάποιες φορές που σου φιλώ στα χείλη,
ο κόσμος όλος γλυκά αλλάζει
και άλλη ρότα η γη χαράζει.

Σου γράφω γράμμα από την Κάσο, στην Αντιπέρατο* μολύβι έσταξε.
Στο λιμανάκι βρήκαν πνιγμένο, πουλί που τόλμησε και πέταξε.
Κάποιες στιγμές μ΄ είχε φοβίσει η ποίηση. Τολμώ και κρύβομαι,
από τα κόμματα και τις τελείες και απ΄ τους λόγους τους και πνίγομαι.

Μην απελπίζεσαι αγαπημένη,
για όλα φταίει ο φασισμός.
Πώς να περάσει αφού φασίστας
είμαι εγώ, εσύ κι αυτός.
Ο πόνος στη μέση πως με τραβάει
και δεν υπάρχει κανείς γιατρός.

Μα κάποιες φορές που σου φιλώ στα χείλη,
αυτός ο κόσμος δεν με τρομάζει
γιατί άλλη ρότα η γη χαράζει.


*Αντιπέρατος: Περιοχή της Κάσου

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Έχω τα νεύρα μου… του Δημητρίου Γκόγκα





Γαυγίζω. Σκύλος και κυνηγάω τους συμπολίτες με περίστροφο.
Χαμογελάω, καθώς πεθαίνουν σ αυτόν τον κόσμο τον ανάστροφο.
Τα βράδια πίνω ότι έχει λήξει και μου σερβίρουν στα κωλάδικα.
Φάλτσα κραυγάζω με κάποιον τύπο που είχε υμνήσει τα λαδάδικα.

Έχω τα νεύρα μου, μη με φορτίζεις άλλο,
βολέψου στον τριθέσιό μας καναπέ.
Κάνε ένα μπάνιο να χαλαρώσεις,
τυλίξου ύστερα σ΄ ένα σεντόνι εμπριμέ.

Τα ωραία λόγια έχουν πετρώσει,
καθώς πληρώνω φόρους συνεχώς.
Κι όταν δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου
μου λεν, αν έφυγε, στάθηκε τυχερός.

Χτυπώ τα πλήκτρα, μα τρέμω κιόλας καθώς κολλάει το «ποντίκι» μου.
Καλώ τους φίλους και βγάζω πρώτος το κινητό μες απ΄ τη θήκη μου.
Κάποια «τσουτσέκια» του δημοσίου, μας έχουν κόψει τον αέρα δυστυχώς.
Μπουρδέλα – κράτος, μία πορεία που τη μετράμε με δυο μέτρα διαρκώς.

Πίνω τα χάπια μου, μη με τσαντίζεις άλλο,
πάνε μια βόλτα ν΄ αγοράσεις τον σεμέ.
Μην σου τον πάρει κάποια άλλη στερημένη
που της αρέσουνε τα φούξια τα λαμέ.

Δεν σε δεσμεύομαι, πώς να σε ζήσω;
Με τρεις και εξήντα που πληρώνει ο θεός.
Κι όταν δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου,
μου λεν αν έφυγε στάθηκε τυχερός.