[1]
Πέφτει το
σκοτάδι κι οι σκιές
τριγυρνούν μέσα
στην καταιγίδα.
Μελαγχολικές οι
Κυριακές,
τη Δευτέρα λες
πως «δεν σε είδα»
Στους γκρεμούς
φωλιάζουν οι κραυγές.
Χιόνι πέφτει
μα δεν τους σκεπάζει.
Ανοικτές τα
βράδια οι γραμμές
Μια πληγή στο
χρόνο μας τρομάζει!
Πήρανε τα
όνειρα φωτιά.
Μ΄ άρματα οι
τσέτες στις γωνίες.
Πόνος, λύπες
κι άγρια θωριά.
Λύτρωση ζητούν
οι αμαρτίες.
Κι έρχεσαι εσύ
μ΄ ένα σπαθί,
νυφικό
σκισμένο σε βιτρίνα,
κόκκινη
βαμμένη η ψυχή,
μ΄ ότι, σ΄ έχει
μείνει λες «ξεκίνα»
Δάκρυα
σφουγγίζονται στη γη.
Οι αυτόχθονες
σε τραγωδία.
Κάθε που μιλούν
πολιτικοί.
Αποτυχημένη
συναυλία.
[2]
Περιπλανιέμαι
μες στη ποίηση κι αρνιέμαι,
πως μ΄ έχουν
αγαπήσει στη ζωή.
Στα καφενεία
στο κρασί γεννιέμαι,
στο χάος ταξιδεύει η ψυχή.
Μες στους καπνούς
πλανιέται τ΄ άδειο βλέμμα.
Το χθες
απομακρύνεται διαρκώς.
Ο ποιητής με
τα κεριά στο ψέμα
πνιγμένος και
τα τείχη του εμπρός.
Περιπλανιέμαι
μες στον κόσμο και κρατιέμαι,
με νάρθηκες μη
πέσω σε γκρεμό.
Τυφλός μες στο
σκοτάδι συλλογιέμαι.
Σταυρώνουνε
τον ήλιο μου σβηστό.
Ρωτώ τους σοφούς
καθώς γερνάω,
πως γίνεται ο
κόσμος ξωτικό.
Κι αν άγαλμα,
το χέρι μου κουνάω
και τους παλιούς
μου φίλους χαιρετώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου