Γαυγίζω.
Σκύλος και κυνηγάω τους συμπολίτες με περίστροφο.
Χαμογελάω,
καθώς πεθαίνουν σ αυτόν τον κόσμο τον ανάστροφο.
Τα βράδια πίνω
ότι έχει λήξει και μου σερβίρουν στα κωλάδικα.
Φάλτσα
κραυγάζω με κάποιον τύπο που είχε υμνήσει τα λαδάδικα.
Έχω τα νεύρα
μου, μη με φορτίζεις άλλο,
βολέψου στον
τριθέσιό μας καναπέ.
Κάνε ένα
μπάνιο να χαλαρώσεις,
τυλίξου ύστερα
σ΄ ένα σεντόνι εμπριμέ.
Τα ωραία λόγια
έχουν πετρώσει,
καθώς πληρώνω
φόρους συνεχώς.
Κι όταν
δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου
μου λεν, αν
έφυγε, στάθηκε τυχερός.
Χτυπώ τα
πλήκτρα, μα τρέμω κιόλας καθώς κολλάει το «ποντίκι» μου.
Καλώ τους φίλους
και βγάζω πρώτος το κινητό μες απ΄ τη θήκη μου.
Κάποια «τσουτσέκια»
του δημοσίου, μας έχουν κόψει τον αέρα δυστυχώς.
Μπουρδέλα –
κράτος, μία πορεία που τη μετράμε με δυο μέτρα διαρκώς.
Πίνω τα χάπια
μου, μη με τσαντίζεις άλλο,
πάνε μια βόλτα
ν΄ αγοράσεις τον σεμέ.
Μην σου τον πάρει
κάποια άλλη στερημένη
που της αρέσουνε
τα φούξια τα λαμέ.
Δεν σε δεσμεύομαι,
πώς να σε ζήσω;
Με τρεις και
εξήντα που πληρώνει ο θεός.
Κι όταν
δακρύζω για το νεκρό μπαμπά μου,
μου λεν αν
έφυγε στάθηκε τυχερός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου