Όταν κράδαινε το
όπλο ψηλά, ως στρατιώτης τυφλών,
έμοιαζαν τα
χαρακώματα, σαν φωλιές αετών.
Κάρφωνε στα
μάτια δοκούς κι ένιωθε τη βροχή.
Φύτευε στη γη
του σκορπιούς, άνθιζαν οι σταυροί.
Τι κι αν φώναζε
δεξιά ο ληστής,
πως ο αθώος
ήτανε ποιητής,
κάποιος γύπας
μέσ΄ από την βρωμιά,
τσιμπολόγαγε
τα σωθικά.
Κι έτσι πέρασαν
οι χρόνοι του,
στη διαθήκη τους
οι πόνοι του.
Πιο γλυκείς οι
σφαίρες του αλλά,
πάλι το όπλο του ψηλά το κρατά.
Όταν γυάλιζε
το ξίφος κρυφά, σαν συλλέκτης ψυχών,
έπεφταν δάκρυα
του κόσμου πικρά, στα σώματα των νεκρών.
Δίκαζαν τους αθώους
σοφά, σε πελάγων σπηλιές.
Άσπρα κύματα
τα μνήματα, κι οι ευθύνες λειψές.
Τι κι αν έκραζε
ο άλλος ληστής,
ζήτημα
υποταγής.
Των Αργείων
χάθηκαν οι φωνές,
στις χρυσές
αμμουδιές.
Κι έγινε το
βόλι σιωπή,
στου θαλάμου
του κλειστή διαδρομή.
Πέφτει
κλαίγοντας στη λασπουριά,
νέκρωσε τον η
ελευθεριά.
Πολύ με της καρδιάς τα λόγια μιλάει το ποίημά σου....!!! Μπράβο
ΑπάντησηΔιαγραφή