Σάββατο 27 Μαΐου 2017

Η κυρία Αφροδίτη απ΄το Βαρώσι


Η κυρία Αφροδίτη απ΄το Βαρώσι,  
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.  
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.

Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.  
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»

Την ποδιά,  μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.  
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.

Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή,  μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.

Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι.  
Ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,  
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.

Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.

Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,  
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.  
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,  
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.

Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,  
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.  
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και  λυγίζει.  
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.

Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
Έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς.  

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Ιστορίες τρέλας / Δημήτριος Γκόγκας



Όταν γυρίζω τα βράδια στο σπίτι,
συνήθως δεν βρέχει
αλλά μια ζέστη πλανιέται αγκαζέ με την υγρασία
κι αφήνει τα δάκρυά της στα σκέπαστρα
όπου κουρνιάζουν αμάξια κάποιας ηλικίας
και χάμω ακουμπώντας στις ρόδες,  γάτες της Αφροδίτης
έτοιμες να χυμήξουν στα βήματά μου.

Κάθονται στα σκονισμένα γραμματοκιβώτια
με τις σπασμένες θύρες
όπου ο μεθυσμένος ταχυδρόμος αφήνει
με κείνη την αδιόρατη τεμπελιά του Δημοσίου
γράμματα από το παρελθόν
όπου ο αγνοούμενος εκλιπαρεί για ένα τεστ DNA
μήπως και ο θεός λυπηθεί
και ορισθεί ημέρα και τόπος κηδείας.

Και αν ένα αμάξι κινηθεί και πατήσει γάτα,
το αίμα χύνεται στους δρόμους.
Μέχρι να έρθει ο Δήμος, (πάντα ο Δήμος αργεί)
οι γάτες κλαίνε την μοίρα τους,
μυρίζουν το αέρα
και τις στάλες τις υγρασίας
όπου λιμνάζουν ξηρασίες.

Τέτοιες ιστορίες τρέλας
κρύβονται καλά στις μετακινήσεις,
στις ντόπιες εξορίες και στις φάσεις της σελήνης.
Οι εισβολείς το γνωρίζουν καλά,
πως η μόνη λύση για να επιβιώσουν
είναι να σκοτώσουν τις γάτες.
Ποντικοί όντας. 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

ΕΝΟΧΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ



Είναι γνωστό σε όλους.
Ο ποιητής πρέπει να γυμνωθεί για να φτάσει την αλήθεια
Μα τόση απογύμνωση που η αλήθεια φαντάζει ψέμα.
Αγγίζει το λάθος. Δυναστεύεται.
Η γύμνια γίνεται ντροπή
στα άκρα και τα μέσα της αιωνιότητας
Αθλείται ο ποιητής
Προδομένος με τα ίχνη του μήλου στα χείλη του
τρέχει να κρυφτεί,
να λογιστεί πίσω από τις αμέτρητες λέξεις
που σφαδάζουν
πολλαπλασιάζονται με τόλμη και θάρρος
ψάρια να χορτάσουν οι άπιστοι
να κρυφτούν στο αγκαθωτό καβούκι τους,
οι συκοφάντες, οι φαρισαίοι.
Ένοχος ο ποιητής
στη πρώτη μπόρα δραπετεύει να ξεπλυθεί εκ νέου.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Έντεκα μικρά (σαν χαϊκού ) για το Στρυμονικό


του Δημητρίου Γκόγκα

1. Στρυμονικό
Αθόρυβα σου ήρθα και
ήσυχα σου έγινα ο ξένος.

2. Σιβρί, Κορφοβούνι.
οι ρίζες των βουνών προσπερνούν
και θρέφουνε τους χρόνους.

3. Πέγκο.
Ένα γεράκι θεάθηκε. Ταπεινά
με κοιτούν οι βδέλλες που βασιλεύουν.

4. Μαγκίλα.
Πράσινο στήθος στο
κάμπος βασιλεύει.

5. Με τα κρινάκια
κοιμάται ο άερας
στους σκονισμένους κάμπους.

6. Άγιος Αντώνιος.
Φωνή βοώντος μες σε αιώνες.
Τα κυπαρίσσια προσκυνούνε το τάμα.

7. Καπνός σηκώνεται το δείλι.
Εικόνα ότι απόμεινε,
Ένα κομμένο χέρι δείχνει το μύρο.

8. Άγιος Χαράλαμπος.
Σβησμένο κερί φωτίζει
τη κοιλάδα με τις σκιές.

9. Ξεροπόταμος.
Θηρίο ζωντανό
ποτέ δεν ξαποσταίνει!

10. Κρίστο. Ανεμώνες
ανθίζουν. Αναμνήσεις σαν κύμα.
Περιμένω αντάμωση.

11. Μισή αλήθεια και ψέμα
Μια ζωή μοιρασμένη
στα δύο. Στρυμονικό.

Η μικρή γοργόνα μας


Κάποια μέρα, κάποια ώρα, κάποιο δειλινό
ένας άνθρωπος μονάχος ήταν στο γιαλό
έκλαιγε για την ζωή του κι είχε ένα σκοπό,
με βουτιά να συναντήσει ψάρια στο βυθό.

Τον κατάλαβαν οι γλάροι και τα ξωτικά,
και τον δέσαν σ΄αρμυρίκια, πήραν τα κλειδιά.
Μα η καλή του η γοργόνα, η τριανταφυλλιά,
μ΄ένα φύσημα τ΄ανέμου έλυσε τα δεσμά.

και τον πήγε σε παλάτι, σε βαθειά νερά
κει που ζουν μονάχα ανθρώποι κι έχουνε καρδιά.
Γιατί ξέρεις μορφονιά μου η Τριανταφυλλιά,
είμαι μια μικρή γοργόνα πούχουμε σιμά.

Τήν κρατάμε, την πονάμε, την αφήνουμε..
κι όταν δεν την συμπονάμε την δανείζουμε..
με εκείνη η γοργόνα δεν μας συγχωρεί,
μόνο αυτούς που την κρατάνε πάντα συμπονεί.

Στα βαθειά νερά που είναι, κάπου μέσα μας,
είναι η μικρή κυρία, η πριγκιπέσσα μας.