Πολύ δύσκολο να απαντήσω. Πολλές φορές δεν γνωρίζω τον σκοπό αυτής της γραφής. Δεν μπορώ να εξακριβώσω τα αίτια αλλά ούτε να προσδιορίσω τις αφορμές. Θυμάμαι που όταν ήμουν μαθητής λυκείου, χωρίς πολλούς ιδαίτερα φίλους, εύρησκα ένα καταφύγιο στη σύνθεση ωραίων προτάσεων στο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού,αγναντεύοντας τον ξεροπόταμο. Προσπαθούσα μάταια να μπω μέσα σε ένα σύννεφο, να χτίσω γέφυρες ανάμεσα σε μένα και σε μια χελιδονοφωλιά, να πετάξω με ένα φύλλο Φθινοπώρου. Με τον καιρό, λες και η γλώσσα έβγαλε φτερά και άρχισε να γεννάει λέξεις περίεργες και προτάσεις τόσο όμορφα στρωμμένες, όπως η γιαγιά όταν έπλεκε όταν κένταγε κάτι όμορφο. Όμορφα φυσικά μου φαίνονταν εμένα.
Τα χρόνια πέρασαν και κατάλαβα πως για ορισμένους το να διαβάζεις ποίηση ή ακόμα καλύτερα το να γράφεις ποίηση εμπεριείχε μια δόση ντροπής. Ίσως γιατί η ποίηση περιείχε χωρίς να το πολυκαταλαβαίνω έννοιες και όρους όπως απόδραση, αντίσταση, αντίρρηση και ίσως γιατί εννοούσε σε μεγαλύτερο βαθμό την αγάπη για όλους και για όλα. Είχε λοιπόν η ποίηση μία δύναμη που λίγοι μπορούν να δούν. Να συνδυάζει το όχι με το ναι, να εναρμονίζει το λίγο με το πολύ, να πλάθει μέσα μου τη μνήμη, το παρελθόν με το παρόν. Να μου γνωρίσει τη γέννηση και τον προορισμό μου.
Κι έφτασα εδώ, στο σημείο που λες είμαι ποιητής και διαπιστώνεις ότι είσαι τόσο μικρός μπροστά στην σκέψη του κόσμου, μπροστά στην κορυφή ενός βουνού, κάτω από έναν ουρανό, μικρότερο και από έναν κόκκο άμμου. Και λες, το είχες ήδη αποφασίσει, να γι αυτό πρέπει να γράφω ποίηση, για να γνωρίσω τη σκέψη των ανθρώπων, για να λακτίσω μαζί με τα ζωντανά του δάσους, για να πετάξω με εκείνα τα χελιδονόπουλα που πάντα πεθυμούσα, για να γίνω καλύτερος και εγώ σαν άνθρωπος. Και πάνω απ΄ όλα ταξιδεύοντας πάνω σε ένα χαλί, σε ένα σύννεφο, σε ένα φύλλο, στο φτερό ενός πελαργού, βλέποντας τα νερά του ξεροπόταμου, πηγαίνοντας στο παρελθόν, ριγώντας από ένα φύσημα ανέμου, γράφω για μένα και προσπαθώ, συνεχώς προσπαθώ να ακουμπίσω τον άνθρωπο με το δικό μου τρόπο, την δική μου καρδιά και ψυχή. Για αυτό γράφω.