Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες του Δημητρίου Γκόγκα


 
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ ΚΟΛΟΝΕΣ
 
Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των άηχων λέξεων
αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους.
Κάτω από σεμνότητα και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις.
Όσα σκιερά χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα κοινά ποτήρια
δίναν πρόχειρα τη θέση τους στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων,
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
 
Έτσι πορεύονταν, σκυφτές, κυρτωμένες,
κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και από τις πισσωμένες κολόνες.
 
Το γλαυκό νερό στο ποτήρι, έπαιρνε χρώμα από τη αλύτρωτη σήψη,
από την ανοικτή πληγή της σήψης τους.
Το ξεθωριασμένο καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα.
Μικρά ανήλιαγα και σκόρπια μεγάλα διαλλείματα κι η επιμονή μεσουράνημα.
Αγκάλιαζαν ζεστά την κούραση σαν το τρίτο αποδεκτό στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η ακάματη κούραση και το κυπαρίσσι κολόνα.
 
Στους κενούς ήχους και τις λέξεις κραυγές, καθώς καθάριζαν,
έπλυναν το άσπρο κάτασπρο, τίναζαν τις εκκωφαντικές έννοιες.
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν σιωπηλά, με το δασύ φρύδι ανασηκωμένο.
Καθώς,ως το κρυφτό του φεγγαριού,
δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το μαύρο τσεμπέρι
έπιαναν τη σφαδάζουσα μέση με το ‘να χέρι
και ο μακάριος κάματος έδερνε σαν καμουτσίκι την μεθυσμένη ανία,
έκαμε,ηλιοκαμένη, την πανώρια εμφάνιση της, η κατάρα.
 
Το βράδυ, οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες,
έπρεπε να είναι και πιστοί σύντροφοι.




https://booksitting.wordpress.com/2019/09/29/%ce%bf%ce%b9-%ce%b3%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%af%ce%ba%ce%b5%cf%82-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%b1%ce%b6%ce%b1%ce%bd-%ce%ba%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%bd%ce%b5%cf%82-%ce%b4%ce%b7/comment-page-1/?unapproved=1393&moderation-hash=b8527c3d331919dc82111bf80696ff83#comment-1393 

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ, γ΄έπαινος στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας.

Στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 
ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, 
και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή:
 Μανδραγόρας.
το ποίημά : ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ 
έλαβε τον γ΄έπαινο. 

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.

Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ / Δημήτριος Γκόγκας


γ΄ Βραβείο στην Κατηγορία Ομοιοκατάληκτου Στίχου
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ




Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Την ποδιά, μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς

Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ * και Ωράριο Εργασίας Δημήτριος Γκόγκας



Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.

Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.

**

ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση

τα γόνατά του.

Τα πρωινά για την δουλειά

στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου

τρία στενά πιο κάτω

άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα

από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.

Τώρα ήταν σίγουρος

Η συγκατάβαση στον θάνατο

υποταγή στη ζωή του χρέωνε.

Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-

Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε

Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!



* Τα παραπάνω ποιήματα συμπεριλήφθηκαν και στο Καλιτεχνικό Ημερολόγιο 2021

Προσφύγων Νόστος

 


Κυκλοφόρησε το Βιβλίο "Προσφύγων Νόστος" του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου. Είναι μια ανθολογία Ποίησης Κυπρίων Λογοτεχνών με εικαστικά έργα Κυπρίων Καλλιτεχνών, με αφορμή τα 100 χρόνια μνήμης τυ Προσφυγικού Μικρασιαστικού Ελληνισμού. Ανάμεσα στους εξαίρετους Κύπριους Ποιητές είναι τιμή που συμπεριλαμβάνεται και το δικό μου όνομα και η δική μου συμμετοχή [δύο ποιήματα] 

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ
 
Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης. 
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
 
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε. 
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής, στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας. 
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
 
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν. 
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι,  νερό, μαγιά, κι αγίασμα να ζυμώσει, 
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
 
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
 
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή από την άβυσσο.
 
 
 **

ΒΥΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ…
Της Κύπρου και της Αμμοχώστου
 
Λησμονημένος ο κάμπος είναι το μικρό σπίτι που χάσαμε.
Στα δύο κόπηκε ο αέρας.
Καταβυθίζεται άδοξα πικρός.
Τα δένδρα, τούτα στα βουνά είναι άνδρες που χάθηκαν.
Στο πρόσωπο ηρώων αισχύνη μιας αδιαίρετης πατρίδας.
Ουτοπία εκτός.
Οι θάμνοι που φύτρωσαν, αγριάδες θαρρώ, είναι παιδιά μας.
Δικά τους, δικά μας ,στο πράσινο σύνορο,
είναι παιδιά μας.
Το μέλλον τυφλό δεν θα δούμε.
Ενωμένο μέλλον με απειλές, λιβέλους, αίματα και αγχόνες.
Οι ευκάλυπτοι και τα ζυγόφυλλα, γεννιόνται στις αγριωπές ξερολιθιές
κι είναι όρθιες γυναίκες.
Οι γυναίκες μας,
Μαυροντυμένες, σκληρές, πνιγμένες σε μια αγνοούμενη σιωπή
Μια ελπίδα ανέλπιδη ξεπηδά από τα μάτια του ήλιου Οδυσσέα
Τσακίζεται στα λιθάρια και στ ΄αμπέλια της νήσου αλλόφρονη
Συνθλίβει το φως που ηρωικά ξεμυτίζει
μέσα από τα καταπράσινα φύλλα
της πορτοκαλιάς, της λεμονιάς, της ελιάς, 
της βυθισμένης στην άμμο πολιτείας.
Αρσινόη, Κωνστάντια, Αμμόχωστος.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ* του Δημητρίου Γκόγκα



Προσπάθησε να θυμηθεί τις τελευταίες συμβουλές του.
Να ασφαλίσει το ποίημα και προπάντων τις λέξεις.
Εάν χαθούν τι θα απομείνει;
Μια κάτασπρη, κενή σελίδα τετραδίου με δείκτη το αόρατο κι ένας σταυρός στο χέρι.
Τη μοναξιά να στραγγίζεται από τη κορυφή, στις παρυφές του ανθρώπου.
 
Όπου χρειαζότανε στήριξε τις λέξεις και τις προτάσεις με τελεία.
Να σώσει με ανάπαυλα, τη φωνή της ψυχής και τη δύναμη του πόνου.
Να εδραιώσει τη βάση του δίκαιου και του αδίκου, με την αλήθεια.
Κάπου – κάπου κάρφωνε την τελεία άνω, εντόνως.
Άνω δεξιά και άνω αριστερά.
Να χωρίσει τους παράδρομους, τα καλντερίμια και τα σοκάκια της σκέψης.
Χρησιμοποίησε διστακτικά το κόμμα,
για να προκαλέσει αιφνιδίως την προσδοκία πως κάτι θα συμβεί,
χωρίς πίεση αλλά με κάποιο αβέβαιο λόγο.
Κι ας επαναστατούσαν -έστω και- προσωρινά,
οι δευτερεύουσες προτάσεις, οι ερωτηματικές εξάρσεις,
οι συμπερασματικές απόπειρες, οι διαζευκτικές της αβεβαιότητας,
οι παντογνώστες χωρισμοί και τα παραστρατήματα του έντεχνου λόγου.
Όταν απαιτούνταν να δώσει περισσότερες εξηγήσεις, έσπερνε δύο τελείες.
Έτσι απλά, δίδασκε τα αποφθέγματα και τα σοφά λόγια των προκατόχων.
Την παύλα την απέφευγε και το υποστήριζε με παρρησία, λέγοντας: «δεν ωφελεί,
ούτε στον προσδιορισμό των προσώπων σε ένα τυπικό διάλογο.»
Πιότερο προκαλεί σύγχυση, σαν ένα σπαθί χωρίς σταυρό.
Σαν ένα βέλος χωρίς την άκριά του.
 
Τις παρενθέσεις, τις αγκύλες και τα εισαγωγικά, όλα τα αγάπησε στην φυλακή.
Καρφωμένα στα παράθυρα και στις πόρτες, έκλειναν όλα όσα ένιωθε κατάστηθα,
μα πιο πολύ την ελευθερία.
Κι όταν έκανε την εμφάνισή του το θαυμαστικό, απορούσε σιωπηλός
και σημείωνε με κόκκινη μελάνι ένα τεράστιο ερωτηματικό για την πορεία του ποιήματός
του. Σκήνωμα το βάφτιζε, λείψανο μέχρι να το αναστήσει.
Απέφευγε τους αστερίσκους.
Είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στην ειλικρινή παράθεση των λέξεων.
Να μιλά με το όνομά της η λέξη, κι όχι με διφορούμενα.
Στο τέλος ξεβοτάνιζε τα αποσιωπητικά.
Πάντα ήθελε να πει περισσότερα,
μα τον σταματούσε το φεγγάρι της Άνοιξης και η αύρα του Αυγούστου.

*Το ποίημά: "Σημεία Στίξης" έλαβε Έπαινο ( 4ο με αξιολογική σειρά) του 5ου διαγωνισμού ποίησης Bonsaistories / 2019