Τετάρτη 29 Μαΐου 2024

Δημήτριος Γκόγκας: θέλω να είμαι μέρος της Λάρνακας που εξελίσσεται και βελτιώνεται όσο ζω και αναπνέω!

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ 




https://apopsilarnaka.blogspot.com/2024/05/blog-post_13.html

Στον δρόμο για τις εκλογές, για τις Δημοτικές Εκλογές,

 

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


Στον δρόμο για τις εκλογές, για τις Δημοτικές Εκλογές, στις οποίες και εγώ έχω την τιμή να είμαι Υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Λάρνακας, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Πλάτωνας στο έργο του "ΠΟΛΙΤΕΙΑ"αναφέρει, "όταν οι φιλόσοφοι βασιλέψουν και οι βασιλιάδες φιλοσοφήσουν, μόνο τότε θα ευτυχήσουν οι λαοί". Δυστυχώς δεν συμβαίνει στη σημερνή εποχή. Οι Βασιλείς, οι άρχοντες του τόπου δεν έχουν εντάξει την ... φιλοσοφία στην πολιτική τους και οι Φιλόσοφοι δεν γίνονται βασιλείς και άρχοντες του τόπου. Ας εμβαθύνουμε λοιπόν στο τι πρεσβεύει ο καθείς από εμάς και ας αποκλείσουμε όσο είναι δυνατόν την επηρροή της εικόνας που συνήθως μας παραπλανά. Όχι λοιπόν μόνο στη βιτρίνα αλλά ας κοιτάξουμε μέσα στο μαγαζί, την ποιότητα και την ...τιμή!

Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Χαικού / του Δημητρίου Γκόγκα (Έπαινος στην κατηγορία : Ποίηση Χαικού/ Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 





Απολογούμαι.
Εκλιπαρώ λύτρωση
στο σπαθί της γης.
 
Στην άβυσσό μου,
θα βρεις σταγόνες μελιού
και αίμα πικρό.
 
Στη λίμνη βουτά
το φεγγάρι. Η νύχτα
εξορίζεται.

Πολιτεία / του Δημητρίου Γκόγκα (Εύφημη Μνεία στην κατηγορία : Ποίηση Ενηλίκων σε ελεύθερο στίχο/ Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 


 

Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία,
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο, κάτω στα αλώνια και πέρα,
που κλείνει την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες ορέξεις μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες,
στα καλλίγραμμα αυτιά της – ακόμα - κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας. 
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα
τους περαστικούς σκουρόχρωμους επισκέπτες,
της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα από ράβδους και πίνακες. 
Μα να, η νομιμόφρονα παράνοια
και εκείνων που έρχονται γονυπετείς με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και των υποταγμένων στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί στο κιτάπι, με το στερητικό πρώτο γράμμα.
 
Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ερωτικές ανάσες,
προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος,
γλυκόπικρους καρπούς αφήνει,
συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
«Να οι βηματισμοί των ανθρώπων,
να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας»
 
Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη,
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία, πιο πάνω,
ίσα με τον ουρανό.
 
Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται,
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές / του Δημητρίου Γκόγκα (Έπαινος στην κατηγορία : Σατυρική Ποίηση στη μνήμη του Παύλου Πολυχρονάκη / Ζ' Πανελλήνιος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού- Εφαλτήριο Λόγου Τέχνης και Πολιτισμού /2024)

 


 



Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 






Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.