Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2024

"Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριακές στην Εκκλησία" του Δημητρίου Γκόγκα

Επισημάνσεις: 

α: Το μικρό διήγημα εμπίπτει στην κατηγορία του ακατάλληλου!
β. Τυχόν ομοιότητες ονομάτων και γεγονότων είναι συμπτωματικές, οπότε η ιστορία ανήκει στη σφαίρα της μυθοπλασίας
γ. Ο πίνακας είναι από την ιστοσελίδα: https://e-pinakes.blogspot.com



   


Το γνωρίζαμε όλοι. Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριαές στην εκκλησία. Πάνω στο ομορφάδα της, προτιμούσε να περνά το χρόνο της, πηγαίνοντας πέρα- δώθε στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματος που έμενε μαζί με τον πατέρα της, απέναντι από το στρατόπεδο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών στην πόλη των Τρικάλων. Πριν καλά- καλά ξημερώσει και ο καυτός ήλιος χτυπούσε τον θεσσαλικό κάμπο, άνοιγε την μπαλκονόπορτα, φορώντας το άσπρο της μεταξωτό νυχτικό, αφήνοντας ξεκούμπωτα τα κουμπιά στο ύψος του στήθους. Αποκάλυπτε έτσι προκλητικά τις γραμμές του λαιμού της, που άγγιζε με τα ακροδάκτυλά της. Ύστερα καθόταν με τα πόδια ανοικτά, κρεμώντας κομμάτια του φορέματος της ανάμεσα στα γυμνά μπούτια της και τείνοντας το χέρι μπροστά, ήταν σα να καλούσε όλους τους άνδρες του κόσμου σε ερωτική σύναξη. 

    Οι μαθητές το ήξεραν πολύ καλά αυτό, το καταλάβαινα και εγώ. Και κάθε πρωινό της Κυριακής, μέρα εξόδου στην μικρή πόλη, έτρεχαν στο παράθυρο του 1ου λόχου, που έβλεπε στο διαμέρισμα της Λίλιαν και περίμεναν υπομονετικά την έξοδό της. Εκείνη με ένα ένα προκλητικό μειδίαμα , έβγαινε θριαμβευτικά σαν αρτίστα του καμπαρέ και λικνιζόταν μέχρι να πάρει τη θέση της στην ψάθινη καρέκλα. Κάπου- κάπου ακουγόταν η φωνή του πατέρα -όταν ήταν ξεμέθυστος- και έτρεχε να μπει μέσα στα δωμάτιά της. Δεν αργούσε βέβαια να ξαναβγεί, πότε για να μαζέψει τα ασπρόρουχά της και πότε να ποτίσει τις γλάστρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσκυβε να δει τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας να πέφτουν τα δύο της στουμπουλά λευκόχρυσα στήθη της, που κάθε μαθητής ονειρευόταν να σφίξει στις ανδρικές του παλάμες. 

     Η διοίκηση της σχολής δεν άργησε να λάβει γνώση. Είχε τις υποψίες της, αλλά ο αρχηγός της αγέλης ήξερε πως έχει τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες. Έτσι έλεγε και το καυχόταν! Πως να τους συγκρατήσει! Άφηνε λοιπόν την κατάσταση να εξελίσσεται και οι επόπτες έκαναν τα στραβά μάτια. Περισσότερο γελούσαν. Μήπως και αυτοί στην ηλικία των μαθητών δεν λυτρώνονταν με τη γνωστή μέθοδο και δεν δικαίωναν του σώματος την ηδονή; 

    Ήταν λοιπόν μια άτυπη συνάντηση, ένα οφθαλμόλουτρο των μαθητών που όλοι το γνώριζαν, όλοι το επέτρεπαν, αφού δεν ενοχλούσε κανέναν. Μια συμφωνία κυρίων και κυρίας. Οι φωνές "Λίλιαν - Λίλιαν" μόνο χαμόγελα σκορπούσαν, τόσο στην ίδια που καμάρωνε συνεχώς για τους θαυμαστές της, όσο και για τους μαθητές που γελούσαν, παιχνίδιζαν και ξέφευγαν κάπως από την καθημερινή πίεση των ασκήσεων και των μαθημάτων. Μέχρι που συναίβη το μοιραίο. 

    Κάποια Κυριακή, από αυτές που η Λίλιαν δεν πήγαινε στην εκκλησία και οι μαθητές ετοιμάζονταν για την έξοδό τους, ένας εξ αυτών που επέστρεφε από το λουτρό του, τυλιγμένος με την γκρίζα πετσέτα της σχολής, έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο, για να επιδείξει στη ζηλευτή κόρη, τη γενετήσια ορμή του. Και έτσι έγινε. Τότε όμως ήταν που ξεπεράστηκαν τα όρια και οι λεπτές γραμμές ισορροπίας που κρατούσαν όρθια και υγιή αυτή τη σχέση. Η Λίλιαν με τα ξέπλεκα μαλλιά της και το ξώβυζο νυχτικό της άρχισε να ουρλιάζει, να στριγγλίζει και δεν άργησε να φανεί με τα σώβρακα στο μπαλκόνι ο ξεμέθυστος εκείνη την μέρα, πατέρας της. Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, άρχισε να βρίζει και απευθυνόμενος στο μπουλούκι των μαθητών που είχε μαζευτεί στο παράθυρο και κοίταζε με ανοικτό το στόμα, είπε: "Τώρα καθάρματα θα σας δείξω εγώ!" 

    Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και η σειρήνα που σήμανε συγκέντρωση χτυπούσε σαν τρελή. Οι εντολές ήταν σαφείς. Όλοι οι μαθητές να κατέβουν για έκτακτο προσλητήριο, όπως είναι. Περιττό να πω ότι οι πραμάτειες στο πανυγήρι της Λάρισας ήταν πιο τακτοποιημένες. Μαθητές με πετσέτες γύρω από τη μέση, άλλοι έτοιμοι με τις στρατιωτικές στολές για έξοδο, περίπολα με όπλα, σκοποί, άλλοι με αθλητικές φόρμες, μια περίεργη ανδρομάζωξη μπροστά από τον Διοικητή της Σχολής, που είχε εδοποιηθεί και είχε φτάσει σε απρόβλεπτο χρόνο. Δίπλα του η Λίλιαν με τον πατέρα της. Ομολογώ πως από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη. 

    Αφού ο Διοικητής μας χλεύασε, μας ταπείνωσε, μας κακολόγησε, αλλά άκρη δεν έβγαλε (και πως να βγάλει!) απομαρύνθηκε μαζί με την Λίλιαν και την θιγμένη κόρη υποσχόμενος πως θα τιμωρήσει τον υπαίτιο και τους συνόδευσε μέχρι την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Ύστερα επέστρεψε σε μας, που όπως ήταν φυσικό μας περίμενε  παραδειγματική τιμωρία. "Να τρέχουν όλη μέρα, μέχρι να πέσουν κάτω" ήταν η διαταγή του "μέχρι να παρουσιαστεί ο υπαίτιος" Όλοι όμως γνωρίζαμε πως ο Διοικητής το διασκέδασε και επιβεβαιωνόταν, πως είχε τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες!

   Εκείνη λοιπόν τη μέρα, εκείνη τη Κυριακή που η Λίλιαν δεν πήγε στην εκκλησία, οι μαθητές της στρατιωτικής σχολής των Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα, έτρεξαν το μεγάλο τσιμεντένιο προαύλιο, πάνω από εκατόν είκοσι φορές. Όσοι "επέζησαν" ορκίστηκαν Μόνιμοι Υπαξιωματικοί το σωτήριο έτος 1984!

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ίχνη υστεροφημίας // Δημήτριος Γκόγκας

 


 

Θεωρούσε πως πάντοτε είχε κάτι να πει ως ποιητής,
αρκεί να μην ενοχλούσε τον Θεό κι ύστερα τους ανθρώπους. 
Μα τι ποίηση θα ήταν αν δεν ενοχλούσε; 
Όταν επέστρεφε από την πλάνη στα μέρη που μεγάλωσε
καθόταν επί ώρες πάνω στην άσπρη ταφόπλακα.
Ήξερε πολύ καλά, πως κάτω από το χώμα ήταν ολοζώντανος ο άνθρωπος!
Μύριζε αποσυνθεμένο το σώμα του,
άκουγε την ασθενική φωνή του. 
Εκείνου που αγάπησε.
Εκείνου που δεν έζησε.
Εκείνου που δεν χαιρέτησε.
Κείνου που κατέβαινε με το καμουτσίκι στο χέρι από το βουνό,
χαράζοντας με τις ρόδες του κάρου την κακοτράχαλη κατηφόρα, κάθετα.
Λες κι ήθελε να αφήσει το αποτύπωμα στους αιώνες.
Δεν ήθελε;
Δεν υπολόγιζε καν τη φύση, που θα έσβηνε το ίχνος μιας υστεροφημίας.
Κι ήταν ακόμα ποιητής ή κάτι ως αυτόν.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2024

Τα πεζοδρόμια στους δρόμους της περιοχής Μακέντζυ βρίσκονται σε οικτρή κατάσταση /Δημήτριος Γκόγκας

 ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ προς την Δημοτική Αρχή της Λάρνακας 



Κύριοι της Δημοτικής Αρχής Λάρνακας 

Εδώ και χρόνια είναι διαπιστωμένο ότι τα πεζοδρόμια των οδών στην περιοχή της Σκάλας και στην περιοχή του Μακέντζυ βρίσκονται σε οικτρή κατάσταση. Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει κάποιο σχέδιο, πλάνο, χρονοδιάγραμμα για την αντικατάσταση των φθαρμένων - σπασμένων πλακών ή έχουν αφεθεί στο έλεος του χρόνου; 

Οι φωτογραφίες δείχνουν πεζοδρόμια από την οδό Τουζ Χανέ στο ύψος του αριθμού 34. 




Οι στραβές Πινακίδες παρέμειναν στραβές στην Λάρνακας / Δημήτριος Γκόγκας




Πριν από μερικές ημέρες, είχα στείλει ευχαριστήριο στο Δήμο Λάρνακας γιατίς πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ανταποκρίθηκε στην παράκληση μου να "ισιώσει" τις πινακίδες της πόλης που κάποιοι τις "στράβωσαν" Δυστυχώς ο Δήμος της Λάρνακας ίσιωσε τις Πινακίδες στους δρόμους γύρω από την οδό που μένω.


Γι αυτό και παρακαλώ τους συμπολίτες μου, τους Λαρνακείς που διαπιστώνουν τέτοιου είδους προβλήματα να ενημερώνουν το Δήμο προκειμένου να τα διορθώσει. Βέβαια το καλύτερο θα ήταν ο Δήμος να οργανώσει ένα συνεργείο και να ορίσει συγκεκριμένες ημέρες τον μήνα που θα γίνονται αυτού του είδους οι εργασίες. Χρειάζεται, απαιτείται η συμμετοχή των πολιτών στο έργο της Δημοτικής Αρχής.

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 15 Δεκεμβρίου 2003 (13: 36 Ώρα Καμπούλ)


Διάλογος στον δρόμο της Καμπούλ (Αφγανιστάν)


Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

-          Τι με ρωτάς γυναίκα.
     Ποιος με όρισε ρυθμιστή των ψυχών σου;
     Των παραλογισμών σου;
     Σου απαντώ με έπαρση ορθώς.
     Εγώ κοιτώ και απαντώ: Κανείςπαρ΄ εκτός ο λογιστής των
     μερτικών σου.
     Είσαι στο τέλος μια θηλιά,
     μια ανεκπλήρωτη γραφή των διαθηκών σου!
     Ποιος λέει (πες το χωρίς σκέψη)
     Το μαντήλι, μπούρκα έχω μάθει πως το λεν, γυναίκα θα το ρίξεις;
     Σταμάτα, έχουν το χρώμα τ΄ ουρανού τα μάτια που δεν βλέπω;
     Μήπως σκληρός ο ήλιος που λογά, τ΄ αυλακωμένο  πρόσωπο,
     στο χρόνο μη το δείξεις;
    
-          Είναι πληγή ο χρόνος και μετρά, πάντα με λάθη και κινά.
-          Είναι καιρός να λυτρωθείς, τον ήλιο να αγγίξεις.
     Τέλος ποιος την συννεφιά σου λέειδιάλυσε την;

    -Μα η συννεφιά;  του απαντά χωρίς να απαντά (σταμάτα τσάκισέ την)
 
   -Ο ήλιος,
     Είπα! ο ήλιος είν΄ σκληρός. Κι άμε γυναίκα να κρυφτείς.
   -Γιατί το κάνειςΘα νοιαστείς; Εδώ δεν νοιάστηκε κανείς!
   -Λένε πως πιάνεις χώμα το ζουπάς και βγάνεις νάμα;
   -Πάω γυμνότερη ως την σπηλιά του μεταξιού και ανάβω τάμα.
     Εσύ τι θέλεις,  τι λογάς κοψο-μεσής του δρόμου;
   -Να πάρω γεύση από το στόμα ενός εντόμου!


Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Στην Πανσέληνο του Αυγούστου: Συμμετείχα με το ποίημα: Ένα φεγγάρι στο κεφάλι μου! / Δημήτριος Γκόγκας

 
19 Αυγ 2024. Κάτω από την πανσέληνο του Αυγούστου πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό πολυχώρο της Λάρνακας μουσικο - ποιητική βραδιά με θέμα -τι άλλο- το φεγγάρι. Πολύς ο κόσμος, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των διοργανωτών και απόλαυσε ποιητές και ποιήτριες να απαγγέλουν όμορφες δημιουργίες. Ανάμεσα σε αυτούς και εγώ με το ποίημά μου: Ένα φεγγάρι στο κεφάλι μου! 






Ένα φεγγάρι στο κεφάλι μου! 
 
Ονειρεύομαι ένα ολόκληρο φεγγάρι.
Μα μέχρι σήμερα, μισό και κείνο, 
στερημένο από χρώμα.
Κι ύστερα, είναι και η μνήμη!
Μια μνήμη κομμένη στα δύο, 
όπως και η πατρίδα μου.
Σ αυτή τη μνήμη, 
θα ΄θελα ένα ολόκληρο φεγγάρι 
και μια πατρίδα.
Στα δύο, δυο μισοφέγγαρα, 
μόνο στα περασμένα.
 
Βλέπω τις ματιές των ανθρώπων 
στα σφραγιστά σύνορα ενός απομεσήμερου
Ακούω τις κραυγές τους, σαν κραυγές ενός ρολογιού που δεν σταματά,
παρά μόνο σαν το βόλι συναντήσει τον θάνατο.
Όταν νυχτώνει,
βγαίνει ο ήλιος.
Κι όταν ξημερώνει,
δηλώνεται η απουσία του φεγγαριού.
 

Συνηθίζω να κυκλοφορώ ακέφαλος!
Με περιγελούν εχθροί και φίλοι, 
στους δρόμους, στα σοκάκια 
και στη πράσινη γραμμή.
Μαύρη τη σταυρώνω εγώ, 
πιο μαύρη από ποτέ.
Βαθιά νυχτιά.
Και κάπου – κάπου σηκώνω τα χέρια 
και πιάνω το φεγγάρι.
Το βάζω επιμελώς στους ώμους.
Δεν μου ταιριάζει ακριβώς.
Μα ονειρεύομαι πως έχω ένα κεφάλι.
Ένα φεγγάρι, ένα πρόσωπο!