Το γνωρίζαμε όλοι. Η Λίλιαν δεν πήγαινε τις Κυριαές στην εκκλησία. Πάνω στο ομορφάδα της, προτιμούσε να περνά το χρόνο της, πηγαίνοντας πέρα- δώθε στο στενό μπαλκόνι του διαμερίσματος που έμενε μαζί με τον πατέρα της, απέναντι από το στρατόπεδο της Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών στην πόλη των Τρικάλων. Πριν καλά- καλά ξημερώσει και ο καυτός ήλιος χτυπούσε τον θεσσαλικό κάμπο, άνοιγε την μπαλκονόπορτα, φορώντας το άσπρο της μεταξωτό νυχτικό, αφήνοντας ξεκούμπωτα τα κουμπιά στο ύψος του στήθους. Αποκάλυπτε έτσι προκλητικά τις γραμμές του λαιμού της, που άγγιζε με τα ακροδάκτυλά της. Ύστερα καθόταν με τα πόδια ανοικτά, κρεμώντας κομμάτια του φορέματος της ανάμεσα στα γυμνά μπούτια της και τείνοντας το χέρι μπροστά, ήταν σα να καλούσε όλους τους άνδρες του κόσμου σε ερωτική σύναξη.
Οι μαθητές το ήξεραν πολύ καλά αυτό, το καταλάβαινα και εγώ. Και κάθε πρωινό της Κυριακής, μέρα εξόδου στην μικρή πόλη, έτρεχαν στο παράθυρο του 1ου λόχου, που έβλεπε στο διαμέρισμα της Λίλιαν και περίμεναν υπομονετικά την έξοδό της. Εκείνη με ένα ένα προκλητικό μειδίαμα , έβγαινε θριαμβευτικά σαν αρτίστα του καμπαρέ και λικνιζόταν μέχρι να πάρει τη θέση της στην ψάθινη καρέκλα. Κάπου- κάπου ακουγόταν η φωνή του πατέρα -όταν ήταν ξεμέθυστος- και έτρεχε να μπει μέσα στα δωμάτιά της. Δεν αργούσε βέβαια να ξαναβγεί, πότε για να μαζέψει τα ασπρόρουχά της και πότε να ποτίσει τις γλάστρες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έσκυβε να δει τους περαστικούς στο πεζοδρόμιο, αφήνοντας να πέφτουν τα δύο της στουμπουλά λευκόχρυσα στήθη της, που κάθε μαθητής ονειρευόταν να σφίξει στις ανδρικές του παλάμες.
Η διοίκηση της σχολής δεν άργησε να λάβει γνώση. Είχε τις υποψίες της, αλλά ο αρχηγός της αγέλης ήξερε πως έχει τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες. Έτσι έλεγε και το καυχόταν! Πως να τους συγκρατήσει! Άφηνε λοιπόν την κατάσταση να εξελίσσεται και οι επόπτες έκαναν τα στραβά μάτια. Περισσότερο γελούσαν. Μήπως και αυτοί στην ηλικία των μαθητών δεν λυτρώνονταν με τη γνωστή μέθοδο και δεν δικαίωναν του σώματος την ηδονή;
Ήταν λοιπόν μια άτυπη συνάντηση, ένα οφθαλμόλουτρο των μαθητών που όλοι το γνώριζαν, όλοι το επέτρεπαν, αφού δεν ενοχλούσε κανέναν. Μια συμφωνία κυρίων και κυρίας. Οι φωνές "Λίλιαν - Λίλιαν" μόνο χαμόγελα σκορπούσαν, τόσο στην ίδια που καμάρωνε συνεχώς για τους θαυμαστές της, όσο και για τους μαθητές που γελούσαν, παιχνίδιζαν και ξέφευγαν κάπως από την καθημερινή πίεση των ασκήσεων και των μαθημάτων. Μέχρι που συναίβη το μοιραίο.
Κάποια Κυριακή, από αυτές που η Λίλιαν δεν πήγαινε στην εκκλησία και οι μαθητές ετοιμάζονταν για την έξοδό τους, ένας εξ αυτών που επέστρεφε από το λουτρό του, τυλιγμένος με την γκρίζα πετσέτα της σχολής, έτρεξε στο ανοικτό παράθυρο, για να επιδείξει στη ζηλευτή κόρη, τη γενετήσια ορμή του. Και έτσι έγινε. Τότε όμως ήταν που ξεπεράστηκαν τα όρια και οι λεπτές γραμμές ισορροπίας που κρατούσαν όρθια και υγιή αυτή τη σχέση. Η Λίλιαν με τα ξέπλεκα μαλλιά της και το ξώβυζο νυχτικό της άρχισε να ουρλιάζει, να στριγγλίζει και δεν άργησε να φανεί με τα σώβρακα στο μπαλκόνι ο ξεμέθυστος εκείνη την μέρα, πατέρας της. Καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, άρχισε να βρίζει και απευθυνόμενος στο μπουλούκι των μαθητών που είχε μαζευτεί στο παράθυρο και κοίταζε με ανοικτό το στόμα, είπε: "Τώρα καθάρματα θα σας δείξω εγώ!"
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και η σειρήνα που σήμανε συγκέντρωση χτυπούσε σαν τρελή. Οι εντολές ήταν σαφείς. Όλοι οι μαθητές να κατέβουν για έκτακτο προσλητήριο, όπως είναι. Περιττό να πω ότι οι πραμάτειες στο πανυγήρι της Λάρισας ήταν πιο τακτοποιημένες. Μαθητές με πετσέτες γύρω από τη μέση, άλλοι έτοιμοι με τις στρατιωτικές στολές για έξοδο, περίπολα με όπλα, σκοποί, άλλοι με αθλητικές φόρμες, μια περίεργη ανδρομάζωξη μπροστά από τον Διοικητή της Σχολής, που είχε εδοποιηθεί και είχε φτάσει σε απρόβλεπτο χρόνο. Δίπλα του η Λίλιαν με τον πατέρα της. Ομολογώ πως από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη.
Αφού ο Διοικητής μας χλεύασε, μας ταπείνωσε, μας κακολόγησε, αλλά άκρη δεν έβγαλε (και πως να βγάλει!) απομαρύνθηκε μαζί με την Λίλιαν και την θιγμένη κόρη υποσχόμενος πως θα τιμωρήσει τον υπαίτιο και τους συνόδευσε μέχρι την κεντρική πύλη του στρατοπέδου. Ύστερα επέστρεψε σε μας, που όπως ήταν φυσικό μας περίμενε παραδειγματική τιμωρία. "Να τρέχουν όλη μέρα, μέχρι να πέσουν κάτω" ήταν η διαταγή του "μέχρι να παρουσιαστεί ο υπαίτιος" Όλοι όμως γνωρίζαμε πως ο Διοικητής το διασκέδασε και επιβεβαιωνόταν, πως είχε τουλάχιστον τετρακόσιους πενήντα χωλαράδες!
Εκείνη λοιπόν τη μέρα, εκείνη τη Κυριακή που η Λίλιαν δεν πήγε στην εκκλησία, οι μαθητές της στρατιωτικής σχολής των Μονίμων Υπαξιωματικών στα Τρίκαλα, έτρεξαν το μεγάλο τσιμεντένιο προαύλιο, πάνω από εκατόν είκοσι φορές. Όσοι "επέζησαν" ορκίστηκαν Μόνιμοι Υπαξιωματικοί το σωτήριο έτος 1984!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου