Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

ΕΞΕΤΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας.
Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης.
«Ήρθε ο καιρός της εξέτασης»  είπε.
Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου.
Κι ύστερα,
σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί.
Το κεφάλι του βούιζε ακόμα.
 
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους
και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος.
Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες.
Την ψυχή του,  πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού.
Και κείνο χάρηκε.
Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι.
 
Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε.
Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του
και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε.
 
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε.
Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
 
 
 

ΠΟΝΟΥΣΕ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



Πονούσε
και περίμενε
-κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι-
τον θάνατο
να επουλώσει τις πληγές της.

ΑΚΡΟΑΣΗ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)



 
Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που  ζούμε
ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες,
αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων.
Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους .
 
Στο γυρισμό
θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου
δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου.
 
Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
 
 
 
 
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα :
Στίχος του στιχουργού:
Λευτέρη Παπαδόπουλου
 

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 
Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια
πάνω στο λερωμένο τραπέζι.
Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της.
Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες.
Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων
την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους.
Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια  
την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της.
Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη.
Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.

ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 


Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!

ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ: Ποίημα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών του Δημητρίου Γκόγκα / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)


 

Μεγάλωσε μ΄  ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς  ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή  - παρελθόντα ανάμνηση-
είχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά.
 
Όπως τότε, που φερνε πρόσφορα
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
 
Έπρεπε να την επιστρέψει, σκέφτηκε,  το δίχως άλλο.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
 
Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι».
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
 
Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι,  τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
Αποφάσισε να την κρατήσει.
Την φώλιασε σ΄ ένα από τα ράφια της καρδιά του,
δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και
από την λευτεριά  που σκότωσε τον πατέρα του νέο.
Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.