Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

Τα 8 παιδιά της γιαγιάς Σοφίας (της Πανικάβας) / Δημήτριος Γκόγκας




Η γιαγιά Σοφία σήκωσε το ποτηράκι με τη μέντα και το ήπιε μονορούφι, καθώς ήταν ξαπλωμένη. «Θες και συ λίγο; Πιες καλό κάνει.»
Μου έβαλε και έβρεξα τα χείλη μου.

«Μας έφεραν στο Κρωμνικό. Πριν από μας το κατοικούσαν οι Τούρκοι, το λέγανε Σαρνίτς. Έρημα σπίτια από ανθρώπους που έφυγαν, σαν και μας. Δεν τα υπολόγισαν σωστά οι μεγάλοι και τα σπίτια δεν έφταναν για όλους. Μέχρι να δουν τι να κάνουν μένανε και δυο οικογένειες μαζί. Αργότερα βρήκαν για όλους σπίτια. Εμάς μας έδωσαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και μερικά μικρά χωραφάκια. Ίσα- ίσα να βάζουμε λίγο καπνό και να φτιάχνουμε μπαξέδες. Ο Παναγιώτης το έκανε παλάτι «για σένα» μου έλεγε. Έπιαναν τα χέρια του. Δουλευταράς σε όλα. Με λίγα χρήματα που είχε στη τσέπη του, αγόρασε ένα άλογο, αργότερα γελάδα, κότες, βρήκαμε κι ένα σκύλο. Δεν μας έλειψε τίποτα. Φτωχοί στην αρχή, τα πρώτα χρόνια μα είχαμε τα πάντα. Στον πρώτο χρόνο έμεινα και έγκυος. Γεννήθηκε το δεύτερο παιδί.

     Για στάσου όμως, να σου πω για το πρώτο. Όταν φύγαμε από το χωριό στον Πόντο κυνηγημένοι στο βουνό, είχαμε ήδη ένα παιδί, αβάπτιστο. Από την ώρα που γεννήθηκε ήταν άρρωστο. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρούνε τι είχε. Παρ΄ όλα αυτά το προσέχαμε όσο μπορούσαμε. Του δίναμε σιρόπια, έλεγαν θα γιαίνει, αλλά αυτό κάθε μέρα ήταν όπως και τα χθες. Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό και εμείς βιαστικά φύγαμε χωρίς τίποτα στα χέρια να κρατούμε, δώσαμε το παιδί στους γείτονες. Μουσουλμάνοι, χωρίς παιδιά, τουλάχιστον να σωθεί το παιδί. Πριν αποφασίσουμε να φύγουμε για την Ελλάδα, πήραμε την απόφαση να κατέβουμε από του βουνό, ναι, ναι πριν μπούμε στα καράβια και να δούμε για τελευταία φορά το παιδί μας. Όσο πλησιάζαμε στο χωριό και στο σπίτι που αφήσαμε, ακούγαμε από περαστικούς, ότι είχε κηδεία ενός παιδιού. «Λες ρε γυναίκα να είναι το δικό μας;» μου είχε πει ο Παναγιώτης. Τρέξαμε, σαν τρελοί τρέξαμε, ξωπίσω της κηδείας. Ήταν το παιδί μας, το πρώτο μου παιδί. Δεν άντεξε στον κόσμο τούτο. Μας άφησε όπως το αφήσαμε και μεις. Και έφυγε χωρίς όνομα. Σαν να μην ήρθε ποτέ στον κόσμο. Έκλαψα, έκλαψα, ποια μάνα δεν θα έκλαιγε για το πρώτο της παιδί. Ξεκόλλησε ένα κομμάτι από μέσα μου. Έσπασε η καρδιά μου. Όμως ο Παναγιώτης εκεί δίπλα μου. «Μην βαλαντώνεις κορίτσι μου» θα κάνουμε άλλα! Και κάναμε άλλα επτά παιδιά. Γέμισε η αυλή από παιδάκια. Γέμισε η αγκαλιά μου.

Όμως ας σου πω μια ιστορία με το δεύτερό μου μου παιδί τον Κωνσταντή. Το πρώτο στην Ελλάδα. Μεγάλωνε μια χαρά. Αρρώστησε όμως και αυτός. Είπα αυτό δεν θα το έχανα. Ο Παναγιώτης από πολύ πρωί, έλειπε στα χωράφια με το άλογο. Ήμουνα νηστική εκείνη τη μέρα, δεν είχα φάει τίποτα. Φόρτωσα το παιδί τυλιγμένο με μια κουβέρτα στον ώμο και κατηφόρισα προς τη Γαλάνη. Από εκεί θα πήγαινα στους Τοξότες και μετά στη δημοσιά για τη Ξάνθη. Έπρεπε να το δει γιατρός. Υπολόγισα ότι σε 4 με 5 ώρες θα έφτανα. Τέτοια θέληση είχα και τέτοια πίστη. Αν έβρισκα και κανένα κάρο στο δρόμο ακόμα καλύτερα. Όμως εξαντλήθηκα. Όταν έφτασα στο μονοπάτι δίπλα από το ποτάμι, τον Νέστο ντε, δεν είχα άλλες δυνάμεις. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, τα μούτρα μου γέμισαν χώμα. Το φόρεμα γέμισε λάσπη. Έχανα το φως μου, νόμιζα πως θα πεθάνω. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα σε κείνη τη στάση. Μπορεί και να με πήρα ο ύπνος. Δεν θυμάμαι καλά. Ξύπνησα από το κλάμα του Κωστή. Είπα: Παναγία μου σώσε εμένα και το παιδί μου. Μην αφήσεις να πεθάνει και τούτο.

Άρχισα να κόβω χόρτα, να σκάβω με τα χέρια μου και να βγάζω ρίζες από μικρά δένδρα και θάμνους και να τα μασάω. Άλλα έφτυνα άλλα έτρωγα. Πόνεσε το στομάχι μου. Κατέβηκα πιο κάτω στο ποτάμι, έπλυνα το πρόσωπο του παιδιού, το δικό μου, ήπιαμε νερό, ξεδιψάσαμε, φούσκωσε η κοιλιά μας και φτάσαμε στους Τοξότες. Η Παναγιά έκανε το θαύμα της. Βρήκαμε έναν χωρικό που πήγαινε Ξάνθη, μας κατέβασε στο νοσοκομείο. Ιλαρά είχε το παιδί, υψηλό πυρετό. Το κάμανε καλά. Δεν είχε την τύχη του πρώτου. Μα είχε κακή τύχη αργότερα. Θα σου πω παρακάτω.

Γράψε τώρα ότι γέννησα συνολικά οκτώ παιδιά. Ένα που άφησα πίσω στο Πόντο και πέθανε, χωρίς όνομα, τον Κωνσταντή, τη Σοφία, τον Χρήστο, τον Αχιλλέα, τον Γιώργο, τη Μαρία και τη Βασιλική. Και για όλους έχω να σου πω και μια ιστορία, όχι όμως σήμερα, μα όταν ξανάρθεις, έτσι γιε μου;»

Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι, πήρα το μπλοκάκι και το στυλό, της φίλησα το χέρι και το μέτωπο και την σκέπασα.
«Καλό απόγευμα γιαγιά Σοφία. Θα ξανάρθω αύριο»



1 σχόλιο: