γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Πριν από λίγες ημέρες ψηφίστηκε στην Βουλή των Ελλήνων το νομοσχέδιο για την «ισότητα στον πολιτικό γάμο, τροποποίηση του αστικού κώδικα και άλλες διατάξεις» που αφορούσε τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Η ψήφισή του προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις μεγάλης μερίδας της κοινωνίας αλλά σκόρπισε ενθουσιασμό στους ομοφυλόφιλους συναθρώπους μας που είδαν πως μπορούν πλέον νόμιμα να έρθουν "εις γάμον κοινωνία".
Ας παραθέσουμε όμως μερικές ορολογίες, που πολλοί από εσάς σίγουρα τις έχετε διαβάσει ξανά και ας αναρωτηθούμε για τις αρνητικές αντιδράσεις του κόσμου.
Τι σημαίνει ομόφυλος:
α. «Ομόφυλος», κατά κυριολεξία, είναι εκείνος που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλον. Όχι αυτός που έχει το ίδιο φύλο. Άλλο πράγμα η «φυλή» και άλλο το «φύλο».
Συνώνυμα του ομόφυλου είναι ο «ομοεθνής», ο «ομογενής». Αντίθετα του ομόφυλου είναι ο «αλλόφυλος», ο «αλλογενής», ο «αλλοδαπός», μεταφορικά ο «ξένος» (βλ. Ἀντιλεξικόν ἤ Ονομαστικόν τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσης, ἐπιμ. Θ. Βοσταντζόγλου, β΄ ἔκδ., Ἀθῆναι 1990, σ. 93). [1]
β. Ομόφυλος, -η. -ο [αρχ.Ι 1. αυτός που σχετίζεται με το ίδιο φύλο (ανδρικό ή γυναικείο) ΑΝΤ. ετερόφυλος 2. αυτός που σχετίζεται με την ίδια φυλή, το ίδιο έθνος: ~ πληθυσμοί ΣΥΝ. ομογενής, ομοεθνής ΑΝΤ. αλλόφυλος, αλλογενής, αλλοεθνής. [3]
Άρα θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει αβασάνιστα ότι η πολιτεία πρσοπάθησε να εξαπατήσει τους πολίτες; Όχι φυσικά, διότι μας ενδιαφέρει πρωτίστως το περιεχόμενο του νομοσχεδίου και όχι ο ...τίτλος. Εξάλλου στο λεξικό του Κ. Μπαμπινιώτη και στη σελίδα 1257 ομόφυλος μπορεί να σημαίνει και: αυτός που σχετίζεται με το ίδιο φύλο (ανδρικό ή γυναικείο). Δεν προσδιορίζετια η σχέση!
Ποιος είναι ο ομοφυλόφιλος;
α. Αυτός που αισθάνεται ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου [2]
β. ομοφυλόφιλος, -η. -ο αυτός πυυ έχει σεξουαλικές σχέσεις μόνο με πρόσωπα τού δικυύ του φύλου ΣΥΝ. (για άνδρα) κίναιδος, (μειωτ.) αδελφή, συκιά. (!) πούστης, (για γυναίκα) λεσβία [3]
Τι είναι γάμος:
α. γάμος (ο) 1. η νόμιμη ένωση και συμβίωση δύο ετερόφυλων (σε κά- ποιες χώρες και ομόφυλων) προσώπων: ο θεσμός τού ~ αποτελεί το θεμέλιο τής κοινωνίας [3]
β. Γάμος ονομάζεται μία σύμβαση διαρκούς συμβίωσης ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα, της οποίας ο σχηματισμός καθώς και ο τερματισμός από διαζύγιο ρυθμίζεται από την πολιτεία με τη συναίνεση των συμβαλλόμενων μερών, και προβλέπει πληθώρα δικαιωμάτων, προνομίων και υποχρεώσεων [4]
γ. Ο γάμος φέρνει κοντά δύο ανθρώπους που επιλέγουν να ζήσουν μία κοινή ζωή και να εξελίξουν τη σχέση αλλά και τους εαυτούς τους. [5]
Γράφει σχετικά ο Κ.Α.Ναυπλιώτης στην εφημερίδα "Αλήθεια" και στο άρθρο του με τίτλο: Προέλευση κα ερμηνεία της λέξης γάμος: Θα ασχοληθούμε όμως με το ˂αρχ. γαμῶ (-εω) «νυμφεύομαι» το οποίο θεωρείται αγνώστου ετύμου….και ότι «Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπάρχει κοινή Ι.Ε. λ. για τον γάμο και τα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτόν». (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής τού Γ. Μπαμπινιώτη, Β΄ έκδ.). Αυτό για το οποίο απορεί κανείς, είναι, γιατί κάθε λέξη πρέπει να έχει τις ρίζες της ή να έλκη την καταγωγή της από το…πουθενά! Δηλ. να συσχετίζεται με το ζόρι με την Ινδοευρωπαϊκή, αν και λεξικά όπως το Liddel-Scott, Μέγα Ετυμολογικόν (Ε.Μ), λξκ Ησυχίου και όχι μόνο, δεν την ετυμολογούν από την Ινδοευρωπαϊκή. Ούτε θεωρώ πως μπορεί να συσχετιστεί με το σανκρ. jᾱmᾱ-tar «γαμβρός», ούτε και με το συγγενικό σανσκρ. jᾱmih = αδελφός ή αδελφή (βλ. λξκ. Μπαμπ. & Ν. Γ. Δασκαλάκη). Έχω τη γνώμη πως ερευνώντας τα αρχαία κείμενα μπορεί να βρεί κανείς σχεδόν με βεβαιότητα και χωρίς αμφισβήτηση την προέλευση τής λέξης.
«Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,
Ὅπως ἔχετε ἐνημερωθῆ, μόλις πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες, δηλαδή τήν 23η Ἰανουαρίου 2024, συνῆλθε ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού εἶναι ἡ Ἀνωτάτη Ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας μας, γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε στίς ἡμέρες μας, δηλαδή τήν θέσπιση τοῦ «πολιτικοῦ γάμου» τῶν ὁμοφυλοφίλων, μέ ὅλες τίς συνέπειες πού ἐπιφέρει αὐτό στό οἰκογενειακό δίκαιο.
Ἡ Ἱεραρχία συζήτησε ἐπαρκῶς τό θέμα αὐτό μέ ὑπευθυνότητα καί νηφαλιότητα, ἀποδεικνύοντας γιά μιά ἀκόμη φορά τήν ἑνότητά της, καί στήν συνέχεια ὁμόφωνα ἀποφάσισε τά δέοντα πού ἔχουν ἀνακοινωθῆ.
Μιά ἀπό τίς ἀποφάσεις πού ἔλαβε εἶναι νά ἐνημερώση τό πλήρωμά της, τό ὁποῖο θέλει νά ἀκούση τίς ἀποφάσεις της καί τίς θέσεις της. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό, ἡ Ἱεραρχία ἀπευθύνεται πρός ὅλους ἐσᾶς, γιά νά διατυπώση τήν ἀλήθεια γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα.
1. Τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, διά μέσου τῶν αἰώνων, εἶναι διπλό, δηλαδή θεολογικό, μέ τό νά ὁμολογῆ τήν πίστη της, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν ἔζησαν οἱ Ἅγιοί της, καί ποιμαντικό, μέ τό νά ποιμαίνη τούς ἀνθρώπους στήν κατά Χριστόν ζωή.
Αὐτό τό ἔργο της φαίνεται στήν Ἁγία Γραφή καί στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἱερούς κανόνες, πού καθορίζουν τά ὅρια μέσα στά ὁποῖα πρέπει νά κινοῦνται ὅλα τά μέλη της, Κληρικοί, Μοναχοί καί Λαϊκοί.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ποιμαίνει, δηλαδή θεραπεύει τίς πνευματικές ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά ζοῦν σέ κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς τους, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν φιλαυτία καί νά ἀναπτυχθῆ ἡ φιλοθεΐα καί ἡ φιλανθρωπία, δηλαδή ἡ ἰδιοτελής, φίλαυτη ἀγάπη νά γίνη ἀνιδιοτελής ἀγάπη.
2. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους, δικαίους καί ἀδίκους, ἀγαθούς καί κακούς, ἁγίους καί ἁμαρτωλούς∙ αὐτό κάνει καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλωστε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ἀποκλείη κανέναν, ὅπως δείχνει ἡ παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, τήν ὁποία εἶπε ὁ Χριστός (Λουκ. ι΄, 3037). Τό ἴδιο κάνουν καί τά νοσοκομεῖα καί οἱ ἰατροί γιά τίς σωματικές ἀσθένειες. Ὅταν οἱ ἰατροί κάνουν χειρουργικές ἐπεμβάσεις στούς ἀνθρώπους, κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυρισθῆ ὅτι δέν ἔχουν ἀγάπη.
Ἀλλά οἱ ἄνθρωποι ἀνταποκρίνονται διαφορετικά σέ αὐτήν τήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας∙ ἄλλοι τήν ἐπιθυμοῦν καί ἄλλοι ὄχι. Ὁ ἥλιος ἀποστέλλει τίς ἀκτῖνες του σέ ὅλη τήν κτίση, ἄλλοι ὅμως φωτίζονται καί ἄλλοι καίγονται, καί αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν φύση αὐτῶν πού δέχονται τίς ἡλιακές ἀκτῖνες.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀγαπᾶ ὅλα τά βαπτισθέντα παιδιά της καί ὅλους τούς ἀνθρώπους πού εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, μικρούς καί μεγάλους, ἀγάμους καί ἐγγάμους, Κληρικούς, Μοναχούς καί Λαϊκούς, ἐπιστήμονες καί μή, ἄρχοντες καί ἀρχομένους, ἑτεροφύλους καί ὁμοφυλοφίλους, καί ἀσκεῖ τήν φιλάνθρωπη ἀγάπη της, ἀρκεῖ, βέβαια, νά τό θέλουν καί οἱ ἴδιοι καί νά ζοῦν πραγματικά στήν Ἐκκλησία.
3. Ἡ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν Γάμο ἀπορρέει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διάταξη τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου.
Στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται: «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς λέγων˙ αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτήν καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς» (Γεν., 1, 2728).
Αὐτό σημαίνει ὅτι «ἡ δυαδικότητα τῶν δύο φύσεων καί ἡ συμπληρωματικότητά τους δέν ἀποτελοῦν κοινωνικές ἐπινοήσεις, ἀλλά παρέχονται ἀπό τόν Θεό»∙ «ἡ ἱερότητα τῆς ἕνωσης ἄνδρα καί γυναίκας παραπέμπει στήν σχέση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»∙ «ὁ χριστιανικός Γάμος δέν εἶναι ἁπλῆ συμφωνία συμβίωσης, ἀλλά ἱερό Μυστήριο, διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνδρας καί ἡ γυναίκα λαμβάνουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά προχωρήσουν πρός τήν θέωσή τους»∙ «ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα εἶναι συστατικά στοιχεῖα τῆς παιδικῆς καί τῆς ἐνήλικης ζωῆς».
Ὅλη ἡ θεολογία τοῦ Γάμου φαίνεται καθαρά στήν ἀκολουθία τοῦ Μυστηρίου τοῦ Γάμου, στά τελούμενα καί τίς εὐχές. Σ’ αὐτό τό Μυστήριο ἡ ἕνωση ἀνδρός καί γυναικός ἱερολογεῖται ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, μέ τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τοῦ ἐν Χριστῷ Γάμου εἶναι ἡ δημιουργία καλῆς συζυγίας καί οἰκογενείας, ἡ γέννηση παιδιῶν, ὡς καρποῦ τῆς ἀγάπης τῶν δύο συζύγων, ἄνδρα καί γυναίκας, καί ἡ σύνδεσή τους μέ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ μή ὕπαρξη παιδιῶν χωρίς τήν εὐθύνη τῶν συζύγων, δέν διασπᾶ τήν ἐν Χριστῷ συζυγία.
Ἡ χριστιανική παραδοσιακή οἰκογένεια ἀποτελεῖται ἀπό πατέρα, μητέρα καί παιδιά, καί σέ αὐτήν τήν οἰκογένεια τά παιδιά ἀναπτύσσονται, γνωρίζοντας τήν μητρότητα καί τήν πατρότητα πού θά εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα στήν μετέπειτα ἐξέλιξή τους.
Ἐξ ἄλλου, ὅπως φαίνεται στό «Εὐχολόγιο» τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει σαφέστατη σύνδεση μεταξύ τῶν Μυστηρίων τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, τοῦ Γάμου, τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση αὐτῆς τῆς σύνδεσης δημιουργεῖ ἐκκλησιολογικά προβλήματα.
Ἑπομένως, βαπτιζόμαστε καί χριόμαστε γιά νά κοινωνήσουμε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Γίνεται ὁ Γάμος ὥστε οἱ σύζυγοι καί ἡ οἰκογένεια νά συμμετέχουν στό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καί νά κοινωνοῦν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Κάθε διάσπαση τῆς σχέσεως αὐτῆς τῶν Μυστηρίων συνιστᾶ τήν ἐκκοσμίκευση.
Ἡ Ἐκκλησία βασίζεται σέ αὐτήν τήν Παράδοση, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στούς Ἁγίους, καί δέν μπορεῖ νά ἀποδεχθῆ κάθε ἄλλη μορφή Γάμου, πολλῷ δέ μᾶλλον τόν λεγόμενο «ὁμοφυλοφιλικό γάμο».
4. Σέ ἕνα εὐνομούμενο Κράτος ἡ Πολιτεία μέ τά συντεταγμένα ὄργανά της ἔχει τήν ἁρμοδιότητα νά καταρτίζη νομοσχέδια καί νά ψηφίζη νόμους, ὥστε στήν κοινωνία νά ὑπάρχη ἑνότητα, εἰρήνη καί ἀγάπη.
Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, εἶναι θεσμός ἀρχαιότατος, ἔχει διαχρονικές παραδόσεις αἰώνων, συμμετέχει σέ ὅλες τίς κατά καιρούς δοκιμασίες τοῦ λαοῦ, συνετέλεσε ἀποφασιστικά στήν ἐλευθερία του, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν ἱστορία, τήν παλαιότερη καί τήν πρόσφατη, καί πρέπει ὅλοι νά στέκονται μέ σεβασμό, τόν ὁποῖο κατά καιρούς διακηρύσσουν. Ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἐκτός ἀπό μερικές ἐξαιρέσεις, εἶναι δυνάμει καί ἐνεργείᾳ μέλη της. Ἡ Ἐκκλησία οὔτε συμπολιτεύεται οὔτε ἀντιπολιτεύεται, ἀλλά πολιτεύεται κατά Θεόν καί ποιμαίνει ὅλους. Γι’ αὐτό καί ἔχει ἰδιαίτερο λόγο πού πρέπει νά γίνεται σεβαστός.
Στό θέμα τοῦ λεγομένου «πολιτικοῦ γάμου τῶν ὁμοφυλοφίλων», ἡ Ἱερά Σύνοδος ὄχι μόνον δέν μπορεῖ νά σιωπήση, ἀλλά πρέπει νά ὁμιλήση, ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία σέ ὅλους. Γι’ αὐτό ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν πρόσφατη ἀπόφασή της μέ ὁμόφωνο καί ἑνωτικό τρόπο, γιά λόγους τούς ὁποίους αἰτιολόγησε, δήλωσε ὅτι «εἶναι κάθετα ἀντίθετη πρός τό προωθούμενο νομοσχέδιο».
Καί αὐτή ἡ σαφής ἀπόφασή της στηρίζεται στό ὅτι «οἱ ἐμπνευστές τοῦ νομοσχεδίου καί οἱ συνευδοκοῦντες σέ αὐτό προωθοῦν τήν κατάργηση τῆς πατρότητας καί τῆς μητρότητας καί τήν μετατροπή τους σέ οὐδέτερη γονεϊκότητα, τήν ἐξαφάνιση τῶν ρόλων τῶν δύο φύλων μέσα στήν οἰκογένεια καί θέτουν πάνω ἀπό τά συμφέροντα τῶν μελλοντικῶν παιδιῶν τίς σεξουαλικές ἐπιλογές τῶν ὁμοφυλοφίλων ἐνηλίκων».
Ἐπί πλέον, ἡ θέσπιση τῆς «υἱοθεσίας παιδιῶν» «καταδικάζει τά μελλοντικά παιδιά νά μεγαλώνουν χωρίς πατέρα ἤ μητέρα σέ ἕνα περιβάλλον σύγχυσης τῶν γονεϊκῶν ρόλων», ἀφήνοντας δέ ἀνοικτό παράθυρο γιά τήν λεγόμενη «παρένθετη κύηση», πού θά δώση κίνητρα «γιά τήν ἐκμετάλλευση εὐάλωτων γυναικῶν» καί ἀλλοίωση τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογενείας.
Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία πρέπει νά ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά καθοδηγῆ ὀρθόδοξα τά μέλη της, δέν μπορεῖ νά τά ἀποδεχθῆ, διότι διαφορετικά θά προδώση τήν ἀποστολή της. Καί τό κάνει αὐτό ὄχι μόνο ἀπό ἀγάπη στά μέλη της, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί στήν ἴδια τήν Πολιτεία καί τούς θεσμούς της, ὥστε νά προσφέρουν στήν κοινωνία καί νά συντελοῦν στήν ἑνότητά της.
Ἀποδεχόμαστε, βέβαια, τά δικαιώματα τῶν ἀνθρώπων τά ὁποῖα κινοῦνται σέ ἐπιτρεπτά ὅρια, σέ συνδυασμό μέ τίς ὑποχρεώσεις τους, ἀλλά ἡ νομιμοποίηση τοῦ ἀπολύτου «δικαιωματισμοῦ», πού εἶναι θεοποίηση τῶν δικαιωμάτων, προκαλεῖ τήν ἴδια τήν κοινωνία.
5. Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιά τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, τῆς κοινωνίας καί τοῦ Ἔθνους. Σέ αὐτό πρέπει νά συντείνη καί ἡ Πολιτεία, ὅπως διαλαμβάνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα ὅτι «ἡ οἰκογένεια ὡς θεμέλιο τῆς συντήρησης καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, καθώς καί ὁ Γάμος, ἡ μητρότητα καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους» (ἄρ. 21).
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀνακοινώνει σέ ὅλα τά μέλη της «μέ αἴσθημα ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἀγάπης», διότι ὄχι μόνο ὁ λεγόμενος «γάμος τῶν ὁμοφυλοφίλων» εἶναι ἀνατροπή τοῦ Χριστιανικοῦ Γάμου καί τοῦ θεσμοῦ τῆς πατροπαράδοτης ἑλληνικῆς οἰκογένειας, ἀλλάζοντας τό πρότυπό της, ἀλλά καί διότι ἡ ὁμοφυλοφιλία ἔχει καταδικαστῆ ἀπό τήν σύνολη ἐκκλησιαστική παράδοση, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο (Ρωμ. α΄, 2432), καί ἀντιμετωπίζεται μέ τήν μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἀλλαγή τρόπου ζωῆς.
Ἐννοεῖται, βέβαια, ὅτι ὑφίσταται ἡ βασική ἀρχή ὅτι, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Φῶς καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, συγχρόνως ἀγαπᾶ τόν κάθε ἁμαρτωλό, διότι καί αὐτός ἔχει τό «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καί μπορεῖ νά φθάση στό «καθ’ ὁμοίωσιν», ἐάν συνεργήση στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτόν τόν ὑπεύθυνο λόγο ἀπευθύνει ἡ Ἱερά Σύνοδος σέ σᾶς, τούς εὐλογημένους Χριστιανούς, τά μέλη της, καί σέ ὅλους ὅσοι ἀναμένουν τόν λόγο της, διότι ἡ Ἐκκλησία «ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. δ΄, 15) καί «ἀγαπᾶ ἐν ἀληθείᾳ» (Β΄ Ἰω. Α΄, 1)».
Όπως μπορούμε να κατανοήσουμε η πολιτεία έχει τελείως διαφορετική άποψη από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τίθεται το ερώτημα: Εμείς ως πολίτες του Κράτους ποια άποψη θα πρέπει να ασπαστούμε; Στο σημείο αυτό νόμίζω πως θα πρέπει να αναφέρουμε την θέση του Ιησού Χριστού που είπε:
"απόδοτε τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ"
[1]https://www.pemptousia.gr/2024/01/omofilos-i-omofilofilos/
[3] Λεξικό Μπαμπινιώτη
[4] Βικιπαίδεια
[5]https://www.psychologynow.gr/arthra-psyxologias/sxeseis/gamos.html
[6]https://www.alithia.gr/apopseis/proeleysi-kai-ermineia-tis-lexis-gamos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου