Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ



3ο βραβείο 
του 4ου 
Πανελλήνιου Ποιητικού Διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ
(Μάιος 2015)

του Δημητρίου Γκόγκα



Χιόνι

Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ’ τις ρωγμές του σώματός της,
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού.
Καίει ό,τι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.

Βροχή

Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.

Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.

Ιδρώτας

Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες: Με το παραπάνω
Και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι σαν να ‘θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούρια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.

Γάλα

Πίσω απ’ αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια,
Καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι γάλα.

Αίμα

Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δέντρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα μας να πιούνε.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Έκλεισα το τίποτα
Δεν το βλέπω
Δεν το συναντώ
Έκοψα εισιτήριο
Ότι έζησα
Έζησα
Ήμουν πουλί σε δένδρο
Ήμουν κλαδί στην φωλιά του
Μπορεί κάποιος να σταματήσει την άμαξα;
Σαν αναστηθώ,
να κάμω μια μεγάλη στάση
στο τίποτα
που δεν είδα;

ΜΟΝΑΞΙΑ

Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα, για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:

«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»

ΤΡΙΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ


Κάποτε θυμάμαι 
υποφέραμε από ανομβρία 
γιατρικό δεν υπήρχε
στάλα στάλα μαζεύαμε 
το δάκρυ μας σε μεγάλα ντεπόζιτα
Τώρα που βρέχει 
δουλειά δεν έχουμε 
τρυπάμε τα ντεπόζιτα. 


2. 

Κάποτε θυμάμαι 
οι γονείς μας δικάστηκαν 
ερήμην 
γίνανε αριθμοί. 
Το παιδί
έβαλε στόχο 
να γίνει μαθηματικός. 
Δεν το πέτυχε. 
Μπλέχτηκε στις πράξεις. 

3. 

Κάποτε θυμάμαι 
κέρδισε η ελπίδα 
στις κάλπες. 
Η ελπίδα εκείνη 
δεν ήταν παρά 
μέλανας ζωμός 
συνοδεία λωτού. 
Η Κίρκη έβγαινε στο τέλος. 




ΕΡΙΝΥΑ

Έψαχνες να βρεις και κάτι ακόμα
δεν ήξερες τι,
κοιτούσες πάντα στο χώμα τα σημάδια από τα βήματά σου 
μα πάντα το χέρι βαθιά εκεί
εκεί στην άδεια σου τσέπη.
Πότε- πότε μια σφαίρα στη χούφτα.
Ήθελες να την φυτέψεις μέσα στην αυλή σου
ή σε κάποιο κεφάλι,

Είπες πολλές φορές σκάστε,
σκάστε μιλάτε πολύ
μα κανείς δεν άκουγε.
Στο Αφγανιστάν σου πούλησαν παιδί για έρωτα
και συ τους έδειξες τη σφαίρα
Αυτό δεν ήταν παιδί
ήταν μια ερινύα.
Ευτυχώς Παναγιά μου φορούσε μπλε μπούρκα.
Δεν θα έπαιρνες αρνί σε τσουβάλι.
Αν το αγόραζες
ίσως δεν θα μάθαινες ότι σκοτώθηκε χθες.
Δεν μπορείς να τα σώσεις όλα.
Μα συ δεν έσωσες κανένα.
Τώρα βολεύτηκες πίσω από τη σύνταξη
βλέπεις ειδήσεις
έχεις για φίλο τον σκύλο του γείτονα
δεν έχεις δικό σου.
Που καιρός για έξοδα.
Όταν βρέχει
-εδώ δεν βρέχει συχνά -
η σφαίρα στη τσέπη μουλιάζει.
Δεν σκοτώνει παρά μόνο τον σκύλο του γείτονα.
Αλλάζεις χρόνο, λες: ήτανε φίλος μου, πιστός.
Το λουράκι το δίνεις για ανακύκλωση.
Κάνεις τη μπούρκα σφουγγαρόπανο.

ΔΕΝ...

Δεν ανασαίνω,
εκεί που
το χώμα γίνεται λάσπη.
Δεν βαδίζω
την ασέληνη νύχτα.
Ντύνομαι λάβα.
Δεν σπάει το ρόδι
στην αυλή.
Παγώνει το δάκρυ.
Δεν θα πεθάνω την αυγή.
Έμαθα πως είσαι
φάλτσο αηδόνι.
Δεν το ξεχνώ αγάπη μου.
Κολυμπώ στον Αχέροντα
και γίνομαι στάλα.