ΑΤΙΤΛΟ
Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
Τον ενοχλούσε…
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
Τη ξερίζωσε.
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.
ΑΚΟΥΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ
Ακούω τους στίχους σας.
Μα πιότερο ακούω
Τις φωνές των αστέγων
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων
Τις φωνές των αστέγων
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων
Τι να δώσω
Ψάχνω στην υποταγή μου
Ψάχνω στη σκλαβιά των στίχων μου
Ένα άρμα για σπίτι
Ένα όνομα σε μάρμαρο
Μια πατρίδα, μια σημαία
Ένα όνομα σε μάρμαρο
Μια πατρίδα, μια σημαία
Ψάχνω ένα καθρέφτη.
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
Γέννησε μυριάδες.