Την ειδοποίησαν πριν από μία εβδομάδα. Σήμερα θε έπρεπε να πάει στο σχολείο, είχανε γιορτή. Μια νέα γιορτή. Την κλήρωση του σημαιοφόρου και των παραστατών στην παρέλαση. Αιφνιδιάστηκε. Νόμιζε πως ο γιος της, άριστος σε όλα, ο καλύτερος μαθητής, το συνετό παιδί της γειτονιάς και του χωριού θα σήκωνε την σημαία. Όμως, όπως της είπε ο δάσκαλος, υπάρχει μια νέα εξέλιξη και θα πρέπει να παρευρεθεί, να είναι παρούσα όπως και οι υπόλοιπες μανάδες και πατεράδες του χωριού.
Έβαλε τα καλά της, λίγο κόκκινο κραγιόν στα χείλη, αποχαιρέτησε τον άνδρα της που κινούσε για τα χωράφια και ξεκίνησε κόβοντας τον δρόμο από σοκάκια για το σχολείο. Ανάμεσα στα σπίτια δεχότανε τα συχαρίκια των γειτόνων, των συγχωριανών. «Να τον χαίρεσαι» «Πάντα πρώτος» κοκκίνιζε από ντροπή και περηφάνεια. Οι βαθμοί του, έλαμπαν, η διαγωγή του κοσμιωτάτη. Έλαμπε από χαρά.
Απ΄ ότι κατάλαβε, από τα μισόλογα του δασκάλου, όλα τα ονόματα των μαθητών γραμμένα με γραμματοσειρά arial 12, (έγραφε και η ίδια κάποιες σκέψεις στο FB και στο ίντερνετ, αλλάζει ο κόσμος γείτονα!) σε άσπρα χαρτάκια (σύμβολο της αγνότητας) θα τοποθετούνταν σε διάφανη γυάλινη γαβάθα ( για το αδιάβλητο της διαδικασίας) και ο δάσκαλος, ίσως και κάποιο αθώο παιδάκι θα τραβούσε ένα- ένα τους …λαχνούς. Οι τυχεροί θα σήκωναν την σημαία και οι λιγότεροι τυχεροί θα τους πλαισίωναν, ενώ οι άτυχοι θα ακολουθούσαν σε τριάδες ή τετράδες ξοπίσω. Λογικό της φάνηκε, όχι όμως και δίκαιο. Από την άλλη, όσο σκεφτόταν ότι ο Μέγας Κολοκοτρώνης δεν είχε βγάλει το σχολείο αλλά μας ελευθέρωσε, όπως και ο Μακρυγιάννης. Θυμήθηκε τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη…Έλεος μπερδεύτηκε. Η Κοινωνία αλλάζει ψέλλισε. Θα δούμε.
Στο σχολείο είχαν μαζευτεί και άλλοι γονείς. Εκεί και η πόρνη μάνα της Καιτούλας, εκεί ο ρουφιάνος μπαμπάς του Γιαννάκη, εκεί και οι θετοί γονείς του Μιχαλάκη που καλλιεργούσαν φούντα για να τα βγάλουν πέρα. ‘Ήταν εκεί όμως και ο Ιερέας του χωριού (πόσο μα πόσο άδικα κατηγορήθηκε πέρυσι για το άδειο παγκάρι) εκεί και ο κοινοτάρχης που από την μια στιγμή στην άλλη βρέθηκε με στρέμματα στον κάμπο, εκεί και ο αστυνομικός που κάλυπτε με επιμέλεια τις μπαγαποντιές του μικρού του, όταν έσπαγε για πλάκα τα τζάμια των αποθηκών, εκεί τέλος και οι γείτονες που κόπιαζαν ολημερίς για τα παιδιά τους αλλά τούτα δεν έπαιρναν τα γράμματα. Εντάξει σκέφτηκε, οι γονείς είναι, οι εικόνες που έχουν τα παιδιά θα είναι άλλες. Μικρά είναι δεν γνωρίζουν ακόμα. Χαιρετίστηκε με όλους, εξάλλου τα πήγαινε καλά με όλους αυτούς. Δεν τους χώριζε και τίποτα.
Κάθισαν σε θρανία στην αίθουσα του τμήματος Α1. «Να σε δούμε τώρα κυρά Βαγγελιώ, αν ο μικρός σου δεν τύχει τον λαχνό. Μας έπρηξες όλα αυτά τα χρόνια, με το χαμόγελό της πρωτιάς». Κοκκίνισε και πάλι. Μα καλά όλα τα απωθημένα σήμερα θα τα βγάλουν; Φρόντιζε το παιδί της κατά πως ήξερε και κατά πως ήθελε η χρηστή κοινωνία. Πατρίς – θρησκεία- οικογένεια. Τι τους έφταιγε.
Πρόσεξε πως πάνω από τον πίνακα δεν υπήρχε η εικόνα του Χριστού ( ε είπε ανεξιθρησκεία έχουμε, καλή είναι και η εικόνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), δεν είδε σηκωμένη την σημαία στο προαύλιο, ( ε καλά θα την πήγαν για πλύσιμο, να προσέχουν όμως γιατί αν πλυθεί στους 60 βαθμούς μπορεί και να ξεβάψει) οι μαθητές δεν έκαναν προσευχή ( ε καλά ούτε στο σπίτι κάνουν αυτό μας πείραξε!) Τίποτα δεν την πείραζε πλέον. Απορούσε με την εαυτό της. Αριστερή μεν αλλά …. Δεν ξέρω τι σημαίνει αριστερή….. Αν αριστερά είναι να καταργείς ότι έκανε η δεξιά αλλά αποδεχότανε η κοινωνία, είναι και αυτό μία πρόοδος. Είναι μία εξέλιξη!
Στην έδρα καλέσανε τον γιό της. Ο καλύτερος μαθητής θα τραβούσε τον λαχνό. Όπως και στο λαχείο. Η ομορφότερη των καλλιστείων γυρνά την λαχειοφόρο, βγαίνει το νούμερο και μοιράζει χρήματα. Για ένα καλύτερο αύριο. Ο Οργανισμός Λαχείων στηρίζει την διαφορετικότητα, ενισχύει τον πολιτισμό! Ο κανακάρης της τράβηξε τον λαχνό. Κι ο κλήρος πέφτει στον Γιαννάκη.
Κανείς δεν ξέρει τον Γιαννάκη. Είδε τον κόσμο τη να χάνεται. Εντάξει όλα τα παραπάνω ήταν σκέψεις. Καλές – κακές μα ήταν σκέψεις . Και να η πράξη. Είναι πολύ δύσκολο στην πράξη. Πήγε να σηκωθεί, να φωνάξει. Το χέρι στον ώμο την θύμισε. Τι πας να κάνεις Βαγγελιώ. Είμαστε στην Εξουσία. Τώρα κανείς δεν φωνάζει!