Σύντομη αφήγηση της γιαγιάς Πανικάβας
«Την
ημέρα που μπαίνανε οι Τούρκοι στο χωριό ο Ιάσωνας βρισκόταν στα χωράφια. Είχε
ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσανε από δω και απ΄ κει αλλά προτιμούσε όπως και
οι υπόλοιποι να μην τις δίνει σημασία. Χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια. Οι
τούρκοι θα σας διώξουν από τον τόπο σας, οι Τούρκοι το ένα, οι Τούρκοι το άλλο.
Μα ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Με τις οικογένειες των μουσουλμάνων μια χαρά τα πηγαίνανε.
Και στις χαρές και στις λύπες. Βέβαια τον τελευταίο καιρό ακούγονταν πιο έντονα
τα νέα για σφαγές και λεηλασίες αλλά και πάλι… Πάντα η έρμη ελπίδα ότι το κακό
δεν θα μεγάλωνε.
Είχε
δει από μακριά, από το χωράφι του δίπλα από το ρέμα, το σύννεφο σκόνης να σηκώνεται
από το ποδοβολητό των καβαλάρηδων και ταράχτηκε. Έπρεπε να τρέξει να προλάβει
τη γυναίκα και το παιδί του. Να προλάβει να τους πάρει, να φύγουν στο βουνό, να
σωθούνε. Ανέβηκε στο άλογο και δώστου να τρέχει σαν λυσσασμένος. Δεν τα
κατάφερε. Στην είσοδο του χωριού, τον σταμάτησαν, τον δέσανε μαζί με άλλους φουκαράδες
έλληνες και τους αφήσανε με το πρόσωπο στο χώμα, δεμένους. Από πάνω ένας με
καμουτσίκι να χτυπά, όταν κάποιος κουνιόταν. Μόνο να κουνιόταν και έτρωγε μία.
Και ξέρεις ε, το καμουτσίκι πονάει. Όπως το γυαλί όταν σχίζει τη σάρκα.
Σαν
άκουσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι γκιαούρηδες στο χωριό να συλλάβουν, κατάλαβε ότι η
γυναίκα του γλύτωσε. Ευχότανε να είχε έρθει μαζί μας, με μένα δηλαδή και τον
Πανίκο. Δεν έπεσε έξω. Μαζί μας ήρθε, μα το μωρό το άφησε στην γειτόνισσα. Την Τουρκάλα.
Εκείνη της είπε πως άμα κοπάσει το κακό να περάσει να το πάρει. Θα το είχε σαν
δικό της παιδί.
Τους έδεσαν
τον έναν πίσω από τον άλλο, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους άφησαν
ξυπόλυτους να ακολουθούν τα άλογα. Αν κάποιος καθυστερούσε τον χτυπούσαν αλύπητα,
μέχρι που η πλάτη του να μάτωνε κι ύστερα τον τουφεκίζανε. Πέντε χάθηκαν έτσι.
Από τα μισόλογα κατάλαβε ότι τους πήγαιναν στις φυλακές της Αμάσεια. Τι φυλακές
δηλαδή. Ένα τεράστιο περιφραγμένο χωράφι, πέντε έξι δένδρα μέσα και δυο τρία
σπίτια και κελιά. Δεν θυμόταν και πολλά όταν τον είδα για πρώτη φορά. Μια
τρώγλη για εξήντα αιχμαλώτους, μια κουβέρτα ίσα- ίσα να σκεπάζονται τη νύχτα κι
έκαμε φοβερό κρύο τη νύχτα, λίγο φαγητό, χυλός κάθε μέρα. Για μπάνιο μην τα
συζητάς. Η τσίκνα μύριζε από μέτρα μακριά. Σιχαίνονταν τον εαυτό τους. Πληγές
στο κορμί, φαγούρα, μύγες. Χάνοντας σιγά- σιγά οι αδύναμοι. Προσεύχονταν οι
υπόλοιποι.
Πέρασε
πάνω από τέσσερα χρόνια στην Αμάσεια, κι ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα αλυσοδεμένους.
Τους πήγαν στο Αρνταχάν. Πέντε χρόνια; Θα σε γελάσω. Τα ίδια και χειρότερα.
Άλλοι σκοτωμοί εκεί. Άλλοι χαμοί και θάνατοι. Έλεγε δεν θα αντέξει μα τα
κατάφερε. Κατά την μεταφορά του στις φυλακές του Αρτβίν, μια μικρή πόλη κοντά
στη Γεωργία, το κομβόι δέχτηκε επίθεση, ούτε που θυμάται από ποιους. Ακόμα και
τώρα αν τον ρωτήσεις, στις φυλακές της Ξάνθης, δεν θα ξέρει να σου πει. Αυτό
που μας έλεγε είναι ότι ένιωσε να του κόβουν τις αλυσίδες και να του λένε τράβα
προς τα κει. Ήταν μαζί με άλλους πέντε. Μέσα από χωράφια, και βουνά έφτασαν
ποδαράτοι στη Ρωσία, μπήκαν σ΄ ένα καράβι και να στην Ελλάδα. Δεν ήταν δύσκολο
να βρει που πήγαν τη γυναίκα τους. Όλοι από κείνα τα μέρη ήρθαμε κατά δω.
Τη
Θοδώρα την αγαπούσε. Την αγαπούσε από πολύ μικρή ηλικία. Γειτόνοι ήταν οι
γονείς τους. Το καταλάβαιναν και οι δικοί τους. Ούτε φωνές ούτε κλάματα. Τους έδωκαν
την ευχή τους και παντρεύτηκαν. Ήρθε και το παιδί, δέκα χρονών παιδί να βλέπει
τον πατέρα του να σφάζει με τσεκούρι τη μάνα του. Α πα πα. Τι ψυχή θα παραδώσει
ούτε που θέλω να σκέφτομαι.
Τη
μέρα του φονικού, η Θοδώρα είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό. Πατάτες με
κρέας στο φούρνο. Φόρεσε και τα καλά της. Ο Ιάσωνας ήρθε αργά από το χωράφι,
μέσα στη βρώμα, του είχε ετοιμάσει ζεστό νερό να πλυθεί, του έστρωσε τραπέζι,
ήταν εκεί και το παιδί. Οι σκιές έξω από το σπίτι. Πήγαιναν έρχονταν. Χτυπήματα
από μικρές πετρούλες στο τζάμι. Ο Ιάσωνας βγήκε με το τουφέκι πυροβόλησε στον
αέρα, έφυγαν οι αγαπητικοί. Μια δυο μέρες περνούσαν ήσυχα κι ύστερα πάλι τα
ίδια. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Της ζήτησε τον λόγο, όχι πως δεν καταλάβαινε. Η
Θοδώρα του εξομολογήθηκε τα πάντα. Πως δεν είχε επιλογές, μια ανυπεράσπιστη
γυναίκα, μ΄ ένα μικρό παιδί. Που να δουλέψει, που να αφήσει το παιδί. Του
ζήτησε να την συγχωρέσει.
Ο Ιάσωνας ένιωσε τη φλέβα να φουσκώνει, στο μέτωπο να
στάζει ο ιδρώτας και το χέρι του ασυναίσθητα να πέφτει σαν καταπέλτης στο
κεφάλι της. Δίπλα από το τζάκι το τσεκούρι. Δεν έχασε λεπτό. Το άρπαξε και της το
κάρφωσε στο λαιμό. Φώναζε το παιδί, ούρλιαζε αυτός, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλο
το χωριό. Και οι αγαπητικοί. Έγινε μια καλή κηδεία. Αυτόν τον μάζεψαν οι
χωροφυλάκοι, ακόμα μέσα είναι. Σάπισε από τη στεναχώρια και τον καημό του.
Το
παιδί, μη ρωτάς. Δεν μιλούσε για μήνες. Ύστερα άρχισε και πάλι. Το πήρε ένας του
χωριού καλός άνθρωπος. Το φρόντισε καλά. Του έμαθε και γράμματα. Εκείνος ζήτησε
συγνώμη μα τι να τι κάνεις τέτοια συγνώμη. Η Θοδώρα πάει, πάει μαζί της και αυτός
κι όλη η οικογένειά τους. Να το γράψεις κι αυτό πως ο ίδιος ζήτησε συγχώρεση,
μα δεν είχε τη δύναμη να συγχωρέσει. Αυτό ήταν και το λάθος του.»