Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Ο ποιητής πριν από την Πύλη.


Οίκος ευγηρίας / 28 Απρ 2019

Τη μέρα που δοξάστηκε η νίκη επί του θανάτου, τη μέρα ετούτη επέλεξε να πάει στον αγαπημένο του ποιητή. Και ήταν εκεί, ξαπλωμένος στο μονό κρεβάτι, σκεπασμένος ως το λαιμό, μόνη διέξοδος του κορμιού μια σκιά κρανίου, με το περιποιημένο μούσι και τα μάτια ορθάνοιχτα.
Του χάιδεψε το κεφάλι, κρύο και ρίγησε. «Ποιητή, με ακούς;» «Ποιητή με ακούς;» επανέλαβε εκείνος, στον χρόνο που κλωθογύριζε,  τη ζωή, η άνοια και η λήθη. Το βλέμμα ακούνητο, τα χείλη στεγνά. Χέρια γαντζωμένα στο αόρατο κουπί, που δεν θέλει να κουνήσει. Απρόβλεπτος ο συνομιλητής της ζωής. Δεν θέλει να τηρήσει την συμφωνία. Βιάζεται και η βάρκα παρασέρνεται από το ποτάμι, έτοιμη να διαβεί την πύλη, όπου η σιωπή κυβερνά και άρχει το αιώνιο. «Ποιητή ακούς;»

Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Επτά ψυχές / Δημήτριος Γκόγκας



Ανάμεσα στις ευθύνες κινείται η σοκαρισμένη κοινωνία της Αφροδίτης. Υποκριτικά ονειροπαρμένη αναστατώνεται καθημερινά από κτυπήματα του Εγκέλαδου στην ελαφρότητα της καρδιάς της και ζητά ματαίως δικαιοσύνη δηλώνοντας τον συγκλονισμό της. Ουδέν δάκρυ επί των εκκλησιών. Που να περισσέψει. Εδώ καλά – καλά δεν μπορούμε να δούμε την έκφραση του πτώματος, πόσο μάλλον την δική μας. Στοιχεία συλλέγονται για την αθώωση των θεσμών όχι φυσικά του δράστη. Μας δυσκόλεψε ο μπαγάσας. Να ήτανε τουλάχιστον αλλοδαπός.
Ανάμεσα στο εύρος της όρασης, κινείται η οπτική μας επί των ψυχών που χάθηκαν. Τόση ήταν η δύναμή τους για ζωή, που συνάχθηκαν στον παράδεισο για ανέλπιδη δικαιοσύνη. Ο Έρωτας, τις αγκάλιαζε ασφυκτικά καθώς πάλευαν να ξεφύγουν από την σιδερόφρακτη φυλακή της πρότασης: «Μα για μια Φιλιππινέζα νοιάζεσαι σιορ»
Η ζωή τους καθρέφτης, μας θρυμματίζει. Ξεπεσμένη όπως όπως η πολιτεία, χωρίς ντροπή, ενδύεται την υποκρισία και το ψέμα, οραματιζόμενη τις καλύτερες μέρες που θα έρθουν μέσα στον άνθρακα, τη πίσσα και τα αργύρια. Οι άτεγκτες  συνειδήσεις δεν παραιτούνται. Προσαρμόζονται, σιωπούν προσωρινά, παραφυλούν κι ύστερα ως ερπετά σφικτήρες, τυλίγονται γύρω από πολίτες που βαφτίζονται θύματα και σηκώνουν τις μαύρες σημαίες με πρόσημο: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; Και τώρα πούστηδες θα δείτε…» δείχνοντας φανερή την ενόχλησή τους καθήμενοι επί ακούνητων καρεκλών πλησίον των περιγέλαστων γραφιάδων των «τα του Δήμου»
Και όλα αυτά ως την αποκάλυψη, την ανάσταση και το πέρασμα σε μια άλλη κοινωνία που δεν φαίνεται στο άμεσο μέλλον.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ο σφαγέας του Όρλιακου / Δημήτριος Γκόγκας




    
Ο κουρνιαχτός είχε αρχίσει να κοπάζει από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει. Τα παιδιά κρύωναν και προσπαθούσαν να προφυλαχθούν μπαίνοντας κάτω από κοφίνια και ψάθες. Είχαν μουσκέψει τα πάντα και η μετακίνηση δυσκόλευε. Το χώμα λάσπωσε και τα ζωντανά μετά βίας τραβούσαν τα κάρα. Λίγο ακόμα όμως. Μέχρι και το Σιβρί* είχε μείνει πολύ λίγος δρόμος.
     Είχανε ξεκινήσει από τα Γρεβενά. Ο τόπος εκεί, κάτω από το βουνό, τον Όρλιακα είχε γίνει επικίνδυνος. Οι Τούρκοι με συνεχή γιουρούσια, έκλεβαν, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν όποιον τους αντιστεκόταν ακόμα και με τον λόγο. Από αυτή την κατάσταση δεν γλίτωναν ούτε τα μικρά παιδιά, που καταντούσαν γενίτσαροι του στρατού τους.
      Αφού ξημέρωσαν όπως – όπως, κίνησαν με μια τελευταία ανάσα για να φτάσουν στην κορυφή. Εκεί ψηλά, δεν θα τους ενοχλούσε κανείς. Ούτε και ο θεός ο ίδιος! Βάλανε τα δυνατά τους, έζεψαν και πάλι τα ζώα, βοήθησαν οι νέοι με όλη τους την δύναμη, οι γυναίκες στις προετοιμασίες των φαγητών, βοήθησε και ο ατάραχος ήλιος. Πήραν το μονοπάτι από την περιοχή του Πέγκου* και πριν ο ήλιος δύσει ύψωσαν τα χέρια τους προς τον μεγαλοδύναμο. Η πορεία τους προς την νέα Πατρίδα, είχε πάρει τέλος. Εδώ θα στέριωναν.
      Η κάθε μια από τις δέκα οικογένειες διάλεξε και πήρε από ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πουρνάρια και τα μικρά δένδρα του βουνού. Ο Δημητρός μα την γυναίκα του, την Πασχαλίνα πήραν έτσι νόμιζαν το καλύτερο. Το πιο ασφαλές ναι, αλλά όχι και το καλύτερο. Μάντρωσαν τα λιγοστά πρόβατα που έφεραν μαζί τους, δυο τρεις κότες και έναν πετεινό, τις δυο τους αγελάδες και ένα άλογο. Τον πρώτο καιρό, σπίτι τους ήταν το κάρο. Σιγά – σιγά, όπως και οι υπόλοιποι άρχισαν με ότι έβρισκαν, πέτρες, ξύλα και λάσπη να χτίζουν το σπιτικό τους. Σε λιγότερο από δύο μήνες, είχανε υψώσει ένα δωμάτιο, μια υπαίθρια τουαλέτα, στάνη για τα ζωντανά και ένα μικρό κήπο για λαχανικά. Τώρα χρειάζονταν οπωσδήποτε, να βρούνε μια σταθερή πηγή για νερό, τόσο για αυτούς όσο και για τα ζώα.
        Ο κοντινότερος τόπος για νερό, ήταν το ρέμα που περνούσε από τους πρόποδες του βουνού. Μία ώρα δρόμος να πας και να έρθεις, κάθε μέρα με τις στάμνες στους ώμους. Δύσκολη ζωή και η διαδρομή άρχισε να δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, καθώς άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι ακούγονταν περίεργες φωνές μέσα από τα πουρναρόγκαθα και τις απόκρημνες πλαγιές. Ο Δημητρός προσπαθούσε να μην δίνει σημασία.
   «Χάθηκε ο Βαγγέλης Δημητρό» του είπε μια μέρα η Πασχαλίνα. «Κανείς δεν ξέρει τίποτα, μην πας σήμερα για νερό. Έχουμε ακόμα λίγο. Μας φτάνει. Έχω ένα περίεργο σφίξιμο. Μην πας» Και δεν πήγε ο Δημητρός εκείνη τη μέρα. Το βράδυ μαθεύτηκε ότι εξαφανίστηκε και ο Πετράκης. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το νερό λιγόστευε και οι άνδρες αποφάσισαν να κατέβουν σε παρέες ώστε να αντιμετωπίσουν ότι κακό συνέβαινε. Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα, φορτώθηκαν τις στάμνες ο Δημητρός, ο Γιάννος και ο Βενέτης. Κατηφόριζαν μαζί, με φόβο και προσοχή. Δεν θα ήθελαν επ ουδενί να έχουν την τύχη που είχαν οι συνάνθρωποί τους. Ήταν καλοί άνθρωποι και δεν έφταιγαν σίγουρα.
    Λίγα μέτρα πριν από την γούρνα με το νερό, σταμάτησαν έντρομοι μπροστά στη φρίκη που αντίκριζαν. Ο Βαγγέλης και ο Πετράκης κρεμασμένοι ανάποδα από δύο δένδρα, με μεσοκομμένους τους λαιμούς, το αίμα να πέφτει στάλα, στάλα, μύγες και μέλισσες πάνω τους. Δυο τσομπανόσκυλα να γλύφουν το χώμα και να τους κοιτούν με άγρια διάθεση. «Μην πανικοβάλλεστε» είπε ο Δημητρός. «Μην φοβάστε» Πήρε δυο πέτρες και άρχισε να τις πετά προς τα σκυλιά τρέχοντας. Εκείνα τράπηκαν σε φυγή και σταμάτησαν περίπου εκατό μέτρα πιο κάτω.
«Είσαι σκληρός» ακούστηκε μέσα από τα πουρνάρια μια φωνή και έκανε την εμφάνισή του ένα αγρίμι δασύτριχο. Ψηλός δυο μέτρα θα ήταν σίγουρα, με τουφέκι στα χέρια και στους ώμους  του τσεκούρι. Ξεχώριζε το ματωμένο μαχαίρι στο ζωνάρι. «Αυτά παθαίνουν όσοι δεν σέβονται τον τόπο μου. Το ποτάμι και το νερό είναι δικό μου» τους είπε. «Το νερό και τα ποτάμια, είναι του θεού. Υπάρχουν για όλους, όλοι μπορούμε να ζήσουμε!» απάντησε ο Δημητρός. «Κανείς δεν σας κάλεσε, να φύγετε από δω, να πάτε πίσω στο βουνό που σας γέννησε, το πολύ να μείνετε κει πάνω στο Σιβρί» «Εκεί θα μείνουμε, μα θέλουμε τώρα νερό, θα πάρουμε, να πάρουμε και τους φίλους μας και θα φύγουμε» «Οι φίλοι σας σκότωσαν δυο σκυλιά, σαν αυτά που κυνήγησες. Θα πάθετε ότι πάθανε» Και άρχισε να πυροβολά. Ο Γιάννος, έπεσε κάτω, τον βρήκε η σφαίρα στο πόδι. Ο Δημητρός, πριν προλάβει να οπλίσει ξανά, έπεσε πάνω του, έτρεξε για βοήθεια ο Βενέτης, τον ακινητοποίησαν, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο με μανία και δύναμη, τον μάτωσαν και το στόμα γέμισε αίμα και σπασμένα δόντια. Τα σκυλιά έφυγαν τρομαγμένα. Τόση ήταν η μανία του Δημητρό.
Πριν τον αφήσουν, πήρε το τσεκούρι και του έκοψε το χέρι. Του το κάρφωσε στο κρανίο και ένα ουρλιαχτό ξεπήδησε από μέσα του. Έσκαψαν γρήγορα ένα λάκκο, τον έριξαν μέσα και τον σκέπασαν με χώματα και κλαδιά. Σταυρό δεν έκαναν. Μην τον ψάξει και κανείς. Ξεκρέμασαν τους δυο συντρόφους, τους εναπόθεσαν κάτω από τα δένδρα, θα κατέβαιναν αργότερα με άλλα δυο άλογα να τους φορτώσουν, να τους γυρίσουν στις στάνες και να τους θάψουν. Οι γυναίκες θα τους έκλαιγαν κατά πως αρμόζει. Πήραν στους ώμους τον Γιάννο, αιμορραγούσε μα δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν τα συμβάντα και συμφώνησαν πως η ζωή και εδώ θα ήταν το ίδιο επικίνδυνη. Και μάλιστα, από το δικό τους γένος.

*Σιβρί: Βουνό του Στρυμονικού Σερρών
* Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού Σερρών


[Λυγερή γυναίκα...] Ζωγράφος: Μάρω Παπαγεωργίου, Ποιητής ο Δημήτριος Γκόγκας