γράφει ο ποιητής Δημήτριος Γκόγκας
Διαβάζουμε την τέταρτη κατά σειρά Ποιητική Συλλογή της Ρούλας Τριανταφύλλου, είχαν προηγηθεί: οι «Ματιές της ζωής από το κέντρο του Αιγαίου» Αυτό-έκδοση το έτος 2013, οι «Πληγές που θρέψαμε» από τις εκδόσεις: Διάνυσμα το 2015 και «Τα ανέγγιχτα του χρόνου» και πάλι από τις εκδόσεις Διάνυσμα δύο χρόνια μετά το 2017. Μεσολάβησε η συμμετοχή της σε ένα συλλογικό έργο και η έκδοση ενός βιβλίου διηγημάτων με τίτλο: «Μνήμες» Και σε αυτή την συλλογή ποιημάτων, η ποιήτρια ακολουθεί την μοναχική της πορεία όπου δεσπόζει η συνεχής προσπάθεια για λύτρωση από τις «πληγές που θρέψαμε» Καιροφυλακτούν ανάμεσα στους στίχους, αδιάκοποι πόνοι, η αγωνία της ψυχής της που δεν καταλαγιάζει και δεν «απνάζει» χαμένες αγάπες, διαρκή ερωτηματικά και μια ανάγκη φυγής που δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί.
Πουλί ξενιτεμένο, πουλί διαβατάρικο και αποδημητικό, βρίσκεται σε μια ακάματη αναζήτηση φωλιάς και μόνιμης πατρίδας. Απάγκιο της η ποίηση όπου καθηλώνεται σαν σε τελματώδη καροτσάκι, αδυνατώντας να ξεφύγει από το μοιραίο. Το καθήκον του ποιητή και της ποιήτριας να γράφει και να αναζητά την αλήθεια, το φως, το τέλος. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα της: Εδώ είναι ξένος τόπος, που ανοίγει και τον κύκλο των ποιημάτων:
Θεέ μου, εδώ είμαι ξένος.
Εδώ είναι ξένος τόπος.
Ψάχνω σε άλλες εποχές, σ΄ άλλους κόσμους
στη μητρική μου γλώσσα, μια ξεχασμένη πατρίδα.
Στο ομότιτλο ποίημα του βιβλίου: Μικρές Εξορίες, διακρίνεται καθαρά η αγωνία της για τους δρόμους που θα πρέπει να ακολουθήσει καθώς η ίδια ισορροπεί ανάμεσα στο υπαρκτό φθαρτό και το αιώνιο άφθαρτο.
Πώς να κρατήσω τον δικό μου ουρανό
Με τι χέρια ν’ αγγίξω τα άστρα;
Δάκρυ με οδηγεί και με πνίγει.
Οι καιροί συνωμοτούν με την καρδιάς μου.
Πότε ζω και πότε χάνομαι …
στη σκόνη του χρόνου, οι μικρές μου εξορίες
Άνεμε!
Μέσα σε αυτή τη δίνη της ζωής αναζητά «τεχνάσματα αποπροσανατολισμού» με μοναδικό στόχο να βρει την δύναμη να ανταποκριθεί με επάρκεια και αποτελεσματικά στην καθημερινότητα που συνεχώς διαβρώνεται αλλά κυρίως διαβρώνει την ψυχή και το σώμα. Και εκεί έρχεται μια αχτίδα τύψης να επιδεινώσει την κατάσταση και να την φέρει και πάλι αντιμέτωπη με την διαφορετικότητα που η ίδια βιώνει στην μικρή της πατρίδα. Μια πατρίδα που ίσως ταυτίζεται με την εστία, με την οικογένεια, με τον τόπο που ζει και μεγαλώνει, μεστώνει όχι μόνο ανθρώπινα αλλά ανθρώπινα ποιητικά.
Επώδυνη εξορία να είσαι διάφορος…
Στο θάνατο ισότιμοι!
Στο αβέβαιο με κρατάει η νύχτα, ξεχασμένο δεσμώτη
Η ποιήτρια φαίνεται να είναι εγκλωβισμένη εντός των τειχών που η ίδια έχει χτίσει η δική της ελευθερία. Μια περιορισμένη ελευθερία που της επιτρέπει αποδράσεις του νου και της ψυχής σε παραδείσους μυστικούς και πατρίδες που το σώμα και η καρδιά της αποζητά και τις έχει ανάγκη. Πατρίδες μόνιμες και όχι πατρίδες μετανάστες.
Γκρεμίσαμε τείχη, κόψαμε συρματοπλέγματα.
Ανοίξαμε δρόμους σε δύσβατα μονοπάτια.
Χτίσαμε ξανά γκρεμισμένες γέφυρες.
Η μικρή πατρίδα πάντα μέσα μας.
Σιμά το όνειρο της λευτεριάς.
Η ποίηση για την ίδια είναι, η αποκάλυψη της ψυχής της. Ένα εσωτερικό ξέσπασμα, το δάκρυ που πρέπει να κυλήσει, να πέσει στη γη στη γη και να καρπίσει μια νέα ελευθερία ιδεών και χρωμάτων, να βρει η ποίηση νερό να ξεδιψάσει, πέτρα να ξαποστάσει και ήχο για να ντύσει τον κόσμο όλο. Κάπως έτσι συλλέγει τα στοιχεία που της υπολείπονται για να σκαλίσει τον ορισμό της ποίησης στον δικό της κόσμο. Η ποίησή της είναι η δική της ελευθερία. Και πρέπει να της αποδοθεί ο σεβασμός που της αρμόζει!
Του λόγου τέχνη
Μελωδία της καρδιάς
Της ψυχής ξέσπασμα.
…
Κρύβομαι..
Αποκαλύπτομαι!
..
Ποίηση!
Εκεί που λογική δεν χωράει …
Κι ο χρόνος κυλά, ο χρόνος αλλάζει
Ελευθερώνομαι!
Θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Στρωτή και κατανοητή. Όλης της η προσπάθεια επικεντρώνεται στην παρουσίαση με απλότητα, χωρίς περιττούς επιθετικούς προσδιορισμούς των τρίσβαθων της ψυχής της. Απλώνει ένα κατάλευκο σεντόνι στο τεντωμένο σύρμα της αυλής για να το στεγνώσει το αυγινό αεράκι. Υπάρχουν βέβαια στιγμές που η γλώσσα θαρρείς πως σταματά, σαν τον διαβάτη μπροστά στο άγνωστο, σαν ένας ξερός κόμπος στο λαιμό. Μια στιγμιαία παύση στους στίχους, στις λέξεις, στις προτάσεις της ζωής, ένας βραχύς αναστεναγμός, ίσα να ακουστεί στον περίβολο της ποίησης, ένα πνιγηρό αχ, ένα αστροπελέκι χτυποκάρδι για αυτά που έφυγαν και γι αυτά που γλυκά θα έρθουν.
Αγαπητοί αναγνώστες αυτής της ποιητικής συλλογής
η ποιήτρια Ρούλα Τριανταφύλλου βαδίζει μοναχικά στο δύσκολο ποιητικό μονοπάτι που άλλοτε οδηγεί σε γκρεμούς και άλλοτε σε ουράνιους και επίγειους παραδείσους. Εύχομαι οι πόνοι της ψυχής να επουλώνονται μέσα από το ελεύθερο των στίχων γιατί όπως η ίδια χαρακτηριστικά γράφει:
[…]
Ξεδιπλώνω την ψυχή μου.
Σε χρόνους ξύλινους κρατώ τις μνήμες ...
Στο παρελθόν ψάχνω τις μελλοντικές μέρες.
Η διαδρομή μέσα μου απαλύνει την μοναξιά.
Γιατί!…
Ποτέ κανείς δεν κατάλαβε ότι δεν έφυγα;
Ο χρόνος είναι αυτός που θα υποδείξει την ποιητική ίαση και η ίδια η ποιήτρια θα βρίσκει πάντα την δύναμη να συνεχίσει αυτό το ταξίδι, κάνοντας μικρές στάσεις, παίρνοντας μικρές ανάσες, υποδεικνύοντας με όση δύναμη της απομένει τις πληγές. Όταν οι πληγές κλείσουν, θα έχει φτάσει και στο τέρμα, εκτός εάν το τέρμα δεν είναι άλλο παρά ένα τέλος. Ένα οποιοδήποτε τέλος!
[…]
Μακάρι!
Να πέταγα σε τόπους που αγάπησα