ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
τότε που σου ΄λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ να ΄τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
μ΄ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ΄ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ΄ αγαπάω αληθινά
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
και περπατά πάνω στους ώμους
που κελαηδάει στο ένα χέρι.
Και βγάζει ήχους από μια λύρα
κι απ΄ την Ανατολή στην Δύση
δείχνει μικρούλα εκκλησιά,
και μ΄ οδηγεί μ΄ ένα καημό
στο όμορφό Στρυμονικό.
Έλα να δεις τον τόπο μου, που είναι μεταξένιος,
μακρό φυλλες καλαμποκιές,
πράσινο-φρουρημένος.
Ξερολιθιές στα μέσα του,μα όταν γερνούν τα όρη,
δέκα σκιές επάνω του και βγαίνει βόλτα η κόρη.
Δεν είναι φύση αλαργινού, πουλί ξενιτεμένου,
μα η καρδιά του στεναγμού, του χιλιοπονεμένου,
που απ΄ τα ξένα έρχεται και στο Σιβρί
ανεβαίνει,
ένα σταυρό στον Αι Λια κι ύστερα κατεβαίνει.
Το πονάμε,σας στο λέω, το πονάμε,
τ ΄ αγαπάμε,
να ξέρεις μάνα, τ΄ αγαπάμε.
Τραγουδάμε!
Τρέχα να δεις την
μάννα μου,που στο κατώφλι κλαίει,
βροχόνερο απ΄
τα μάτια της, την μοναξιά της καίει.
Βούρκος από
λασπόνερα
στον Αι Χαραλάμπη,
μια Εκκλησιά μετέωρη, ολόχρονα που λάμπει.
Έλα να δεις τον τόπο
μου, της ξενιτιάς Πατρίδα.
Έχει ο κόσμος ομορφιές.Πιο όμορφη δεν
είδα.
κι εγώ φιλί που της χρωστώ στο νοτισμένο χώμα!
Στις ανθισμένες
του πλαγιές,
πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ΄ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο πανηγύρι
του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!
Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σπάει
τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το πιο
στερνό μου χάδι.
παντρεύεται μια κοπελιά.
τα δυο της μάτια φυλακτό.
Και φέρανε ψάρια πολλά
-Την έχει πάρει ένα παιδί
-Και δεν μπορεί, αχ δεν μπορεί
θα σπείρω στη εικόνα του, μνήμες για να μυρίσω.
κι ο Γιάννης σπάει μια χορδή απ΄ την κιθάρα
με το ανέβασμα του φα
διώχνει απ΄ τα μάτια του, την γκρίζα αντάρα.
σ΄ ένα ζεϊμπέκικο βαρύ, τα βήματά της
σπίθες μέσα από την κραυγή
μία χωμάτινη βροχή τα δάκρυά της.
είναι βαριά η προσοχή στην αρβυλιά του,
στον ξεχασμένο μαχαλά,
βρήκε ένα τρόπο να γλιστρά στα όνειρά του.
μπαίνει αγέρας ο μπεκρής με το τσιγάρο.
Φεύγει ψηλά ο στεναγμός,
άντε στον πάτο οι τσικουδιές,και θα κρεπάρω.
βγαίνουνε σπίθες μέσα από την λαλιά τους,
στο χρυσαφένιο τους μυαλό
μάτσο ανεμώνες που ανθούν στην αγκαλιά τους.
στίχοι της γλώσσα μου, ανθοί μες στον μπαξέ μου
ας ζούσαμε έστω μια στιγμή
όλο το χθες σε μια πνοή.Ο αμανές μου!
τον άλλον Δημήτρη, τον μικρό Γιάννη,
και στους λοιπούς μικρούς φίλους του χωριού μου
λούζεται η αγάπη μου,μονάχα μια φορά.
κι αν έχει φεγγαρόφωτο,καθόλου δεν της μέλλει .
τα όμορφα χτενάκια της,κι εμένα να παιδεύει.
είδα την αγάπη μου,
μες στη καρδιά μου έγραψα,αμέτρητα τραγούδια .
χάθηκε η αγάπη μου,
Όσο θυμάμαι το χωριό,
θα λέω για τον Δημητρό
και τον Αντώνη.
Για του Δεκέμβρη την δροσιά
της μάνας μου την αγκαλιά
που δεν παγώνει.
Σε μια αυλή από πηλό,
είχαν στην στέγη
είχαν στην στέγη πελαργό
και χελιδόνια.
Που ξενιτεύονταν θαρρώ
με της βροχής τον ερχομό
τα πρώτα χιόνια.
Κάθε πρωί, πριν το σχολειό
από το χέρι με κρατούσε
ο παππούς μου.
Και με ταξίδευε μακριά
μ΄ ένα μπισκότο λιχουδιά
θυμάται ο νους μου.
Ζεύει τα ζώα ο Δημητρός
«άσε γυναίκα ο αγρός
γεννά χορτάρι,
από τα βάσανα εγώ
ο χάροντας με πάρει»
Μες στο τσεμπέρι τ΄ αργυρά
στην υφασμάτινη ποδιά
το χαρτζιλίκι.
Βόλοι, κρυφτό και γλυτωμό
και ένας ήχος ξύλινος
απ' το τσιλίκι.
σαν από κάδρου ζωγραφιά
πάνω σε άτι,
μ΄ άσπρα φτερά ο Αντωνιός
και ο παππούς ο Δημητρός
σ΄ ένα παλάτι.
τα πράσινα κρινάκια που μαζεύαμε
τις μυρωδιές της Άνοιξης
τις άσπρες ανεμώνες
που καθόμασταν στις γειτονιές
τα μήλα στις αγκαλιές
κι ύστερα κρυφτό, κυνηγητό και γλυτωμό
στις πέρα γειτονιές.
Γράμμα σου στέλνω
μάννα μου, κι ας είσαι ο καημός μου
σ΄ όσους ρωτούν, να απαντάς,είναι
καλά ο γιός σου.
Μου τo λεγες δεν πίστευα, η ξενιτιά ειν΄ αγκάθι
κι όποιος
ποτέ
δεν μάτωσε, ποτέ του δεν θα μάθει.
Αν το ριζώνεις όλο
κλαις, αν το τραβάς ματώνεις
αν τ΄ ασπαστείς
μανούλα μου, μόνος σου ξημερώνεις.
Γράμμα σου στέλνω κι εύχομαι ο χρόνος να περάσει,
άλλος εδώ να μην μας βρει, δάκρυα να μας κεράσει.
Στου Αι Αντώνη την γιορτή, θα ρθώ μες στην αυλή μας
ν΄ αφουγκραστώ τις μυρωδιές, που ντύσαν την ζωή μας.
Κι αν δεν μπορέσω,
άναψεένα κερί για μένα
τ΄ αγκάθια πού
χω στην καρδιά, νάναι ευωδιασμένα!
παρηγοριά μου
στου κόσμου την ζωή.
Έλα να πιούμε
με νότες λέει
στις μάνες που φορούν,
κλαίνε τα αδέλφια,
κλαίει και το χωριό.
Μάτια του Πόντου,
πότε καρδιά μου,
τα είδε και
και ξεψύχησε.
Και σε βαμμένα χώματα
πήγε και
την ψυχή του οδήγησε.
γεια σας ρεματιές
γεια των ωραίων κόρες
πικρές αμυγδαλιές.
κυνήγησε
και λύγισε
και σε βαρκούλα ο χάρος
τον λάβωσε
τον σαβάνωσε.
ψηλά σαν Κυπαρίσσια.
κόκκινες παπαρούνες.
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει είναι στάλα, δροσιά.
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς, που κι αυτούς τους μισήσανε,
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».
Ύφαναν ιστορίες, σιμά στον αργαλειό.
την έμαθα απ΄ πάππου, την λέω και εγώ.
τα δειλινά γυρνούσε, σε λόγγους και βουνά.
Τα ερπετά, τα φίδια, με τα φιδάκια της.
Βολτάριζε τα νύχτες στον πάνω μαχαλά.
κι ανάβαν τα φιτίλια και τα γινάτια της.
Τα βρήκανε σφαγμένα κάπου στη ρεματιά,
Ανάψανε κεράκια από βαθύ καημό.
Τη Κοπελιά να πιάσουν, να ανακρίνουνε.
και στοίχειωνε τα βράδια, στο έρημο χωριό.
Στο Πέγκο*, στη Μαγκίλα* και στα χαλάσματα.*
τη φέραν στη πλατεία, μπροστά στους δικαστές.
το έλεος ζητάει από τους χωριανούς.
Αν δεν πετροβολούσαν, αν δεν με πείραζαν.
Κι οι νιοι, τα παλικάρια, τα παιχνιδάκια μου.
Κι ορθώς όπως μου είπαν βαρύ κατηγορώ.
στη γέφυρα κρεμάσαν, που έχει γκρεμιστεί.
Κι όλοι αναφωνήσαν «μεγάλος ο θεός»
Βγάζει απ΄ το λαιμό της, κειν΄ το τραχύ σχοινί.
και πέφτει μια αντάρα στο ξεροπόταμο*.
«Αθώωση» ζητούσαν από το Δικαστή.
η άσχημη γυναίκα, γίνηκε ξωτικό.
αν ψάξετε τις νύχτες στο μαύρο ουρανό.
έν΄ άσπρο χελιδόνι μονάχο να πετά.
που ζει μες στη καρδιά μας, σαν τρέμουλο καλό.
χρόνια που γκρεμισμένη, όλους μας, μας θωρεί.
και χώρισε στα δύο, το έρημο χωριό.
*Κοτρόνα: Μεγάλη πέτρα
*Μασαλά: (αφερίμ) μπράβο!
*Αι Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στη περιοχή
*Χαλάσματα: Αναφέρομαι σε ευρήματα αρχαίου οικισμού στη περιοχή
*Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού
* Ξεροπόταμος: Το ρέμα της Κοινότητας
* Μαγκίλα: Λόφος
κάνε το δάκρυ σου δρομί, να ρθω στα όνειρά σου.
Ότι έμαθα στην ξενιτειά, μανούλα μην το μάθεις.
για να με κάνουν πιο πολύ τα ξένα ν΄ αγαπήσω.
ισχνό χαμόγελο πικρό κανείς μην υποφέρει.
πως παίζουν τα παιδιά κρυφτό στου ουρανού την άκρη.
την ώρα που σε σκέφτομαι πέφτει και με συνθλίβει .
αυτός ο τόπος για καρδιά έχει μια μαύρη πέτρα.