Άλλαξε ο ήλιος φορεσιά
και ήρθε ο χειμώνας.
Έπιασε ο ψεύτης τα στερνά,
όμοιος ο αιώνας.
Γκρίζωσε ο ήλιος μάννα μου
και μάτωσε η φύση.
Πριν ανταμώσει την αυγή,
τον χαιρετά η δύση!
Μέσα στο άσπρο νυφικό,
η μνήμη περιμένει.
Η μοίρα της τελεσφορεί,
με δόρυ είναι γραμμένη.
Με το κρασί του αμπελιού
βγαίνει της γης το άχτι.
Τους χρόνους βάνει στη θηλιά,
τους μήνες της στ΄ αδράχτι.
Πέρα στους πέρα ποταμούς,
πέρα στ΄ αρχαία όρη.
Με μια λεπίδα μας φρουρούν,
ελπίδες μυροφόροι.
Σαν ο Ιπποτάδης μαίνεται
στις μέρες αλκυόνας,
βάφεται η γη ανήμπορη
με χρώμα ανεμώνας.
Έπιασε ο ψεύτης τα στερνά,
όμοιος ο αιώνας.
Γκρίζωσε ο ήλιος μάννα μου
και μάτωσε η φύση.
Πριν ανταμώσει την αυγή,
τον χαιρετά η δύση!
η μνήμη περιμένει.
Η μοίρα της τελεσφορεί,
με δόρυ είναι γραμμένη.
Με το κρασί του αμπελιού
βγαίνει της γης το άχτι.
Τους χρόνους βάνει στη θηλιά,
τους μήνες της στ΄ αδράχτι.
πέρα στ΄ αρχαία όρη.
Με μια λεπίδα μας φρουρούν,
ελπίδες μυροφόροι.
Σαν ο Ιπποτάδης μαίνεται
στις μέρες αλκυόνας,
βάφεται η γη ανήμπορη
με χρώμα ανεμώνας.