10 Ιανουαρίου 2003
ΦΥΛΕΣ
Μες στην κοιλάδα του Πανσίρ,
Απόρησε ο λερός μικρός με το τύμπανο κρεμάμενο στους ώμους
και τη σκανδάλη βέρα στο δάκτυλο.
Πως έφτασαν ως εδώ τόσοι πολλοί ξένοι;
Τόσοι στρατιώτες κρυμμένοι πίσω από το αλφάβητό τους.
Στο τετράδιό του μουντζούρωνε ακόμα αριθμούς σκοτωμένων.
Χαζάροι, Παστούν, Τατζίκοι, Αϊμάκοι,
Τουρκομάνοι, Βαλούχοι, Μπαλόχ, Πασάγοι,
Νουριστάνοι, Μπραχούι, Παμίροι, Γκουρτζάρ και Ουζμπέκοι
κουβαλούν στις πλάτες τους,
σ΄ ένα άπλυτο δισάκι την έχθρα των αιώνων.
Ανεμοστρόβιλοι φυλές σκορπίζουν και σκορπίζονται.
Σαν φύλλα,
Σαν σκόνες, στάχτες,
και σκουπίδια.
Που πάνε ;
Ποιοι είναι τούτοι που ήρθανε;
Τι γυρεύουν;
Ας τους αφήσουμε μονάχοι τους να παίζουν, με τις σπάθες,
τις χατζάρες με τις μοίρες τους.
Στο σκάκι από λάπις, υπάρχει πάντα η ισοπαλία!