γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Στη
σημερινή εποχή που τα μεταναστευτικά κύματα των ανθρώπων γιγαντώνονται αρμόζει
στον καθένα από εμάς να γνωρίζει τους όρους: Μετανάστης, Λαθρομετανάστης, Πρόσφυγας και να
μην τους συγχέει. Η λογική ότι όλοι είναι άνθρωποι, δεν μπορεί να αποτελεί
άλλοθι για την ίση μεταχείριση τους από τις κρατικές υπηρεσίες. Σίγουρα και
είναι ηθικό να δείχνουμε την ανθρώπινη πλευρά μας σε κάθε περίπτωση, είναι όμως
απολύτως λογικό να τηρούμε τους νόμους του κράτους προκειμένου να προστατεύουμε
την οντότητά του, χωρίς να εκτιθέμεθα στο διεθνές χώρο, με σεβασμό στις πιθανές
συμβάσεις που έχουμε υπογράψει και πρέπει να υπακούμε.
Μετανάστης:
Ο
όρος μετανάστης προέρχεται από την Αρχαία Ελληνική γλώσσα: < μετά + ναίω
(κατοικώ, διαμένω, βρίσκομαι)
Είναι
αυτός που αλλάζει τόπο κατοικίας με την συνηθέστερη αιτία την εύρεση μιας νέας
εργασίας. Ο Μετανάστης εισέρχεται στο νέο τόπο που επιθυμεί να ζήσει, στην
καινούργια χώρα που επέλεξε να κατοικήσει και να εργαστεί, από τις νόμιμες πύλες εισόδου. Ως
νόμιμες πύλες εισόδου σε μια χώρα, σε ένα τόπο λογίζονται τα αεροδρόμια, οι
συνοριακοί σταθμοί ελέγχου, τα λιμάνια.
Από
τα βασικά χαρακτηριστικά του μετανάστη είναι η προσαρμογή στις συνήθειες, τα
ήθη και τα έθιμα του τόπου που έχει επιλέξει να ζήσει και ο σεβασμός τους. Ο
σεβασμός επεκτείνεται και προς το πολίτευμα, την κοινωνία αλλά και το
διοικητικό σύστημα που βρίσκει στη νέα του χώρα. Παράλληλα, δηλώνει την
επιθυμία του να έχει το δικαίωμα να ασπάζεται τη θρησκεία του, χωρίς να
προκαλεί τις τοπικές κοινωνίες.
Ο
μετανάστης μπορεί να είναι εσωτερικός και εξωτερικός. Εσωτερικός αυτός που
αλλάζει περιοχή εντός της πατρίδας του και εξωτερικός αυτός που μεταβαίνει σε
άλλη χώρα.
Συνώνυμα
του Μετανάστη είναι: ο Αποδημητής, ο Μέτοικος, ο Εμιγκρές, ο Απόδημος
Στη
σημερινή εποχή η μετανάστευση εντός της ΕΕ γίνεται με απλές διαδικασίες, ενώ
εκτός της με τη λήψη Βίζας ή άλλων εγγράφων που καθορίζονται από διμερείς δύο
κρατών ή από σχετικές συμφωνίες συμμαχιών.
Στο λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη διαβάζουμε
πως ο Μετανάστης είναι αυτός που εγκαταλείπει με τη θέλησή του την πατρίδα του
για να εγκατασταθεί επί μακρόν σε άλλη χώρα. Συνήθως η μετοίκιση αυτή γίνεται
για οικονομικούς λόγους και έχει ως προοπτική την επιστροφή του στην πατρίδα
του.
Λαθρομετανάστης:
Η
Λέξη λαθρομετανάστης είναι σύνθετη και αποτελείται από τις λέξεις :
Λάθρο + μετανάστης = Δημοτική κοινή: λαθρο-
< αρχαία ελληνική λαθραῖος < λάθρα < λανθάνω (κάτι που γίνεται στα
κρυφά, μη νόμιμα + μετά + ρήμα : ναίω (κατοικώ, διαμένω)
Συμπερασματικά
είναι το άτομο που έχει μετακινηθεί σε χώρα στην οποία δεν είναι νόμιμος
υπήκοος, χωρίς να έχει τηρήσει τις διαδικασίες που ορίζουν οι νόμοι της χώρας
υποδοχής. Ο παράτυπος και παράνομος μετανάστης. Ο όρος είναι μειωτικός
Το
2018 η Ελλάδα με απόφαση του Αρείου Πάγου ζητούσε από τις υπηρεσίες του να μη
χρησιμοποιείται ο όρος λαθρομετανάστης, αλλά οι όροι «παράτυπα εισερχόμενος στη
χώρα», «πρόσφυγας», «μετανάστης», «οικονομικός μετανάστης», «αιτών άσυλο», με
δικαιολογία την αποτροπή χρήσης μειωτικών για την προσωπικότητα όρων και την
αποφυγή φαινομένων ξενοφοβίας και ρατσισμού:
※ Έγγραφο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου
κοινοποίησε η εισαγγελία Πρωτοδικών Ηρακλείου στις διευθύνσεις Εκπαίδευσης, για
την απάλειψη του μειωτικού όρου «λαθρομετανάστης» από τα υπηρεσιακά έγγραφα.*
Διαβάζουμε
στο λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Λαθρομετανάστης είναι το πρόσωπο που μετακινείται και εγκαθίσταται σε χώρα
άλλη από αυτή της καταγωγής του, χωρίς να πληροί τους απαραίτητους όρους ή
χωρίς να έχει περάσει από τις νόμιμες διαδικασίες.
Από
τη στιγμή λοιπόν που δεν κινούνται οι νόμιμες διαδικασίες εισόδου στην χώρα, ο
λαθρομετανάστης καταπατά την εδαφική ακεραιότητα της.
*
Η
απόφαση του Αρείου Πάγου αναφέρει: Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι
θεσμοθετείται αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, τελούμενο με οποιονδήποτε από τους
προβλεπόμενους τρόπους, από τα πρόσωπα τα οποία αποδέχονται να μεταφέρουν στην
Ελλάδα αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα να εισέλθουν στο έδαφός της, ή τους
προωθούν στο εσωτερικό της χώρας, ή διευκολύνουν την μεταφορά ή την προώθησή
τους, γνωρίζοντας τη αυθαίρετη είσοδο τούτων ως λαθρομεταναστών. (Απόφαση 1485
/ 2010 )
Πρόσφυγας:
Πρόσφυγας
είναι το άτομο που αναγκάζεται να φύγει από τη χώρα του επειδή κινδυνεύει η ζωή
του λόγω πολέμου, εμφύλιας σύρραξης, γενοκτονίας, θρησκείας, πολιτικών
πεποιθήσεων κτλ. Και θεωρείται πρόσφυγας μόνο στην πρώτη ασφαλή χώρα που
μεταβαίνει, αιτώντας εφ΄ όσον το επιθυμεί και πολιτικό άσυλο. Η
ετυμολογία της λέξης: πρόσφυγας < (ελληνιστική κοινή) πρόσφυξ < προσφεύγω
< πρός + αρχαία ελληνική φεύγω
Υπάρχουν
περιπτώσεις χωρών όπως πχ η Κύπρος, που έχουμε εσωτερικούς πρόσφυγες. Δηλαδή
πολίτες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να εγκατασταθούν σε
άλλη περιοχή εντός της χώρας τους λόγω πολέμου κτλ. Τέλος υπάρχουν και οι
πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη χώρα τους λόγω φυσικών καταστροφών.
Στην
Κύπρο βάσει του νόμου :2000 (6(I)/2000) (περί προσφύγων νόμος)
ο πρόσφυγας λογίζεται όπως τα παρακάτω άρθρα:
3.-(1)
Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του
για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους
συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας
της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι
πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν
έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους
διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του
φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει
εφαρμογή το άρθρο 5.*
(2)
Στην περίπτωση προσώπου, το οποίο έχει περισσότερες από μία ιθαγένειες, ο όρος
“χώρα ιθαγένειας”, που αναφέρεται στο εδάφιο (1), σημαίνει κάθε μια από τις
χώρες των οποίων έχει την ιθαγένεια, και πρόσωπο δε θεωρείται ότι δεν έχει την
προστασία της χώρας της ιθαγένειας του, αν, χωρίς οποιοδήποτε βάσιμο φόβο για
καταδίωξη του, δεν έχει χρησιμοποιήσει την προστασία μιας από τις χώρες, της
οποίας είναι πολίτης.
*(5) Αιτητής αποκλείεται από το καθεστώς του πρόσφυγα-
(α) σε περίπτωση που
τυγχάνει ήδη διεθνούς προστασίας ή συνδρομής από όργανα ή οργανισμούς ή γραφεία
των Ηνωμένων Εθνών άλλα από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους
Πρόσφυγες∙ εάν η εν λόγω προστασία ή συνδρομή έχει παύσει για οποιοδήποτε λόγο,
χωρίς να έχει διευθετηθεί οριστικά η κατάσταση τέτοιου προσώπου σύμφωνα με τα
οικεία ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, τέτοιο πρόσωπο
δικαιούται αυτοδικαίως τα ευεργετήματα του παρόντος Νόμου∙ ή
(β) σε περίπτωση που
αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας όπου έχει μετοικήσει ως έχων τα
δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την κατοχή της ιθαγένειας της
εν λόγω χώρας ή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις αντίστοιχα προς αυτά∙ ή
(γ) σε περίπτωση που υπάρχουν
σοβαροί λόγοι ότι (καταζητείται ως δολοφόνος, πολιτικά αδικήματα, ηθικός
αυτουργών ποινικών πράξεων κ.α)
Στο λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη διαβάζουμε:
πρόσφυγας (ο/η) {(θηλ. γεν. πρόσφυγος) |
προσφύγων} το πρόσωπο
που εξαναγκάζεται σε φυγή από τον μόνιμο τόπο
εγκατάστασης του
ή την πατρίδα του, κυρ. για να αποφύγει
διωγμούς από την επίσημη ε-
ξουσία: οι ~ τής Μικρασιατικής Καταστροφής |
τής Κύπρου | τού Πό-
ντου || πολιτικός ~ || κύμα | συνοικισμός |
στρατόπεδο προσφύγων ΦΡ.
οικονομικός πρόσφυγας βλ. λ. οικονομικός.
[ΕΤΥΜ. < μτγν. πρόσφυξ, -υγος < αρχ.
προσφεύγω, πβ. κ. φυγάς - φεύ-
γω].