Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 
Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.

*Έλαβε Έπαινο  στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και στην ενότητα : ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Παύλου Πολυχρονάκη, από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



 
Κι ήρθε η εποχή του έρωτα
κι έγιναν τα βουνά και θάλασσες μια γλώσσα που πάνω της ταξίδεψα.
Στα σπίτια με τους πελαργούς μιλούσαν για τα ρήματα
που ‘χαν τα σχήματα των αστερισμών
Μουρμούριζαν τα θαυμαστικά
και στ΄ αποσιωπητικά χτίζανε στο άγνωστο το μέλλον.
Απέραντες εποχές σαν κάμποι πλούσιοι και μεστοί,
γευότανε πότε τη γλύκα κάθε λέξης και  πότε την αλμύρα της.
Πότε σε κάποιο ακρογιάλι του Αιγαίου και πότε στα καλντερίμια της Ηπείρου.
Άλλοτε πάλι Όμηρο κι άλλες στιγμές στην άνοιξη του Ελύτη,
στο καλοκαίρι του Σεφέρη και στο χνώτο του Ρίτσου.
Η καρδιά μου το ήξερε!
Το σώμα μου σαθρό, φθαρτό, μα η ψυχή μου ζούσε αιώνια ένα ταξίδι,
ξεκινώντας από τις αγκάλες των προ – Ελλάδας, μυρίζοντας μέντα και δυόσμο,
λειτουργώντας με το δενδρολίβανο στις στροφές των τραγουδιών,
υμνώντας τη λευτεριά και τον χάροντα,
για να γίνει η ρίζα μιας ελιάς και φύλλο μιας ειρήνης.
Κι αν εγώ α- πέθανα κι αν εγώ α-ποθάνω,
μπροστά στον ήλιο θα σταθεί άφθαρτη και ωραία
ως μια πατρίδα πάνσοφη, η γλώσσα μου.
 
Το παραπάνω ποίημα, συμμετείχε και διακρίθηκε στον 13οΔιαγωνισμό Ποίησης και Πεζόμορφου Στοχασμού (2024) με τίτλο “Η Γλώσσα μου, η δύναμή μου” που διοργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου. Ανακοινώθηκε πως θα συμπεριληφθεί στην έντυπη ποιητική ανθολογία που θα εκδοθεί. 
 

Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

Η συμμετοχή μου στη "γιορτή της Ποίησης" που πραγματοποιήθηκε στη Λάρνακα την Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025 στο Αίθριον. (Culture and Art EleTrion LTD)

 ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ

Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.

Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψε ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.



Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

ΠΡΑΞΗ ΑΠΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΕΝΟΣ ΓΛΑΡΟΥ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 








Είχα ένα φίλο.
Καρδιακό;
Ίσως όχι.
Από τι στιγμή που έμαθα
για ερωτική ομόφυλη τάση προσευχόμουν γι αυτόν!
Ήταν άρρωστος,  του είχαν πει, μου το έφτασαν και σε μένα.
Ήταν άρρωστος είχε πει, 
προσπαθώντας να δικαιολογήσει την αδυναμία αποδοχής.
Προσευχόταν σχεδόν πάντα στα κρυφά.
Τα βράδια το εικονοστάσι δάκρυζε.
Έτσι εξάλλου μεγάλωσε. 
Με το εικονοστάσι να δακρύζει σε κάθε τι κακό.
Κι ενώ αγαπούσε, έπαψα ν΄ αγαπά, αυτούς που αγαπούσε.
 
Ήταν καλό παιδί.
Πριν αρρωστήσει ήταν ένα καλό παιδί.
Ο Δάσκαλος συνέστησε αποχή από το σχολείο.
«Να γίνει το παιδί καλά»
Ο Δήμαρχος συμφώνησε – απορίας άξιον;
Όχι με βάση τα ποιητικά δεδομένα.
Μετά ο γιατρός σήκωσε τα χέρια.
Πάντα στο μετά και μετά το μετά σηκώνουν τα χέρια.
«Ακόμα και ο γιατρός» κάποιοι είχαν δηλώσει «σήκωσε τα χέρια»
«Μονάχα ο θεός»
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα.
Περίεργο!
Ο Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους,
ακόμα κι αυτούς που  έπαψε να τον αγαπούν. 
Ο ιερέας δεν έλεγε τίποτα!
Κάποια μέρα τον αφόρισε, μετά την ανάγνωση του ευαγγελίου.
Έσκισε και την Αγία Γραφή, οργισμένος.
Τα ιμάτια δεν ξέρει κανείς  και δεν ακούστηκε κάτι τέτοιο.
Δυνατός άνδρας.
Είχε και τρία παιδιά. (ποιητικά άσχετο).
 
Μια Κυριακή τον συνάντησα στον ξεροπόταμο.
Είχε χιονίσει.
Είχε ξαπλώσει στη πεζογέφυρα.
Να περάσουν έλεγε οι χωριανοί με τα κάρα.
Κάποιο θα τον πατούσε.
Είχε κλείσει εισιτήριο ήδη –πριν γεννηθεί-
στο περιθώριο της ζωής και το θανάτου.
Όμως δεν πέρασε ποτέ κανένας χωριανός να τον σκοτώσει.
Έκαμε τσουχτερό κρύο, κοπήκανε τα πήγαινε – έλα στην πλατεία.
 
Μετά από χρόνια τον συνάντησα στη θάλασσα.
Αυτός ήταν γλάρος και εγώ πότε ψαράς και πότε κυνηγός.
Τέτοια κατάντια.
Αυτός πουλί και εγώ πατούσα στης γης τα ερημονήσια.
Εκεί τον συνάντησα.
Στης γης τα Ερημονήσια.
Παρέα με άλλα πουλιά.
Κάθε που πλησίαζαν τους βράχους, ένα τόξο τα σημάδευε.
Κάθε που φιλούσε τον ουρανό, ένα σύννεφο έβρεχε.
 
Και καθάριζε το ερημονήσι.
Και ερήμωναν τα ερημονήσια.
Πώς να αποδεχτεί τον ομόφυλο γλάρο ένα ερημονήσι;
 
Στα χέρια του η πέτρα των γραφών, γινότανε λεπίδι.
 
Στη μάνα του δεν είπε τίποτα.
Ο πατέρας κάτι είχε καταλάβει και πνίγηκε σε μια γαβάθα ρακί.
Τα αδέλφια του μετοίκισαν.
Κι ο φίλος του, εγώ, κρύφτηκα βαθιά στις σκιές και τους  στίχους.
Να μη με βρει και κολλήσω την ασθένειά του.
Κόλλησε πάνω σ΄ ένα βράχο και δεν αναστήθηκε ποτέ του.
 
Εκείνος ο φίλος μου δεν άντεξε ποτέ το περιθώριο.
Μπήκε βαθύτερα στο σώμα του
κι αφέθηκε στην απλωσιά του στήθους  και της καρδιά του.
Όταν ταξίδευε στο μέσα του, έκλεινε θέσεις στον παράδεισο.
Κι όταν κούρνιαζε στο έξω του κόσμου, πάλι ένα τόξο τον σημάδευε.

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 22 Μαρτίου 2003



ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ




Θέλησες να γλιτώσεις α
πό την πείνα,
Και πήγες στο Μαντράς.
Σε κείνο το κρυφό σχολείο
Σου δώσανε να πιείς αθάνατο νερό
και να γευτείς το φρέσκο όπιο.
Διδάχτηκες αρχές που αμέσως ξέχασεςκαι έγινες σοφός.
Τόσο μικρός τόσο σοφός.
Με ένα όπλο στα χέρια.
Η σοφία σου μετριέται – είπανε- με σφαίρες.

Τώρα σαν πολεμάς στης Κανταχάρ τις απόκρημνες κορυφές,
Τις χιονισμένες καρδιέςτων γυναικών έχεις ξεχάσει.


Η λάβα κυλάει και καίει τα σωθικά σου.
Ποιος θα ζεστάνει τις καρδιές των κοριτσιών;
Ποιος θα φιλήσει τα χείλη τους.

Είσαι μόνο στα δέκα οκτώ και έχεις ζήσει τον θάνατο.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών): Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
 
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
 
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
 
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
 
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
 
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
 
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.