ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών)
Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το
χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι
Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του
φεγγίτη.
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που
φταίνε.
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν μυγδαλιές στα σχολεία.
**
ΠΟΝΟΣ
Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος
κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.
**
Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ
Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το
αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη αλλού»
Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄ στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.