Γυροφέρνουν τα ομιχλώδη βράδια μονάχοι στα ξεχασμένα καταγώγια του Καβάφη
και χάνονται στην απειλητική ρουτίνα του Καρυωτάκη. Το μολύβι ξυσμένο πάντα στο
κρόταφο, σημαδεύει την άβυσσο και αναβοσβήνει από νέον η ξεχασμένη ρήση του
Καζαντζάκη. Παραγγέλνουν ανοίγοντας και
φυλλομετρώντας τους σαθρούς καταλόγους ποτά, με τους αυτάρεσκους σερβιτόρους.
Ποτά που δεν υμνήθηκαν ποτέ για τη γλύκα τους. Μεθούν συλλαβίζοντας μία – μία τις
Μούσες κι αναθεματίζουν την αυγή που θα τους βρει με το γέρικο κορμί ολόρθο. Θα
έχουν τη δύναμη να διαβούν τη μονοτονία της ζωής που δεν έχει τέλος; Θα τη
βρούνε. Κι είναι ένα μεικτό βάσανο, ένα χασμουρητό, μια βαριά ανάσα, ένα
ξεχασμένο μειδίαμα στο γκρεμό του χείλους, μια ποιητική κατάρα.
Αγγίζουν το στήθος της ποίησης, οχλαγωγούν ανάμεσα
σε χαρακτηρισμούς, ουσιαστικά, υποκείμενα και επίθετα, απορρίπτουν όπως- όπως τα
υποκοριστικά και ανεβαίνουν στα καράβια του Καββαδία, για να σαλπάρουν στις απέραντες
θάλασσες του Ελύτη και να ξαποστάσουν μαζί με τον Σεφέρη στις ακρογιαλιές της Μεγαλονήσου.
Είναι μόνοι, αισθάνονται μόνοι και μόνοι θα
μείνουν. Χωρίς την μεθυστική αγάπη του Λειβαδίτη και τα συμπονετικά γράμματα
του Μόντη.
Όταν σηκώνονται να χορέψουν ξεχνούν την Ιθάκη και
αρματώνονται τον Θούριο. Κραυγές, αλαλαγμοί καθώς χτυπά ο ταμπουράς και το βαρύ
ζεϊμπέκικο του Μάνου συνεπαίρνει τα βήματα και ξορκίζει τις ατασθαλίες των
ποιημάτων. Σπάνε τα ποτήρια, τρέχουν να μαζέψουν τα γυαλιά οι λάγνοι του έρωτα
και οι μεθύστακες των στίχων. Κόβονται και τρέχει πηχτό το αίμα ανάμεσα στα
δάκτυλα που ενώνονται και θεραπεύονται. Πλέκονται τα χέρια τους σ΄ έναν
λεβέντικο και ζωναράδικο καθώς ψάλλει στην άκρη της υπόγειας ταβέρνας ο
Μελωδός. Αγαλλιάζουν εκστασιασμένοι τους κίονες, με τις γραμμώσεις τους να
τιμούν τους προγόνους και να κτυπούν, ναι να κτυπούν τις γροθιές πάνω στους ασβεστωμένους
τοίχους μέχρι να γραφεί ο αιώνιος και άταφος στίχος.
Αναρωτιούνται μεθυσμένοι αν ο στίχος θα είναι
κάποιου από τους ανάμεσά τους, αν είναι νεκροτράγουδο σιωπηλό, αν είναι
δημοτικό, αν είναι άσμα των ασμάτων. Άδοξη νύχτα, μια κραυγή, ένα ουρλιαχτό κι
ύστερα μια άδοξη νύχτα.
Ένας- ένας καθώς κλείνουν οι παραγγελιές, τα
σπαθιά και τα μαχαίρια εναποτίθενται στην τράπεζα και μεταλαβαίνουν το αίμα και
το σώμα της ποιητικής. Κι όταν θωρούν το αόρατο και γαλήνιο κενό υπογράφουν
άλλοι συνειδητά και άλλοι χωρίς να καταλαβαίνουν το δρόμο χωρίς επιστροφή.
Πνίγονται στο πηγάδι της λήθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου