ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
**
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες.
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.
****
ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.