Μύριζε στον αέρα
την ανυπαρξία της ζωής. Καταλάβαινε, ο χρόνος τελείωνε για τον κύρη του. Ανησυχούσε
και για τους δύο. Που θα πήγαινε; Είχε ακούσει πολλές ιστορίες και είδε ακόμα
περισσότερες εικόνες. Μελετούσε τις νύχτες τα αστέρια καθώς ξάπλωνε στα αδύναμα
πόδια του. «Εκεί πάνω πάνε όλοι» σκέφτηκε. «Γίνονται κάτι σαν άγγελοι» Ένιωθε
το αίμα να κρυώνει και έγλυφε με τη γλώσσα το δέρμα του. Να ζεσταθεί, μην τον
χάσει αυτή τη νύχτα. Ας αργούσε λιγάκι ο αποχωρισμός. Γύρισε το βλέμμα κι έπεσε μ ΄έναν αναστεναγμό μέσα στο δικό
του.
Μια μέρα βρέθηκε
μόνος στην αυλή. Τα δένδρα έχασαν τα φύλλα τους. Ένα αεράκι σκόρπισε εικόνες.
Ένιωσε να φυτρώνουν φτερούγες στη πλάτη του. Γάβγισε από τη χαρά. Πήγαινε στον άνθρωπό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου