Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Ο χειμώνας και το απατηλό σχέδιο του / Δημήτριος Γκόγκας





4 μικρές ιστορίες με 121 λέξεις
για την προσπάθεια του Χειμώνα
να είναι ...Χειμώνας όλος ο χρόνος!





[1]

Είχε  αρχίσει να γίνεται εκνευριστική η κατάσταση. Κάθε χρόνο περί τα τέλη Οκτωβρίου κοιλοπονούσε ο χρόνος, γεννιόταν και πέθαινε συνήθως στα τέλη του Φλεβάρη. Όσες φορές η ζωή του παρατείνονταν μέχρι και τον Μάρτη δοξολογούσε τον Θεό που του είχε δώσει κάποιες μέρες παραπάνω. Διέκρινε στα μάτια των ανθρώπων σεβασμό. Η ακολουθία όμως της γέννησης μιας εποχής, μέσα από την μήτρα της άλλης, του έδωσε το δικαίωμα της αμφισβήτησης τούτης της τάξης. Δεν άντεχε η Άνοιξη να γεννά το Καλοκαίρι, εκείνο το χλωμό Φθινόπωρο και να βηματίζει ο ίδιο ως Χειμώνας στο τέλος. Μέχρι να ανδρωθεί, πέθαινε! Ήθελε να είναι η αρχή και το τέλος. Ήθελε να είναι ο χρόνος όλος! Γνώριζε ότι αυτό ήταν δύσκολο, αλλά εκπόνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο.

[2]
Ήξερε τις συνήθειες των ανθρώπων κατά τις μέρες της βασιλείας του. Γιορτές, Χριστούγεννα, ο ερχομός του Νέου Έτους, τα Θεοφάνια, οι Απόκριες, έδιναν στην εποχή του μια φανταστική λάμψη. Ο ίδιος σκέπαζε την πλάση με κατάλευκο χιόνι, στόλιζε με νιφάδες όλα τα δένδρα, μοίραζε δώρα με τον απεσταλμένο του, φρόντιζε να υπάρχει ένας χιονάνθρωπος σε κάθε αυλή, χτυπούσε με τους αέρηδες τις καμπάνες σαν έφτανε ο νέος χρόνος. Όμως η ευτυχία και η χαρά αυτή ήθελε να υπάρχει και στις τέσσερις εποχές. Έτσι βάζοντας τα δυνατά του, άρχισε να παγώνει σιγά-σιγά όλες τις ημέρες του χρόνου. Οι άλλες εποχές εξαφανίστηκαν. Η Άνοιξη μετανάστευσε. Κρύφτηκε στα βάθη του Αυγούστου και το Φθινόπωρο αφομοιώθηκε στο τέλος του Νοέμβρη. Έγινε ένας παγωμένος κρύσταλλος.
[3]
Οι άνθρωποι άρχισαν να κρυώνουν ολοένα και περισσότερο. Κλείνονταν μέσα στα σπίτια τους για να ζεσταθούν,  τα σχολεία δεν λειτουργούσαν ποτέ, τα παιδιά δεν έπαιζαν στις αυλές, οι παραλίες άδειαζαν, οι λίμνες και τα ποτάμια πάγωναν, τα πουλιά προσπαθούσαν να βρούνε φωλιές για να κρυφτούν, τα ζώα δεν ξυπνούσαν από την χειμέρια νάρκη τους, τα λουλούδια δεν άνθιζαν και ο ολόχρονος Χειμώνας άρχισε να δυσφορεί μέσα σε αυτή την πρωτόγνωρη αλλαγή. Να είναι δυστυχισμένος.
Κουκουλώθηκε στην άσπρη κουβέρτα του για να μην κρυώνει. Ήταν παντοδύναμος μα του έλειπε τώρα η αναμονή των εορτών, του νέου έτους. Απουσίαζε η λαχτάρα του αγιασμού των Υδάτων. Η προσμονή των Αποκριών. Όλες οι γιορτές του χρόνου είχαν άσπρο χρώμα. Αυτό τον κούραζε και του προκαλούσε θλίψη.

[4]

Αποφάσισε να αλλάξει. Μαλάκωσε. Άρχισε να ζεσταίνεται και να λιώνει. Είχε νικήσει αλλά δεν αισθανότανε νικητής. Ο κόσμος υπέφερε και αυτό του δημιουργούσε τύψεις. Αργοκίνητα στην αρχή και ύστερα γοργά, έδιωξε τα σύννεφα και την ομίχλη. Άφησε τον ήλιο να απλωθεί από την Ανατολή ως την Δύση, να λιώσουν οι πάγοι από τις λίμνες, τα ποτάμια. Ξύπνησαν όλα τα ζωντανά της γης.
Οι άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους, τα σχολεία άνοιξαν πάλι και τα παιδιά γέλαγαν την άνοιξη, τραγούδαγαν το καλοκαίρι και μαγεύονταν από τον χορό των κιτρινισμένων φύλλων του Φθινοπώρου, αναμένοντας τη μαγεία του Χειμώνα, με τις γιορτές των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους, με τα δώρα. Ο Χειμώνας βρήκε τον εαυτό του. Χαμογέλασε και κάθισε στον θρόνο του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου