Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Νοέμβριος 2018 /Ολοκληρώνεται έτσι μια τριλογία για την ιδιαίτερη πατρίδα του το Στρυμονικό Σερρών: Οι άλλοι δύο λόγοι ήταν: Κάμπος μιας Νιότης και Ξέρω έναν τόπο. (Απόσπασμα με ανάρτηση του Β΄μέρους / έμμετρα ποιήματα))




ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ


Για μια  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.

Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.

Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.

Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 

Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.

Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!



**


ΧΕΙΜΩΝΑ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ

Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις
κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό.
Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις,
κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.

Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις.
Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει.
Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις,
τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.

Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω;
Και βάζω στο ποτήρι μου νερό.
Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο.
Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.

Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις,
γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές.
Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις,
Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.


**


Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Mια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.

Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ΄ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.

Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!

Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας  σ΄ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!

Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.

Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα  σαν άγγελοι ανθίσανε
και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.


**

 ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ


Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.

Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας  το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.

Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.


**




ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

Διάλογος.....

Πατέρα

Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;

Γιέ μου

Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.

Πατέρα

Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.

Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.

Γιε μου

Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.

Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!



Πατέρα

Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου