ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ
Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.
Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.
Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.
**
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή
του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα
γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του
Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της
Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το
σεντούκι φούσκωσε από μνήμες.
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα
του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την
απομακρύνει.
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη
οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από
μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την
κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες
και πάλι δεν τσιμπάνε.
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου
ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το
παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.
το βιβλίο κυκλοφορεί δωρεάν στην διεύθυνση: https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου